1881. Η Θεσσαλία απελευθερώθηκε από την οθωμανική αυτοκρατορία και ενσωματώθηκε στο ελληνικό κράτος. Από τις πρώτες κιόλας δεκαετίες ο Βόλος αναδείχθηκε σε ένα σημαντικό εμπορικό κέντρο. Μέχρι τότε οι κάτοικοι της Θεσσαλίας ζούσαν με τα δικά τους προϊόντα. Όμως, σιγά σιγά το εμπόριο αναπτύχθηκε και άρχισαν οι πρώτες εισαγωγές προϊόντων όπως ο καφές, η ζάχαρη και τα αλκοολούχα ποτά. Σχεδόν αμέσως ξεκίνησαν οι εργασίες για την κατασκευή σιδηροδρομικών γραμμών που θα ένωναν τον Βόλο με τα χωριά του Πηλίου και άλλες θεσσαλικές περιοχές, ώστε να μπορούν να μεταφέρονταν εύκολα τα προϊόντα του θεσσαλικού κάμπου που ήταν κυρίως δημητριακά. Στο λιμάνι του Βόλου το 1899 (αρχείο ΔΗΚΙ) Παράλληλα, έγιναν εργασίες για την κατασκευή του λιμανιού. Ο Βόλος μπορούσε πλέον να προσελκύει
μεγάλα πλοία και να «επικοινωνεί» με χώρες του εξωτερικού και άλλες πόλεις του εσωτερικού. Το λιμάνι του Βόλου κατά τη πρώτη δεκαετία του 20ου αιώνα αναδείχθηκε στο δεύτερο σημαντικότερο μετά τον Πειραιά. Από το Βόλο τα προϊόντα ταξίδευαν σε όλο τον κόσμο. Γίνονταν εξαγωγές δημητριακών και καπνού σε φύλλα,που παράγονταν στον Αλμυρό, τα οποία μεταφέρονταν στην Αίγυπτο και από κει στα καπνεργοστάσια της Αγγλίας και της Γερμανίας. Εξήγαγαν επίσης, χρώμιο στις ΗΠΑ και στην Αγγλία και άροτρα στην Τουρκία. Οι πρώτες βιομηχανίες του Βόλου Εργάτρια στο εργοστάσιο Σταματοπούλου (αρχείο Ζημέρη,. Δ.Η.Κ.Ι) Μόλις η περιοχή ελευθερώθηκε άρχισαν οι επενδύσεις στον κλάδο της μεταποίησης στον Βόλο. Μέχρι τότε οι κάτοικοι αγνοούσαν την μεταποιητική διαδικασία. Δεν υπήρχαν ορυχεία και εργοστάσια. Δεν υπήρχαν ειδικευμένοι εργάτες ούτε η απαραίτητη τεχνολογία και τεχνογνωσία. Όλα όμως άλλαξαν ραγδαία. Οι πρώτες μεταποιητικές επιχειρήσεις είχαν οικογενειακό χαρακτήρα. Στόχευαν περισσότερο στην κάλυψη των τοπικών αναγκών και χρηματοδοτούνταν από τους ιδιοκτήτες τους. Σιγά σιγά όμως άρχισαν να αναπτύσσονται οι κλάδοι των τροφίμων, της βυρσοδεψίας, της υφαντουργίας και της σιδηρουργίας για τη δημιουργία μηχανημάτων που θα κάλυπταν τις ανάγκες του θεσσαλικού κάμπου. Το 1883 ιδρύθηκε το πρώτο εργοστάσιο της πόλης. Ήταν το σιδηρουργείο του Μελέτη Σταματόπουλου. Είχε δουλέψει για μεγάλο διάστημα στα μεταλλεία του Λαυρίου και έτσι είχε την τεχνογνωσία που χρειαζόταν. Οι μηχανές του ήταν ατμοκίνητες και είχε 40 εργαζομένους. Αναλάμβανε εργολαβίες τεχνικών έργων και κατασκεύαζε ή επισκεύαζε προϊόντα από μέταλλο. Συμμετείχε στις εργασίες για τη κατασκευή των σιδηροδρομικών γραμμών. Ο Σταματόπουλος