Τρίτη 7 Μαΐου 2019

Είναι ο Καπιταλισμός, σύντροφοι

Του Νίκου Μπογιόπουλου
«Το δηµόσιο χρέος, δηλαδή το ξεπούληµα του κράτους –αδιάφορο αν είναι απολυταρχικό, συνταγµατικό ή δηµοκρατικό κράτος– βάζει τη σφραγίδα του στην κεφαλαιοκρατική εποχή. Το µοναδικόκοµµάτι του λεγόµενου εθνικού πλούτου, που στους σύγχρονους λαούς ανήκει πραγµατικά στο σύνολο του λαού είναι το δηµόσιο χρέος τους (…). Το δηµόσιο χρέος γίνεται το credo (πιστεύω) του κεφαλαίου. Και από τη στιγµή που εµφανίζεται η χρέωση του δηµοσίου, τη θέση του αµαρτήµατος ενάντια στο άγιο πνεύµα, για το οποίο δεν υπάρχει άφεση, την παίρνει η καταπάτηση της πίστης απέναντι στο δηµόσιο χρέος. Το δηµόσιο χρέος γίνεται ένας από τους πιο δραστικούς µοχλούς της
πρωταρχικής συσσώρευσης. Σαν σε µαγικό ραβδί προικίζει το µη παραγωγικό χρήµα µε παραγωγική δύναµη και το µετατρέπει έτσι σε κεφάλαιο, χωρίς νά ναι υποχρεωµένο να εκτεθεί στους κόπους και στους κινδύνους που είναι αχώριστοι από τη βιοµηχανική µα ακόµα κι από την τοκογλυφική τοποθέτηση. Οι πιστωτές του δηµοσίου στην πραγµατικότητα δεν δίνουν τίποτα, γιατί το ποσό που δανείζουν µετατρέπεται σε κρατικά ευκολοµεταβιβάσιµα χρεώγραφα που στα χέρια τους εξακολουθούν να λειτουργούν, όπως θα λειτουργούσαν αν ήταν ισόποσο µετρητό χρήµα (…)». ([1])
Αυτά τα λόγια γράφτηκαν πολύ πριν οι «σωτήρες» της Ελλάδας φορτώσουν – με πρόσχημα το χρέος – τον λαό της χώρας στα αμπάρια του Τιτανικού. Πολύ πριν το ξεπούλημα της Ελλάδας πάρει την κωδική ονομασία «Μνημόνιο».
 «Αν ο Μαρξ και ο Λένιν ήταν σήµερα ζωντανοί, θα ήταν βασικοί διεκδικητές του βραβείου Νόµπελ για την οικονοµία. Ο Μαρξ προέβλεψε την προϊούσα εξαθλίωση των εργαζοµένων και ο Λένιν προείδε την υποταγή της υλικής παραγωγής στη συσσώρευση κερδών του χρηµατοπιστωτικού κεφαλαίου. Οι προβλέψεις τους είναι κατά πολύ ανώτερες από τα “οικονοµικά µοντέλα” που σήµερα βραβεύονται µε Νόµπελ και από τις προβλέψεις των κεντρικών τραπεζιτών, των υπουργών Οικονοµικών και των νοµπελιστών οικονοµολόγων…» ([2])
   Όσο για τον παραπάνω ύμνο στον Μαρξ (και τον Λένιν) προέρχεται από κάποιον… υπεράνω υποψίας. Διατυπώθηκε από έναν υπουργό Οικονομικών του… Ρήγκαν. Τον Πολ Κρεγκ Ρόµπερτς.
Αυτή η προ οκταετίας τοποθέτηση του Ρόμπερτς (ήταν η απάντηση του στις διάφορες αστείες θεωρίες που αναπτύσσονταν εκείνη την περίοδο για τον χαρακτήρα της παγκόσμιας κρίσης) μας δίνει κάθε δικαίωμα να επιστρέψουμε δυο αιώνες πίσω, πριν από ακριβώς 200 χρόνια*, όταν στην πόλη Τριρ της Γερμανίας, σαν σήμερα, στις 5 Μάη 1818, γεννιόταν ο Καρλ Μαρξ.
Μιλάμε φυσικά για αυτόν τον «αραχνιασμένο» στους αιώνες και «παλιωμένο» Μαρξ, που έγραφε επίσης:
«…κινέζικα µεροκάµατα, αυτός είναι τώρα ο σκοπός που επιδιώκει το αγγλικό κεφάλαιο». ([3])
«…η ανάπτυξη της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής έριξε τους εργάτες όλου του κόσµου. ∆εν πρόκειται πια για το κατέβασµα των αγγλικών µισθών στο επίπεδο των µισθών της ηπειρωτικής Ευρώπης, αλλά για το κατέβασµα στο λίγο-πολύ κοντινό µέλλον των ευρωπαϊκών µισθών στο κινέζικο επίπεδο». ([4])
Αυτή η – καινοφανής για τα σημερινά δεδομένα- σύλληψη του Μαρξ δεν προέκυψε μετά τo… «σκίσιμο του Μνημονίου» και την «αλλαγή της Ευρώπης» από τον Τσίπρα. Ούτε μετά από τα «ουδείς αναμάρτητος» του Σαμαρά στη Μέρκελ.
  Διατυπώθηκε πριν από περίπου ενάμιση αιώνα, το 1867. Στη θέση της τότε «μητρόπολης» του καπιταλισμού, της Αγγλίας, σήμερα είναι τα κέντρα των ιμπεριαλιστών σε Βερολίνο και Νέα Υόρκη, που ακόμα και στους πιο αδυσώπητους μεταξύ τους ανταγωνισμούς, όπως οι σημερινοί για το ποιος ιμπεριαλιστής θα βγει λιγότερο λαβωμένος από την κρίση, δεν ξεχνούν το βασικό: Να είναι ενωμένοι, αδυσώπητοι και άτεγκτοι απέναντι στους μισθωτούς σκλάβους.
«Η τελική αιτία όλων των πραγµατικών κρίσεων παραµένει πάντα η φτώχεια και ο περιορισµός της κατανάλωσης των µαζών…» ([5])
«Εξάλλου, µια και το ποσοστό της αξιοποίησης του συνολικού κεφαλαίου, το ποσοστό του κέρδους, αποτελεί το κίνητρο της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής (…), η πτώση του ποσοστού του κέρδους επιβραδύνει το σχηµατισµό καινούργιων αυτοτελών κεφαλαίων και εµφανίζεται έτσι απειλητική για την ανάπτυξη του κεφαλαιοκρατικού προτσές παραγωγής, προάγει την υπερπαραγωγή, την κερδοσκοπία, τις κρίσεις…» ([6])
Το «λίγο – πολύ κοντινό μέλλον» που προέβλεψε ο Μαρξ, η εποχή που οι ευρωπαϊκοί μισθοί (μαζί και του ελληνικού λαού), στο όνομα της «ανταγωνιστικότητας» των κεφαλαιοκρατών, θα συμπιέζονταν από τους κεφαλαιοκράτες με βάση τα κινέζικα πρότυπα, έφτασε. Οι αναλύσεις του για τον «εφεδρικό στρατό» εργασίας που κατρακυλά στα Τάρταρα της απόγνωσης και της κατάθλιψης είναι όσο ποτέ επίκαιρες.
Ο καπιταλισμός, αυτό το απάνθρωπο σύστημα, μετρά πορεύεται την ανάπτυξή του και την κρίση του με τον ίδιο τρόπο: Στερεί από τους εργαζόμενους τους κόπους τους. Σφετερίζεται για λογαριασμό μιας χούφτας εκμεταλλευτών τον αμύθητο πλούτο που παράγει το αίμα και ο μόχθος του εργάτη.
«Τρία κύρια γεγονότα της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής:
»1) Συγκέντρωση των µέσων παραγωγής σε λίγα χέρια, µε αποτέλεσµα να παύουν να είναι ιδιοκτησία των άµεσων εργατών και µετατρέπονται αντίθετα σε κοινωνικές δυνάµεις της παραγωγής. Αν και στην αρχή σαν ατοµική ιδιοκτησία των κεφαλαιοκρατών. Αυτοί οι τελευταίοι είναι οι επιµελητές (trustees) της αστικής κοινωνίας, τσεπώνουν όµως όλους τους καρπούς αυτής της επιµελητείας (trusteeschaft).
»2) Οργάνωση της ίδιας της εργασίας σαν κοινωνικής εργασίας: µε τη συνεργασία, µε τον καταµερισµό της εργασίας και µε τη σύνδεση της εργασίας µε τις φυσικές επιστήµες.