ήταν ο άνθρωπος που επινόησε το άροτρο της Θεσσαλίας, το οποίο κατασκευάστηκε με βάση τις ανάγκες του εδάφους. Εισήγαγε για πρώτη φορά την αλωνιστική μηχανή στον θεσσαλικό κάμπο, κάτι που σόκαρε τους αγρότες, καθώς δεν γνώριζαν πώς να την χρησιμοποιήσουν. Πολλοί την αποκαλούσαν «την κατάρα του Θεού». Ο Βενιζέλος σε επίσκεψη στο εργοστάσιο Σταματοπούλου τον Μάιο του 1931 (αρχείο Ζημέρη, Δ.Η.Κ.Ι) Το 1896 ιδρύθηκε και το μηχανουργείο «Η σφύρα» των Γκλαβάνη- Καζάζη. Ο Κωστής Γκλαβάνης προερχόταν από το Πήλιο. Είχε αναπτύξει εμπορικές δραστηριότητες στη Σμύρνη και την Οδησσό και έβαλε τα χρήματα. Ο Μιχάλης Καζάζης είχε εργαστεί σε σιδηροβιομηχανίες της Αμερικής και της Αγγλίας, αλλά και στο Λαύριο και έτσι είχε τις απαραίτητες γνώσεις. Έτσι, το εργοστάσιό τους είχε χτιστεί με ευρωπαϊκές προδιαγραφές. Στις αρχές του 20ου αιώνα χτίστηκαν και δυο υφαντουργεία του Γεωργίου Παπαγεωργίου και το «Λεβιάθαν» των Μπουρτζούκου, Λέβη και Σιγάρα. Ήταν δυο από τις μεγαλύτερες βιομηχανίες της πόλης. Χτίστηκε επίσης και εργοστάσιο φωτοαερίου, καθώς μέχρι τότε η πόλη φωτιζόταν από φανάρια πετρελαίου. Το 1915 στον Βόλο λειτουργούσαν δυο αλευρόμυλοι, δυο υφαντουργεία, ένα βερνικοποιείο, το εργοστάσιο φωταερίου, τρία βυρσοδεψία, δυο εργοστάσια ζυμαρικών, πέντε μηχανουργεία, τέσσερα υφαντήρια, ένα παγοποιείο και δυο χαλβαδοποιεία. Μέσα σε λίγα χρόνια η πόλη είχε μια εκπληκτική ανάπτυξη. Διαφημιστικό του εργοστασίου Γκλαβάνη (αρχείο Ζημέρη, Δ.Η.Κ.Ι) Όμως, ο Α΄Παγκόσμιος πόλεμος και η παγκόσμια κρίση προκάλεσε προβλήματα στο εμπόριο του Βόλου. Ένα από αυτά ήταν ότι οι δασμοί στα εισαγόμενα προϊόντα αυξήθηκαν ραγδαία. Παράλληλα, άρχισε να λειτουργεί η σιδηροδρομική γραμμή Πειραιά- Λάρισα και έτσι οι θεσσαλικές πόλεις επικοινωνούσαν κατευθείαν με την Αθήνα χωρίς να χρειάζεται να μεταφέρουν τα προϊόντα τους στον Βόλο. Η περιοχή έχασε την εμπορική της δύναμη. Τότε οι κάτοικοι του Βόλου στράφηκαν στη βιομηχανία και στην ανάπτυξη του δευτερογενή τομέα. Ιδρύθηκαν πολλές νέες βιομηχανίες και εκσυγχρονίστηκαν οι παλιές. Τα τρόφιμα, τα μέταλλα και το ύφασμα ήταν οι κύριοι κλάδοι που αναπτύχθηκαν. Το 1920 λειτουργούσαν 49 μεταποιητικές επιχειρήσεις. Το 1930 είχαν αυξηθεί στις 984, που απασχολούσαν συνολικά 5.943 εργαζομένους. Αυτό βέβαια δεν σήμαινε και ποιοτική ανάπτυξη, καθώς οι περισσότερες από αυτές ήταν επιχειρήσεις τοπικής εμβέλειας με περιορισμένα κεφάλαια και παλιό εξοπλισμό. Οι 373 επιχειρήσεις είχαν μόνο έναν εργαζόμενο, συνήθως τον ιδιοκτήτη. Το εργατικό δυναμικό αποτελούνταν κυρίως από κατοίκους του Πηλίου, ενώ το 1922 ενισχύθηκε με τους πρόσφυγες που εγκαταστάθηκαν στην περιοχή μετά την Μικρασιατική Καταστροφή. Στην πόλη εκτιμάται ότι έφτασαν συνολικά 13.000 πρόσφυγες. Εκτός από εργατική δύναμη, υπήρχαν και πρόσφυγες που ίδρυσαν επιχειρήσεις. Ανάμεσα σε αυτούς ήταν οι αδερφοί Ετμεκτζόγλου που ίδρυσαν αναπηνιστήριο κουκουλιών, δηλαδή μεταξουργείο. (αρχείο οικογένειας Ετμεκτζόγλου) Το τέλος της «χρυσής εποχής» Το λιμάνι του Βόλου μετά τους βομβαρδισμούς του Β Παγκοσμίου Πολέμου (αρχείο Ζημέρη, Δ.Η.Κ.Ι) Η παγκόσμια οικονομική κρίση του 1929 επηρέασε και την ανάπτυξη του Βόλου. Οι μικρές επιχειρήσεις δεν μπορούσαν να ανταγωνιστούν τις μεγαλύτερες της Αθήνας. Υπήρχε έλλειψη πρώτων υλών και υψηλό κόστος μεταφοράς των προϊόντων. Έτσι, πολλές επιχειρήσεις έβαλαν λουκέτο και άλλες άρχισαν να υπολειτουργούν. Οι μεγάλες επιχειρήσεις για να επιβιώσουν ζήτησαν δάνεια. Έφτιαξαν υποκαταστήματα στην Αθήνα και τον Πειραιά. Το 1939 με την κήρυξη του Β Παγκοσμίου Πολέμου η βιομηχανία του Βόλου δέχτηκε το μεγαλύτερο χτύπημα. Οι τιμές των πρώτων υλών στη διεθνή αγορά αυξήθηκαν, ενώ η τιμή πώλησης των προϊόντων έμεινε σταθερή. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα πολλές φορές τα προϊόντα τους να δίνονται σε τιμές κάτω του κόστους τους. Ο Β Παγκόσμιος Πόλεμος έφερε επιτάξεις αυτοκινήτων, τροφίμων, πρώτων υλών και υφασμάτων. Οι γερμανικές δυνάμεις κατέλαβαν ολόκληρες βιομηχανικές μονάδες. Ακόμη και εκείνες που γλίτωσαν από τους κατακτητές υπολειτουργούσαν. Είχαν έλλειψη πρώτων υλών και εργατικού δυναμικού. Οι περισσότεροι είχαν επιστρατευτεί. Οι σιδηρόδρομοι και το λιμάνι δέχτηκαν μεγάλες καταστροφές. Μεταπολεμικά για να λειτουργήσουν ξανά οι επιχειρήσεις χρειαζόταν μεγάλη χρηματοδότηση. Δημοσίευμα στο περιοδικό Επιθεώρησις 1956 Μετά τον πόλεμο μεγάλες βιομηχανίες, ανάμεσα σε αυτές και του Σταματόπουλου και του Γκλαβάνη ανέστειλαν τη λειτουργία τους. Για να λειτουργήσουν κανονικά χρειάζονταν μεγάλη χρηματοδότηση αξίας 400 εκατομμυρίων δραχμών. Το 60% των εργαζομένων είχε μείνει ανενεργό. Παρόλο που συνέχιζαν να υπάρχουν μικροεπιχειρήσεις, το μεγάλο πλήγμα είχαν δεχτεί οι μεγάλες προπολεμικές επιχειρήσεις. Σύμφωνα με την διευθύντρια του Δημοτικού Κέντρου Ιστορίας και Τεκμηρίωσης Βόλου, Αίγλη Δημόγλου και το βιβλίο της «Η βιομηχανία στον νομό Μαγνησίας. Από τον 19ο αιώνα στον 21ο αιώνα», την περίοδο του 1954-1955 έκλεισαν: τα υφαντουργεία Παπαγεωργίου και Μουρτζούκου απολύοντας 