»Και προς τις δυο πλευρές ο κεφαλαιοκρατικός τρόπος παραγωγής καταργεί την ατοµική ιδιοκτησία και την ατοµική εργασία, αν και µε αντιφάσκουσες µορφές»
3) Δηµιουργία της παγκόσµιας αγοράς.
»Η τεράστια παραγωγική δύναµη, σε σχέση µε τον πληθυσµό, που αναπτύσσεται στα πλαίσια του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής και η αύξηση, αν και όχι στην ίδια αναλογία, των κεφαλαιακών αξιών (όχι µόνο του υλικού τους υπόβαθρου), που αυξάνουν πολύ πιο γρήγορα από τον πληθυσµό, έρχεται σε αντίφαση µε τη βάση, που στενεύει όλο και περισσότερο σε σχέση µε τον αυξανόµενο πλούτο και για την οποία δρα αυτή η τεράστια παραγωγική δύναµη, έρχεται σε αντίφαση και µε τις σχέσεις αξιοποίησης αυτού του ογκούµενου κεφαλαίου. Από δω οι κρίσεις».([7])
Η κρίση του καπιταλισμού, το πιο σταθερό «προϊόν» της λειτουργίας του, όπως τόνιζε ο Μαρξ, έχει φτάσει σε κανιβαλικό παροξυσμό. Κάποιοι δεν έχουν πρόβλημα να αναγνωρίζουν στον Μαρξ αυτό το σκέλος της ανάλυσής του.
  Όμως υπάρχει και συνέχεια: Όπως επιβεβαιώθηκε η οικονομική «προφητεία» του Μαρξ για τη μετατροπή του βίου του εργαζόμενου λαού σε κόλαση – μια κόλαση που στην Ελλάδα τα «καζάνια» της αποκαλούνται Μνημόνια, ξεπουλήματα, «κόφτες», «αξιολογήσεις» – έτσι ακριβώς αναδεικνύεται ως ζήτημα ζωής και θανάτου η αναγκαιότητα για την εκπλήρωση και της πολιτικής του «προφητείας».
Ο «πολιτικός» Μαρξ, ενιαίος και αδιαίρετος με τον «οικονομικό» Μαρξ, ο Μαρξ της ταξικής πάλης, απέδειξε ότι το υπερώριμο αίτημα της ανατροπής του σάπιου κεφαλαιοκρατικού καθεστώτος είναι μια υπαρκτή, μια ρεαλιστική δυνατότητα και προοπτική, εφόσον οι «σκλάβοι» αποφασίσουν να την «περπατήσουν».
Ο 21ος αιώνας, σχεδόν 30  χρόνια από τις ανατροπές που οδήγησαν τον κόσμο σε ένα πρωτοφανές πισωγύρισμα, αποδεικνύεται πολύ νωρίς ότι θα είναι ο αιώνας που θα τεθεί με όρους υπαρξιακούς το πραγματικό δίλημμα:
«Ο Φρίντριχτ Ενγκελς – γράφει η Ρόζα Λούξεμπουργκ – είπε κάποτε:
«Η αστική κοινωνία βρίσκεται μπροστά σε ένα δίλημμα: ή πέρασμα στο σοσιαλισμό ή ξανακατρακύλισμα της ανθρωπότητας στη βαρβαρότητα».
Τι σήμαινε όμως «ξανακατρακύλισμα στη βαρβαρότητα» από το σημερινό επίπεδο του ευρωπαϊκού πολιτισμού;
Μέχρι σήμερα διαβάζουμε, αναμφισβήτητα, τα λόγια αυτά χωρίς να εμβαθύνουμε στο νόημα που κρύβουν και τα παραθέτουμε χωρίς να προαισθανόμαστε την τρομερή βαρύτητά τους.
Σήμερα όμως, αρκεί να ρίξουμε μια ματιά γύρω μας για να καταλάβουμε τι σημαίνει κατρακύλισμα της αστικής κοινωνίας στη βαρβαρότητα».
Όλα αυτά- παρά τις δοξασίες ότι «ο Μαρξ πέθανε» – ο Μαρξ τα περιέγραψε, τα απέδειξε και τα προέβλεψε πολύ πριν σκάσουν οι σύγχρονες καπιταλιστικές «φούσκες». Όχι φυσικά γιατί ήταν «προφήτης». Αλλά γιατί υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους επαναστάτες και διανοητές της ανθρωπότητας.