3.000 εργαζομένους, η σιδηροβιομηχανία Γκλαβάνη απολύοντας 700 σιδηρουργούς. Η σιδηρουργία Σταματοπούλου απέλυσε 200 εργάτες και η καπνοβιομηχανία Ματσάγγου 300. Περίπου 5.000 εργαζόμενοι, που αποτελούσαν το 1/3 του εργατικού δυναμικού έχασαν την εργασία τους. Το 1955 η βιομηχανία του Βόλου δέχτηκε και άλλο χτύπημα. Οι σεισμοί προκάλεσαν μεγάλες υλικές καταστροφές. Η ανοικοδόμηση τους έδωσε δουλειά σε χιλιάδες εργάτες, όμως σπατάλησε και τα κεφάλαια των ιδιοκτητών. Εργαζόμενοι στο εργοστάσιο της ΕΨΑ που ιδρύθηκε το 1924 και συνεχίζει να λειτουργεί (αρχείο Ζημέρη, Δ.Η.Κ.Ι) Το 1960 οι βιομηχανίες του Βόλου μειώθηκαν στις 54 από τις 67 που υπήρχαν προπολεμικά. Πλέον ελάχιστες απασχολούσαν περισσότερους από 10 εργάτες. Πέντε χρόνια αργότερα, ψηφίστηκε νόμος για την ίδρυση βιομηχανικών περιοχών στο Βόλο, γεγονός που έφερε στην πόλη κεφαλαιούχους άλλων περιοχών. Η οικονομία γνώρισε ανάκαμψη και οι βιομηχανίες αυξήθηκαν στις 96. Απασχολούσαν συνολικά 6.812 εργαζόμενους. Όμως, οι υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης δεν συνοδεύτηκαν με εξέλιξη της τεχνολογίας και της τεχνογνωσίας των εργαζομένων. Παρόλο που γνώρισαν μεγάλη άνοδο, ξαφνικά αντιμετώπισαν μεγάλη κρίση, καθώς δεν μπορούσαν να ανταποκριθούν στις ανάγκες της αγοράς και πέρασαν στη φάση της αποβιομηχάνισης. Η αξιοποίηση των παλαιών βιομηχανικών κτιρίων Κατά τη δεκαετία του 80 ο δήμος και διάφοροι σημαντικοί φορείς του Βόλου αποφάσισαν να ξεκινήσουν ενέργειες για τη διάσωση της βιομηχανικής κληρονομιάς. Τα κτίρια του Μηχανουργείου Παπαρήγα στέγασαν αρχικά τις Σχολές Γεωπόνων, Μηχανολόγων, Πολιτικών Μηχανικών και Χωροταξίας και σήμερα το Τμήμα Αρχιτεκτόνων. Οι Καπναποθήκες Παπαστράτου έγιναν η έδρα της Πρυτανείας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας. Οι Καπναποθήκες Ματσάγγου στεγάζουν από το 2000 την Γεωπονική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας. Στις αποθήκες καπνού Σπήρερ γίνονται οι δραστηριότητες δημοτικών επιχειρήσεων και οργανισμών όπως το Κέντρο Ιστορίας και Τεκμηρίωσης. Το Πλινθοκεραμοποιείο Τσαλαπάτα μετατράπηκε σε ιστορικό βιομηχανικό μουσείο. Τα Βαμβακουργεία Αδαμόπουλου έγιναν Αθλητικό Κέντρο. Η Ηλεκτρική Εταιρία μετατράπηκε σε Κέντρο Μουσικού Θεάτρου. Σήμερα συνεχίζουν να λειτουργούν κάποιες βιομηχανίες, όπως το εργοστάσιο παραγωγής τσιμέντου «Όλυμπος» που συγχωνεύτηκε με την ΑΓΕΤ «Ηρακλής» το 1929, το εμφιαλωτήριο της ΕΨΑ που ιδρύθηκε το 1924, η Χαλυβουργία Ελλάδος και το εργοστάσιο της εταιρίας ΕΥΡΗΚΑ με τα απορρυπαντικά. Όμως, η αίγλη του οικονομικού και βιομηχανικού κέντρου του Βόλου είναι πλέον παρελθόν αλλά και ζητούμενο....