 «Με την ανάπτυξη του τοκοφόρου κεφαλαίου και του πιστωτικούσυστήµατος φαίνεται σα να διπλασιάζεται όλο το κεφάλαιο και, πού και πού, να τριπλασιάζεται από τον διαφορετικό τρόπο, µε τον οποίο το ίδιο κεφάλαιο ή ακόµα η ίδια µόνο χρεωστική απαίτηση εµφανίζεται σε διάφορα χέρια µε διάφορες µορφές. Το µεγαλύτερο µέρος αυτού του “χρηµατικού κεφαλαίου” είναι καθαρά πλασµατικό».(Καρλ Μαρξ, Το Κεφάλαιο, τόµος Γ, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, σελ. 594)
Δείχνοντας το μέγεθος της συμβολής του Μαρξ στην θεμελίωση του επιστημονικού σοσιαλισμού, ο Ένγκελς – σε μια αξεπέραστη εκδήλωση του δικού του μεγαλείου – τρία χρόνια μετά τον θάνατο του Μαρξ έδινε την οριστική απάντηση στο «γιατί αποκαλείται «μαρξισμός»» μια θεωρία που φέρει και τη δική του ανεξίτηλη σφραγίδα.
Μιλώντας για αυτό το θέμα και δίνοντας με ακρίβεια το περίγραμμα της ιδιαίτερης συνεισφοράς του Μαρξ σε ό,τι αποκαλείται «μαρξισμός», ο Ένγκελς σημείωνε:
«Ας μου επιτραπεί εδώ μια προσωπική διασάφηση. Τελευταία μίλησαν πολλές φορές για τη συμβολή μου σ’ αυτήν τη θεωρία, κι έτσι δεν μπορώ να μην πω εδώ τα λίγα εκείνα λόγια που εξαντλούν το ζήτημα.
Δεν μπορώ ούτε ο ίδιος ν’ αρνηθώ ότι, πριν και στο διάστημα της σαραντάχρονης συνεργασίας μου με το Μαρξ, έχω κι εγώ κάποιο ανεξάρτητο μερτικό στο θεμέλιωμα της θεωρίας, και ιδιαίτερα στην επεξεργασία της.
Όμως το μεγαλύτερο μέρος από τις κατευθυντήριες βασικές ιδέες, ιδιαίτερα στον οικονομικό και ιστορικό τομέα και ειδικά η τελική αυστηρή τους διατύπωση ανήκουν στο Μαρξ. Εκείνο που πρόσφερα εγώ- αν εξαιρέσουμε βέβαια μερικούς ειδικούς κλάδους- μπορούσε βέβαια να τόχε κάνει ο Μαρξ χωρίς εμένα. Ό,τι έδωσε ο Μαρξ, δεν θα τα κατάφερνα εγώ μοναχός.
Ο Μαρξ στεκόταν πιο ψηλά, έβλεπε πιο μακριά, και το βλέμμα του αγκάλιαζε περισσότερα και ταχύτερα απ’ όλους εμάς τους άλλους. Ο Μαρξ ήταν μεγαλοφυΐα, εμείς οι άλλοι το πολύ- πολύ νάμαστε ταλέντα. Χωρίς αυτόν η θεωρία δεν θάταν σήμερα καθόλου αυτή που είναι. Γι’ αυτό δίκαια φέρνει το όνομά του».
(Πηγή: Ο Λουδοβίκος Φόυερμπαχ και το τέλος της κλασικής γερμανικής φιλοσοφίας, «Μαρξ – Ένγκελς Διαλεχτά Έργα», τομ. Β)
Αν υποθέσουμε ότι θα ήταν ποτέ δυνατόν να συμπυκνωθεί η ζωή του Μαρξ σε μια φράση, ίσως η φράση που θα μπορούσε να επιλέξει κανείς για να διαπράξει αυτή την αυθαιρεσία, είναι η τοποθέτηση του ίδιου του Μαρξ, ότι πριν από αυτόν «οι φιλόσοφοι μονάχα εξηγούσαν με διάφορους τρόπους τον κόσμο, το ζήτημα όμως είναι να τον αλλάξουμε».