https://www.mixanitouxronou.gr/i-istoria-tis-quot-chrysis-quot-viomichanias-toy-voloy-oi-oikogeneiakes-epicheiriseis-poy-metetrepsan-tin-poli-se-oikonomiko-kentro-me-exagoges-akomi-kai-stis-ipa-ti-itan-i-quot-katara-toy-theoy-quot/
μεγάλα πλοία και να «επικοινωνεί» με χώρες του εξωτερικού και άλλες πόλεις του εσωτερικού. Το λιμάνι του Βόλου κατά τη πρώτη δεκαετία του 20ου αιώνα αναδείχθηκε στο δεύτερο σημαντικότερο μετά τον Πειραιά. Από το Βόλο τα προϊόντα ταξίδευαν σε όλο τον κόσμο. Γίνονταν εξαγωγές δημητριακών και καπνού σε φύλλα,που παράγονταν στον Αλμυρό, τα οποία μεταφέρονταν στην Αίγυπτο και από κει στα καπνεργοστάσια της Αγγλίας και της Γερμανίας. Εξήγαγαν επίσης, χρώμιο στις ΗΠΑ και στην Αγγλία και άροτρα στην Τουρκία. Οι πρώτες βιομηχανίες του Βόλου Εργάτρια στο εργοστάσιο Σταματοπούλου (αρχείο Ζημέρη,. Δ.Η.Κ.Ι) Μόλις η περιοχή ελευθερώθηκε άρχισαν οι επενδύσεις στον κλάδο της μεταποίησης στον Βόλο. Μέχρι τότε οι κάτοικοι αγνοούσαν την μεταποιητική διαδικασία. Δεν υπήρχαν ορυχεία και εργοστάσια. Δεν υπήρχαν ειδικευμένοι εργάτες ούτε η απαραίτητη τεχνολογία και τεχνογνωσία. Όλα όμως άλλαξαν ραγδαία. Οι πρώτες μεταποιητικές επιχειρήσεις είχαν οικογενειακό χαρακτήρα. Στόχευαν περισσότερο στην κάλυψη των τοπικών αναγκών και χρηματοδοτούνταν από τους ιδιοκτήτες τους. Σιγά σιγά όμως άρχισαν να αναπτύσσονται οι κλάδοι των τροφίμων, της βυρσοδεψίας, της υφαντουργίας και της σιδηρουργίας για τη δημιουργία μηχανημάτων που θα κάλυπταν τις ανάγκες του θεσσαλικού κάμπου. Το 1883 ιδρύθηκε το πρώτο εργοστάσιο της πόλης. Ήταν το σιδηρουργείο του Μελέτη Σταματόπουλου. Είχε δουλέψει για μεγάλο διάστημα στα μεταλλεία του Λαυρίου και έτσι είχε την τεχνογνωσία που χρειαζόταν. Οι μηχανές του ήταν ατμοκίνητες και είχε 40 εργαζομένους. Αναλάμβανε εργολαβίες τεχνικών έργων και κατασκεύαζε ή επισκεύαζε προϊόντα από μέταλλο. Συμμετείχε στις εργασίες για τη κατασκευή των σιδηροδρομικών γραμμών. Ο Σταματόπουλος ήταν ο άνθρωπος που επινόησε το άροτρο της Θεσσαλίας, το οποίο κατασκευάστηκε με βάση τις ανάγκες του εδάφους. Εισήγαγε για πρώτη φορά την αλωνιστική μηχανή στον θεσσαλικό κάμπο, κάτι που σόκαρε τους αγρότες, καθώς δεν γνώριζαν πώς να την χρησιμοποιήσουν. Πολλοί την αποκαλούσαν «την κατάρα του Θεού». Ο Βενιζέλος σε επίσκεψη στο εργοστάσιο Σταματοπούλου τον Μάιο του 1931 (αρχείο Ζημέρη, Δ.Η.Κ.