Όπως λένε ορισμένοι, ακριβώς το σημείο αυτό είναι και το «ευάλωτο σημείο» του Μαρξ. Η «αχίλλειος πτέρνα» του. Διότι, όπως ισχυρίζονται, παρά τις «προβλέψεις» του Μαρξ για την «κατάρρευση του καπιταλισμού», ούτε ο καπιταλισμός κατέρρευσε, ούτε ο κόσμος άλλαξε…
Αυτό το είδος «κριτικής» στον Μαρξ έγινε πολύ της μόδας κατά την διάρκεια της καπιταλιστικής κρίσης μεταξύ των κύκλων εκείνης της «διανόησης» που συνηθίζει να κάνει επίδειξη «γνώσεων» στις ομηγύρεις της πολιτικού αναλφαβητισμού και της «πολύξερης» πνευματικής οκνηρίας. Αυτές οι παρέες πλαισιώνονται φυσικά και από το αντίστοιχο πολιτικό προσωπικό, το οποίο – με αφορµή την καπιταλιστική κρίση – επίσης αναφέρεται στον Μαρξ «διορθώνοντας» τις θέσεις του και χρεώνοντάς του ανεπιβεβαίωτες «προφητείες», τις οποίες – όμως – ο Μαρξ ποτέ δεν έκανε…
Ο ισχυρισμός περί «αυτόματης κατάρρευσης του καπιταλισμού» την οποία υποτίθεται ότι προαναγγέλλει ο Μαρξ, δεν είναι παρά για µια χυδαία καρικατούρα της µαρξιστικής προσέγγισης.
Είναι μια σοφιστεία εναντίον του Μαρξ που στηρίζεται, ως συνήθως, στην εξόχως… αντιµαρξιστική ανάγνωσή του. Στην πραγµατικότητα, ο Μαρξ, µε την ανάλυσή του εκείνο που µεταξύ άλλων περιγράφει και – µε απαράµιλλη επιστηµονική διαύγεια– καταδεικνύει είναι ο εγγενής χαρακτήρας των οικονοµικών κρίσεων του καπιταλισµού.
Όµως, από την κατάδειξη του εγγενούς χαρακτήρα των κρίσεων στον καπιταλισµό – κάτι που έχει επιβεβαιωθεί δεκάδες φορές πριν πεθάνει ο Μαρξ, κι άλλες τόσες αφότου πέθανε – µέχρι την «αυτόµατη κατάρρευση» του καπιταλισµού υπάρχει µια αβυσσαλέα πολιτική και τελικά νοητική απόσταση.
Την οποία ο Μαρξ, εν αντιθέσει µε τους «προικισµένους» επικριτές του, ουδέποτε αγνόησε. Μάλιστα την προέβλεψε. Γι’ αυτό ακριβώς το λόγο, ήδη από τον πρόλογο του «Κεφαλαίου», σηµείωνε ότι το έργο του απευθυνόταν 
«φυσικά (σε) αναγνώστες που θέλουν να µάθουν κάτι το καινούριο και εποµένως να σκεφτούν και οι ίδιοι».
   Σε αντίθεση, λοιπόν, µε όσα ισχυρίζονται για τον Μαρξ όσοι του αποδίδουν µια «χιλιαστική» αντίληψη περί «αυτόµατης κατάρρευσης του καπιταλισµού», είναι ο Μαρξ που (στον Τρίτο τόµο του «Κεφαλαίου») δείχνει όλες τις µορφές για το πώς είναι δυνατό, µέσα από την καπιταλιστική κρίση, να ανατροφοδοτείται το ίδιο το σύστηµα.
Εκεί είναι που καταγράφει το πώς αυτή η δοµική για τον καπιταλισµό ροπή προς την κρίση γεννά – λόγω ακριβώς της κρίσης και µέσα από αυτήν – µια σειρά από αντίρροπες κοινωνικές διεργασίες και οικονοµικές εξελίξεις.
Εξελίξεις που αφενός καταδεικνύουν τη δυνατότητα του συστήµατος να επιβιώνει, αλλά αφετέρου αποδεικνύουν το γιατί είναι κοινωνικά επιβεβληµένο, και µ’ αυτή την έννοια είναι κατορθωτό – ότι υπάρχουν δηλαδή οι υλικές προϋποθέσεις – το σύστηµα αυτό να ανατραπεί.
Ως εκ τούτου, ο Μαρξ δεν έχει καµία ευθύνη για το τι καταλαβαίνουν ορισµένοι από όσα διαβάζουν (αν τα διαβάζουν). Εκείνοι όµως που καταλαβαίνουν όσα διαβάζουν µπορούν να επιβεβαιώσουν ότι:
«(…) τον καπιταλισµό τον χαρακτηρίζει, από τη µια µεριά, η τάση απεριόριστης διεύρυνσης της παραγωγικής κατανάλωσης, απεριόριστης διεύρυνσης της συσσώρευσης και της παραγωγής, και από την άλλη η προλεταριοποίηση των λαϊκών µαζών, που βάζει αρκετά στενά όρια στη διεύρυνση της ατοµικής κατανάλωσης (…).
Είναι αυτονόητο ότι θα ήταν χοντροκοµµένο λάθος αν απ’ αυτή την αντίφαση του καπιταλισµού (ή από τις άλλες αντιφάσεις του) βγάζαµε το συµπέρασµα ότι ο καπιταλισµός δεν µπορεί να υπάρξει (…).
Η αντίθεση αυτή δεν σηµαίνει ότι δεν µπορεί να υπάρχει καπιταλισµός, σηµαίνειόµως ότι είναι ανάγκη να γίνει πέρασµα από τον καπιταλισµό σε µια ανώτερη µορφή (…) η ύπαρξη αντίθεσης ανάµεσα στην κατανάλωση και στην παραγωγή, ανάµεσα στην τάση του καπιταλισµού να αναπτύσσει απεριόριστα τις παραγωγικές δυνάµεις και στον περιορισµό αυτής της τάσης από την προλεταριακή κατάσταση, από την αθλιότητα και την ανεργία του λαού, είναι στην περίπτωση αυτή ολοφάνερη» (Λένιν, Άπαντα, τόµος 4, σελ. 51, 164, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή).
   Ο Μαρξ, επομένως, προσέφερε όλα εκείνα τα εργαλεία της λογικής που µπορούν να µας κάνουν να δούµε πώς ο καπιταλισµός έχει τη δυνατότητα να αναπαράγεται µέσα από την καταστροφική και απάνθρωπη λειτουργία του.
Και, ταυτόχρονα, προσδιόρισε, λόγω ακριβώς αυτής της «κανιβαλικής» φύσης του καπιταλισµού, την ιστορική αναγκαιότητα της ανατροπής αυτού του συστήµατος, η οποία φυσικά δε θα επέλθει σαν απότοκο κάποιου τεχνοκρατικού ντετερµινισµού, αλλά ως αποτέλεσµα της πάλης των τάξεων.
Τα λόγια του Μαρξ ως προς το θέµα αυτό είναι τόσο διαυγή και κατανοητά ακόµα και σε όσους θα ήθελαν να µην… καταλαβαίνουν. Στην επιστολή του Μαρξ προς τον Βαϊντεµάγερ, το Μάρτη του 1852 σηµείωνε:
«Όσο για µένα, δε µου ανήκει η τιµή ούτε ότι εγώ ανακάλυψα την ύπαρξη των τάξεων στη σύγχρονη κοινωνία, ούτε ότι εγώ ανακάλυψα τη µεταξύ τους πάλη.
Πολύ πιο πριν από µένα αστοί ιστορικοί έχουν περιγράψει την ιστορική εξέλιξη αυτής της πάλης των τάξεων και αστοί οικονοµολόγοι έχουν κάνει την οικονοµική ανατοµία των τάξεων. Ό,τι το καινούριο έκανα εγώ ήταν να αποδείξω:
1) Ότι η ύπαρξη των τάξεων συνδέεται απλώς µε ορισµένες ιστορικές φάσεις ανάπτυξης της παραγωγής…,
2) ότι η ταξική πάλη οδηγεί αναγκαστικά στη δικτατορία του προλεταριάτου,
3) ότι η ίδια αυτή δικτατορία δεν αποτελεί παρά τη µετάβαση στην κατάργηση όλων των τάξεων και σε µια αταξική κοινωνία…» (Λένιν, «Κράτος και Επανάσταση», σελ. 42, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή)
Τίποτα αληθέστερο εποµένως από το γεγονός, όπως σηµειώνει ο Λένιν, ότι 
«τη διδασκαλία για την ταξική πάλη δεν τη δηµιούργησε ο Μαρξ, αλλά η αστική τάξη πριν από τον Μαρξ»!
   Από τα προηγούµενα είναι προφανές ότι κάθε άλλο παρά καταλήγουμε στο συμπέρασμα πως «ο καπιταλισμός καταρρέει». Δεν καταλήγουμε καν στην αντίληψη πως – λόγω της κρίσης – ενεργοποιούνται πολιτικά και με έναν τάχα αυτόματο τρόπο, οι κοινωνικές δυνάμεις που θα επιδιώξουν την ανατροπή του.