Ι) Το 1896 ιδρύθηκε και το μηχανουργείο «Η σφύρα» των Γκλαβάνη- Καζάζη. Ο Κωστής Γκλαβάνης προερχόταν από το Πήλιο. Είχε αναπτύξει εμπορικές δραστηριότητες στη Σμύρνη και την Οδησσό και έβαλε τα χρήματα. Ο Μιχάλης Καζάζης είχε εργαστεί σε σιδηροβιομηχανίες της Αμερικής και της Αγγλίας, αλλά και στο Λαύριο και έτσι είχε τις απαραίτητες γνώσεις. Έτσι, το εργοστάσιό τους είχε χτιστεί με ευρωπαϊκές προδιαγραφές. Στις αρχές του 20ου αιώνα χτίστηκαν και δυο υφαντουργεία του Γεωργίου Παπαγεωργίου και το «Λεβιάθαν» των Μπουρτζούκου, Λέβη και Σιγάρα. Ήταν δυο από τις μεγαλύτερες βιομηχανίες της πόλης. Χτίστηκε επίσης και εργοστάσιο φωτοαερίου, καθώς μέχρι τότε η πόλη φωτιζόταν από φανάρια πετρελαίου. Το 1915 στον Βόλο λειτουργούσαν δυο αλευρόμυλοι, δυο υφαντουργεία, ένα βερνικοποιείο, το εργοστάσιο φωταερίου, τρία βυρσοδεψία, δυο εργοστάσια ζυμαρικών, πέντε μηχανουργεία, τέσσερα υφαντήρια, ένα παγοποιείο και δυο χαλβαδοποιεία. Μέσα σε λίγα χρόνια η πόλη είχε μια εκπληκτική ανάπτυξη. Διαφημιστικό του εργοστασίου Γκλαβάνη (αρχείο Ζημέρη, Δ.Η.Κ.Ι) Όμως, ο Α΄Παγκόσμιος πόλεμος και η παγκόσμια κρίση προκάλεσε προβλήματα στο εμπόριο του Βόλου. Ένα από αυτά ήταν ότι οι δασμοί στα εισαγόμενα προϊόντα αυξήθηκαν ραγδαία. Παράλληλα, άρχισε να λειτουργεί η σιδηροδρομική γραμμή Πειραιά- Λάρισα και έτσι οι θεσσαλικές πόλεις επικοινωνούσαν κατευθείαν με την Αθήνα χωρίς να χρειάζεται να μεταφέρουν τα προϊόντα τους στον Βόλο. Η περιοχή έχασε την εμπορική της δύναμη. Τότε οι κάτοικοι του Βόλου στράφηκαν στη βιομηχανία και στην ανάπτυξη του δευτερογενή τομέα. Ιδρύθηκαν πολλές νέες βιομηχανίες και εκσυγχρονίστηκαν οι παλιές. Τα τρόφιμα, τα μέταλλα και το ύφασμα ήταν οι κύριοι κλάδοι που αναπτύχθηκαν. Το 1920 λειτουργούσαν 49 μεταποιητικές επιχειρήσεις. Το 1930 είχαν αυξηθεί στις 984, που απασχολούσαν συνολικά 5.943 εργαζομένους. Αυτό βέβαια δεν σήμαινε και ποιοτική ανάπτυξη, καθώς οι περισσότερες από αυτές ήταν επιχειρήσεις τοπικής εμβέλειας με περιορισμένα κεφάλαια και παλιό εξοπλισμό. Οι 373 επιχειρήσεις είχαν μόνο έναν εργαζόμενο, συνήθως τον ιδιοκτήτη. Το εργατικό δυναμικό αποτελούνταν κυρίως από κατοίκους του Πηλίου, ενώ το 1922 ενισχύθηκε με τους πρόσφυγες που εγκαταστάθηκαν στην περιοχή μετά την Μικρασιατική Καταστροφή. Στην πόλη εκτιμάται ότι έφτασαν συνολικά 13.000 πρόσφυγες. Εκτός από εργατική δύναμη, υπήρχαν και πρόσφυγες που ίδρυσαν επιχειρήσεις. Ανάμεσα σε αυτούς ήταν οι αδερφοί Ετμεκτζόγλου που ίδρυσαν αναπηνιστήριο κουκουλιών, δηλαδή μεταξουργείο. (αρχείο οικογένειας Ετμεκτζόγλου) Το τέλος της «χρυσής εποχής» Το λιμάνι του Βόλου μετά τους βομβαρδισμούς του Β Παγκοσμίου Πολέμου (αρχείο Ζημέρη, Δ.Η.Κ.Ι) Η παγκόσμια οικονομική κρίση του 1929 επηρέασε και την ανάπτυξη του Βόλου. Οι μικρές επιχειρήσεις δεν μπορούσαν να ανταγωνιστούν τις μεγαλύτερες της Αθήνας. Υπήρχε έλλειψη πρώτων υλών και υψηλό κόστος μεταφοράς των προϊόντων. Έτσι, πολλές επιχειρήσεις έβαλαν λουκέτο και άλλες άρχισαν να υπολειτουργούν. Οι μεγάλες επιχειρήσεις για να επιβιώσουν ζήτησαν δάνεια. Έφτιαξαν υποκαταστήματα στην Αθήνα και τον Πειραιά. Το 1939 με την κήρυξη του Β Παγκοσμίου Πολέμου η βιομηχανία του Βόλου δέχτηκε το μεγαλύτερο χτύπημα. Οι τιμές των πρώτων υλών στη διεθνή αγορά αυξήθηκαν, ενώ η τιμή πώλησης των προϊόντων έμεινε σταθερή. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα πολλές φορές τα προϊόντα τους να δίνονται σε τιμές κάτω του κόστους τους. Ο Β Παγκόσμιος Πόλεμος έφερε επιτάξεις αυτοκινήτων, τροφίμων, πρώτων υλών και υφασμάτων. Οι γερμανικές δυνάμεις κατέλαβαν ολόκληρες βιομηχανικές μονάδες. Ακόμη και εκείνες που γλίτωσαν από τους κατακτητές υπολειτουργούσαν. Είχαν έλλειψη πρώτων υλών και εργατικού δυναμικού. Οι περισσότεροι είχαν επιστρατευτεί. Οι σιδηρόδρομοι και το λιμάνι δέχτηκαν μεγάλες καταστροφές. Μεταπολεμικά για να λειτουργήσουν ξανά οι επιχειρήσεις χρειαζόταν μεγάλη χρηματοδότηση. Δημοσίευμα στο περιοδικό Επιθεώρησις 1956 Μετά τον πόλεμο μεγάλες βιομηχανίες, ανάμεσα σε αυτές και του Σταματόπουλου και του Γκλαβάνη ανέστειλαν τη λειτουργία τους. Για να λειτουργήσουν κανονικά χρειάζονταν μεγάλη χρηματοδότηση αξίας 400 εκατομμυρίων δραχμών. Το 60% των εργαζομένων είχε μείνει ανενεργό. Παρόλο που συνέχιζαν να υπάρχουν μικροεπιχειρήσεις, το μεγάλο πλήγμα είχαν δεχτεί οι μεγάλες προπολεμικές επιχειρήσεις. Σύμφωνα με την διευθύντρια του Δημοτικού Κέντρου Ιστορίας και Τεκμηρίωσης Βόλου, Αίγλη Δημόγλου και το βιβλίο της «Η βιομηχανία στον νομό Μαγνησίας. Από τον 19ο αιώνα στον 21ο αιώνα», την περίοδο του 1954-1955 έκλεισαν: τα υφαντουργεία Παπαγεωργίου και Μουρτζούκου απολύοντας 3.000 εργαζομένους, η σιδηροβιομηχανία Γκλαβάνη απολύοντας 700 σιδηρουργούς. Η σιδηρουργία Σταματοπούλου απέλυσε 200 εργάτες και η καπνοβιομηχανία Ματσάγγου 300. Περίπου 5.000 εργαζόμενοι, που αποτελούσαν το 1/3 του εργατικού δυναμικού έχασαν την εργασία τους. Το 1955 η βιομηχανία του Βόλου δέχτηκε και άλλο χτύπημα. Οι σεισμοί προκάλεσαν μεγάλες υλικές καταστροφές. Η ανοικοδόμηση τους έδωσε δουλειά σε χιλιάδες εργάτες, όμως σπατάλησε και τα κεφάλαια των ιδιοκτητών. Εργαζόμενοι στο εργοστάσιο της ΕΨΑ που ιδρύθηκε το 1924 και συνεχίζει να λειτουργεί (αρχείο Ζημέρη, Δ.