Μόνο όποιος αντιλαµβάνεται το µαρξισµό ως µια «στεγνή» οικονοµική εξίσωση µε παρονοµαστή το βαθµό της απόλυτης ή σχετικής εξαθλίωσης, µόνο όσοι υποβιβάζουν το µαρξισµό από κοσµοθεωρία της κοινωνικής απελευθέρωσης στο επίπεδο μιας «ηθικοπλαστικής» ανθρωπολογίας, θα το έβλεπαν έτσι.
Αντίθετα, και πέρα από το οικονομικό σκέλος, ο Μαρξ επέμενε σε ζητήματα όπως η διαμόρφωση της συνείδησης, ο χαρακτήρας της ιδεολογίας και φυσικά η πολιτική δράση. Πρόκειται για κοµβικές έννοιες της µαρξιστικής θεωρίας που η εγκατάλειψη και η υποτίµησή τους, στο όνοµα µάλιστα του «αυθεντικού µαρξισµού», συνιστά ουσιαστική στρέβλωση και διαστρέβλωσή του.
Ο καπιταλισμός, συνεπώς, δεν ανατρέπεται αφ’ εαυτού του, δεν καταρρέει από µόνος του. Ουδόλως εξάγεται ιστορικά, επιστηµονικά και εµπειρικά το συµπέρασµα ότι, τάχα, μέσα από τις κρίσεις του ο καπιταλισµός «αυτοκτονεί». Θέση που µερικοί «ευφυείς» προσπαθούν µε περισσή ευήθεια να τη χρεώσουν στο µαρξισµό. Και που νοµίζουν ότι έτσι «περιπαίζουν| τους κοµµουνιστές. Αλλά το µόνο που κατορθώνουν είναι να ξεφωνίζουν τη δική τους αµάθεια.
«Η ιστορία όλων των ως τώρα κοινωνιών είναι η ιστορία ταξικών αγώνων. Ελεύθερος και δούλος, πατρίκιος και πληβείος, βαρόνος και δουλοπάροικος, μάστορας και κάλφας, με μια λέξη, καταπιεστής και καταπιεζόμενος, βρίσκονταν σε ακατάπαυστη αντίθεση μεταξύ τους, έκαναν αδιάκοπο αγώνα, πότε καλυμμένο, πότε ανοιχτό, έναν αγώνα που τελείωνε κάθε φορά με έναν επαναστατικό μετασχηματισμό ολόκληρης της κοινωνίας ή με την από κοινού καταστροφή των τάξεων που αγωνίζονταν» (Το Μανιφέστο του Κοµµουνιστικού Κόµµατος).
Το συµπέρασµα, λοιπόν, δεν είναι ότι ο καπιταλισµός «θα» καταρρεύσει. Ούτε καν ότι «θα» ανατραπεί. Το συµπέρασµα είναι κάπως πιο σύνθετο και συνίσταται στο γεγονός ότι µέσα από αυτές τις καπιταλιστικές κρίσεις – που αποδεικνύεται ότι είναι αδύνατον να αποτραπούν ή να τιθασευτούν προς «όφελος της κοινωνίας» – επιβεβαιώνεται περίτρανα το πολιτικό πρόταγµα των κοµµουνιστών:
Ότι, δηλαδή, ο καπιταλισµός δεν θα ανατραπεί «ντε και καλά», αλλά ότι «πρέπει» να ανατραπεί. Γιατί µόνο εφόσον ανατραπεί θα πάψει να αναπαράγεται µέσα από τις κρίσεις του, δηµιουργώντας νέες ερήµους φτώχειας και δυστυχίας στους λαούς. Και είναι μέσα ακριβώς από αυτό το «πρέπει» που, τελικά, γεννιέται η δυνατότητα της ανατροπής του, µε προοπτική µια κοινωνία χωρίς εκµετάλλευση και χωρίς τάξεις.
Είναι, τελικά, αυτό το αδήριτο «πρέπει» που καταδεικνύει την αναγκαιότητα αλλά και την δυνατότητα οικοδόμησης μιας κοινωνίας χωρίς εκμετάλλευση και χωρίς τάξεις. Και είναι, τελικά, αυτό το αδήριτο «πρέπει» που καταδεικνύει το «Γιατί ο Μαρξ είχε δίκιο» (Terry Eagleton, εκδόσεις «Πατάκη»).
Η μεγαλοφυΐα του Μαρξ δεν βρίσκεται μόνο στο ότι «είδε» τη δυνατότητα αυτής της «άλλης» κοινωνίας, αλλά και ότι την θεμελίωσε επιστημονικά. Μια κοινωνία που η σηµερινή ασύλληπτη ανάπτυξη της τεχνολογίας και της επιστήµης την κάνει περισσότερο «ορατή» από ποτέ, όπως µεγαλοφυώς το είχε περιγράψει ο Αριστοτέλης:
«Αν κάθε όργανο», έλεγε, «µπορούσε να κάνει τη δουλειά του, διατασσόµενο ή προαισθανόµενο από µόνο του όπως λέγεται για τα αγάλµατα του ∆αιδάλου ή τους τρίποδες του Ηφαίστου
(…) αν λοιπόν οι σαΐτες ύφαιναν µόνες τους και τα πλήκτρα έκρουαν µόνα τους τις χορδές της κιθάρας, τότε ούτε οι αρχιτεχνίτες θα είχαν ανάγκη από βοηθούς ούτε οι αφέντες από δούλους» (Αριστοτέλης, Πολιτικά I).
Αυτό δηλαδή που ισχυρίζεται ο Μαρξ, και το οποίο επιβεβαιώνεται µέσα από τις διαρκείς καπιταλιστικές κρίσεις, είναι ότι τελικά µόνο σε αυτή την «άλλη κοινωνία», στην κοµµουνιστική κοινωνία, υπάρχει η ελπίδα της απελευθέρωσης από τον καταναγκασµό.
Στην κοινωνία όπου
«η ελεύθερη ανάπτυξη του καθενός (θα) είναι η προϋπόθεση για την ελεύθερη ανάπτυξη όλων» (Μαρξ – Ένγκελς, Το Μανιφέστο του Κοµµουνιστικού Κόµµατος, σελ. 48, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή).
Σε µια τέτοια κοινωνία
«το αληθινό βασίλειο της ελευθερίας αρχίζει εκεί που σταµατά η αναγκαιότητα, εκεί που η εργασία δεν µετατρέπεται σε εµπόρευµα, αλλά αποτελεί αυτοσκοπό και µέσο για να εκφράσει ο άνθρωπος τις πλούσιες δηµιουργικές του ικανότητες.
Όταν η αναγκαστική εργασία αντικατασταθεί από τη δηµιουργική εργασία, όταν η ελευθερία του ενός ατόµου γίνει όρος και προϋπόθεση για την ελευθερία των άλλων ατόµων, τότε, µέσα στο κλίµα της γενικής ελευθερίας, που είναι η ουσία της ανθρώπινης φύσης, θα κάνει την εµφάνισή του ο καινούριος τύπος του ολοκληρωµένου ανθρώπου»
(Από το «Νεανικά δοκίµια», Καρλ Μαρξ, Οικονοµικά και Φιλοσοφικά Χειρόγραφα, σελ. 3, εκδόσεις Γλάρος).
Πώς, όμως, θα γίνει αυτό; Πώς ο ξεπερασµένος ιστορικά καπιταλισµός της κοινωνικής οπισθοδρόµησης, της κρίσης και της παρακµής, θα σταθεί δυνατό να ξεπεραστεί και πολιτικά, αφού ακριβώς αυτό είναι το ζήτηµα της πολιτικής πάλης στην οποία αφιέρωσε τη ζωή του και τη σκέψη του ο Μαρξ;
Όχι, φυσικά, µε την προσµονή ότι ο καπιταλισμός θα «παραιτηθεί» ή ότι θα «αποχωρήσει» οικειοθελώς. Αλλά με την ταξική πάλη. Που ανώτερη μορφή της είναι ο πολιτικός αγώνας. Και που οι καταπιεσμένοι, για να έχουν την δυνατότητα να υπερισχύσουν των καταπιεστών τους σε αυτόν τον πολιτικό αγώνα, έχουν ένα και μόνο δρόμο, τον οποίο ο Μαρξ ανέλυε ήδη από το «Κομμουνιστικό Μανιφέστο»: Να τον διεξάγουν, σχεδιασμένα και οργανωμένα, μέσα από το δικό τους κόμμα. Τόσο… «απλά».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

«Πολιτική θεολογία και Συνταγματική ηθική»

Η «πολιτική θεολογία» είναι μια διαδεδομένη αλλά αμφίσημη έννοια που χρησιμοποιείται με διαφορετικό περιεχόμενο αφενός σε θύραθεν συμφραζόμε...