Η.Κ.Ι) Το 1960 οι βιομηχανίες του Βόλου μειώθηκαν στις 54 από τις 67 που υπήρχαν προπολεμικά. Πλέον ελάχιστες απασχολούσαν περισσότερους από 10 εργάτες. Πέντε χρόνια αργότερα, ψηφίστηκε νόμος για την ίδρυση βιομηχανικών περιοχών στο Βόλο, γεγονός που έφερε στην πόλη κεφαλαιούχους άλλων περιοχών. Η οικονομία γνώρισε ανάκαμψη και οι βιομηχανίες αυξήθηκαν στις 96. Απασχολούσαν συνολικά 6.812 εργαζόμενους. Όμως, οι υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης δεν συνοδεύτηκαν με εξέλιξη της τεχνολογίας και της τεχνογνωσίας των εργαζομένων. Παρόλο που γνώρισαν μεγάλη άνοδο, ξαφνικά αντιμετώπισαν μεγάλη κρίση, καθώς δεν μπορούσαν να ανταποκριθούν στις ανάγκες της αγοράς και πέρασαν στη φάση της αποβιομηχάνισης. Η αξιοποίηση των παλαιών βιομηχανικών κτιρίων Κατά τη δεκαετία του 80 ο δήμος και διάφοροι σημαντικοί φορείς του Βόλου αποφάσισαν να ξεκινήσουν ενέργειες για τη διάσωση της βιομηχανικής κληρονομιάς. Τα κτίρια του Μηχανουργείου Παπαρήγα στέγασαν αρχικά τις Σχολές Γεωπόνων, Μηχανολόγων, Πολιτικών Μηχανικών και Χωροταξίας και σήμερα το Τμήμα Αρχιτεκτόνων. Οι Καπναποθήκες Παπαστράτου έγιναν η έδρα της Πρυτανείας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας. Οι Καπναποθήκες Ματσάγγου στεγάζουν από το 2000 την Γεωπονική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας. Στις αποθήκες καπνού Σπήρερ γίνονται οι δραστηριότητες δημοτικών επιχειρήσεων και οργανισμών όπως το Κέντρο Ιστορίας και Τεκμηρίωσης. Το Πλινθοκεραμοποιείο Τσαλαπάτα μετατράπηκε σε ιστορικό βιομηχανικό μουσείο. Τα Βαμβακουργεία Αδαμόπουλου έγιναν Αθλητικό Κέντρο. Η Ηλεκτρική Εταιρία μετατράπηκε σε Κέντρο Μουσικού Θεάτρου. Σήμερα συνεχίζουν να λειτουργούν κάποιες βιομηχανίες, όπως το εργοστάσιο παραγωγής τσιμέντου «Όλυμπος» που συγχωνεύτηκε με την ΑΓΕΤ «Ηρακλής» το 1929, το εμφιαλωτήριο της ΕΨΑ που ιδρύθηκε το 1924, η Χαλυβουργία Ελλάδος και το εργοστάσιο της εταιρίας ΕΥΡΗΚΑ με τα απορρυπαντικά. Όμως, η αίγλη του οικονομικού και βιομηχανικού κέντρου του Βόλου είναι πλέον παρελθόν αλλά και ζητούμενο....
https://www.mixanitouxronou.gr/i-istoria-tis-quot-chrysis-quot-viomichanias-toy-voloy-oi-oikogeneiakes-epicheiriseis-poy-metetrepsan-tin-poli-se-oikonomiko-kentro-me-exagoges-akomi-kai-stis-ipa-ti-itan-i-quot-katara-toy-theoy-quot/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου