Πέμπτη 21 Σεπτεμβρίου 2017

Η Αριστερά και η Βενεζουέλα

 Του Κλάουντιο Κατς*
Τους δύο τελευταίους μήνες, η Βενεζουέλα αντιμετώπισε ένα τρομερό κύμα βίας. Μέχρι στιγμής, το αποτέλεσμα είναι 60 νεκροί, λεηλατημένα σχολεία, πυρπολημένα δημόσια κτίρια, κατεστραμμένα μέσα δημόσιας μεταφοράς και εκκενωμένα νοσοκομεία. Παρ’ όλα αυτά, τα μεγάλης εμβέλειας ΜΜΕ μεταδίδουν απλώς συνεχείς καταγγελίες αποτροπιασμού για την κυβέρνηση. Δημιουργούν την εικόνα ενός «δικτάτορα που συγκρούεται» με τους «δημοκράτες της αντιπολίτευσης».
Όμως, οι στατιστικές δεν επιβεβαιώνουν αυτή την αφήγηση, ιδίως όσον αφορά τα θύματα. Όταν ο αριθμός των νεκρών είχε φτάσει τους 39, μια πρώτη αποτίμηση σημείωνε ότι μόνο 4 ήταν θύματα της δράσης των δυνάμεων ασφαλείας. Οι υπόλοιποι έχασαν τη ζωή τους κατά τη διάρκεια των λεηλασιών ή των κινητοποιήσεων της αντιπολίτευσης.[1] Μια άλλη αποτίμηση σημείωνε ότι το 60%
όσων σκοτώθηκαν δεν είχε καμιά απολύτως σχέση με τις συγκρούσεις.[2]
Αυτά τα στοιχεία συνάδουν με τις εκτιμήσεις που αποδίδουν τους περισσότερους φόνους σε ελεύθερους σκοπευτές που συνδέονται με την αντιπολίτευση. Πιο πρόσφατες έρευνες αναφέρουν ότι τα περισσότερα θύματα έχασαν τη ζωή τους λόγω βανδαλισμών ή ξεκαθαρισμάτων λογαριασμών. [3]
Υπάρχουν πολυάριθμες καταγγελίες επίσης για επιδρομές παραστρατιωτικών ομάδων που συνδέονται με τη Δεξιά. Όπως και ενδείξεις ότι όσοι διαπράττουν βιαιότητες, στο μέγιστο μέρος τους, προστατεύονται τοπικά από τους δήμους που διοικεί η αντιπολίτευση. [4]
Αυτός ο φόρος αίματος σχετίζεται με τη φασιστική κτηνωδία που οδήγησε στο να κάψουν ζωντανούς ανθρώπους άνθρωποι που ανήκουν στο τσαβίστικο κίνημα. [5] Η πρακτική αυτή, το να καίνε ζωντανό έναν οπαδό της κυβέρνησης, χρησιμοποιείται κυρίως από κολομβιανές παραστρατιωτικές δυνάμεις ή από τον υπόκοσμο των ποινικών εγκληματιών, και όχι από παραδοσιακές πολιτικές οργανώσεις. Ορισμένοι αναλυτές εκτιμούν ότι από τα 60 θύματα τα 27 ήταν τσαβίστες.[6]
Άλλοι λένε ότι στις πορείες της αντιπολίτευσης συμμετέχουν περίπου 15.000 άτομα εκπαιδευμένα ειδικά για την πρόκληση επιθετικών ενεργειών. Χρησιμοποιούν μάσκες, ασπίδες και χειροποίητα όπλα για να προκαλέσουν χάος και να δημιουργήσουν «απελευθερωμένες περιοχές». [7]
Αποτίμηση της βίας
Τα στοιχεία που παρουσίασε η αντιπολίτευση είναι διαμετρικά αντίθετα, αλλά αποκρούστηκαν από λεπτομερείς αναφορές σχετικά με τα θύματα. [8] Εφόσον ουδείς αναγνωρίζει την ύπαρξη «ανεξάρτητων» αποτιμήσεων, μπορεί κανείς να κρίνει τα τεκταινόμενα ανατρέχοντας σε προηγούμενα γεγονότα. Στις ταραχές του Φεβρουαρίου του 2014, σκοτώθηκαν 43 άνθρωποι. Ο θάνατος των συντριπτικά περισσότερων δεν είχε καμιά σχέση με τις συγκρούσεις ή την αστυνομική καταστολή.
Κατά παρόμοιο τρόπο, θα πρέπει να ανατρέξουμε στο πώς αντέδρασε η αντιπολίτευση όταν αντιμετώπισε μια αντίστοιχη πρόκληση. Οι κυβερνήσεις της κατέστειλαν το “Caracazo” του 1989 [τον ξεσηκωμό των κατοίκων του Καράκας για τις τεράστιες αυξήσεις στη βενζίνη και στα μέσα μαζικής μεταφοράς] με εκατοντάδες νεκρούς και χιλιάδες τραυματίες.
Η κατάσταση στη Βενεζουέλα είναι δραματική, αλλά αυτό δεν εξηγεί την περίοπτη θέση που κατέχει η χώρα σε όλα τα δελτία ειδήσεων. Πολύ πιο σοβαρές καταστάσεις σε άλλες χώρες αγνοούνται παντελώς από τα ίδια ΜΜΕ.
Στην Κολομβία, από την αρχή του τρέχοντος έτους, έχουν δολοφονηθεί 46 ηγέτες του κοινωνικού κινήματος και τους τελευταίους 14 μήνες έχουν αφανιστεί 120. Ανάμεσα στο 2002 και στο 2016, παραστρατιωτικές ομάδες κατέσφαξαν 558 ηγέτες του μαζικού κινήματος και στις τελευταίες δύο δεκαετίες δολοφονήθηκαν περισσότεροι από 2.500 συνδικαλιστές. [9] Γιατί, άραγε, κανείς έγκυρος παρουσιαστής των ΜΜΕ [συμπεριλαμβανομένων των Ελλήνων τηλεοπτικών παρουσιαστών σ.τ.μ.] δεν αναφέρει αυτή τη συνεχή αιματοχυσία στην πιο κοντινή γειτονική χώρα της Βενεζουέλας;
Ακόμη πιο τρομακτική είναι η κατάσταση στο Μεξικό. Καθημερινά προστίθεται και κάποιος δημοσιογράφος στον μακρύ κατάλογο των φοιτητών, των καθηγητών και των κοινωνικών αγωνιστών που δολοφονούνται. Στο κλίμα του κοινωνικού πολέμου που επιβλήθηκε από τις «δράσεις κατά του λαθρεμπορίου ναρκωτικών», έχουν εξαφανιστεί 29.917 άνθρωποι.[10] Δεν θα έπρεπε αυτοί οι αριθμοί δολοφονιών να προσελκύσουν περισσότερο τη δημοσιογραφική προσοχή από ό,τι η Βενεζουέλα;
Η Ονδούρα είναι άλλη μια ανατριχιαστική περίπτωση. Συνυπολογίζοντας την Μπέρτα Κάσερες, έχουν δολοφονηθεί άλλοι 15 αγωνιστές. Ανάμεσα στο 2002 και το 2014, ο αριθμός των δολοφονημένων περιβαλλοντιστών έχει ανέλθει σε 111. [11] Ο κατάλογος των θυμάτων του τρόμου που αγνοούνται από τον ηγεμονικό Τύπο θα μπορούσε να επεκταθεί στους πολιτικούς κρατούμενους του Περού. Επίσης, ελάχιστοι γνωρίζουν τα δεινά που αντιμετώπισε ο ηγέτης του κινήματος ανεξαρτησίας του Πουέρτο Ρίκο Όσκαρ Λόπες Ριβέρα στα 35 χρόνια της φυλάκισής του.
Η πλειονότητα του λατινοαμερικανικού [και του παγκόσμιου] πληθυσμού απλώς δεν γνωρίζει τις τραγωδίες που συμβαίνουν στις χώρες όπου κυβερνά η Δεξιά. Τα δύο μέτρα και δύο σταθμά των ΜΜΕ επιβεβαιώνουν ότι η κυριαρχία του θέματος της Βενεζουέλας στις τηλεοπτικές οθόνες δεν οφείλεται σε ανθρωπιστικές ανησυχίες.
Μορφές ενός πραξικοπήματος
Τα ΜΜΕ, με τα ρεπορτάζ τους, στηρίζουν τι πραξικοπηματικές επιδιώξεις της αντιπολίτευσης. Η βενεζουελάνικη αντιπολίτευση δεν μπορεί να φέρει σε πέρας τις συνήθεις αναταραχές, του είδους που οδήγησαν στο πραξικόπημα του Πινοτσέτ, και έτσι προσπαθεί να ανατρέψει τον πρόεδρο Μαδούρο εκτοπίζοντας την κοινωνία. Επαναλαμβάνει αυτό που επιχείρησε τον Φεβρουάριο του 2014, προκειμένου να διαπράξει συνταγματικό πραξικόπημα παρόμοιο μ’ αυτό της Ονδούρας (2009), της Παραγουάης (2014) ή της Βραζιλίας (2016). Ελπίζει ότι θα επιβάλει με τη βία αυτό που αργότερα θα επικυρώσει στις κάλπες.
Η Δεξιά δεν διαθέτει τη στρατιωτική δύναμη που χρησιμοποιούσε στο παρελθόν για να επανέλθει στην κυβερνητική εξουσία. Αλλά επιχειρεί να αναδημιουργήσει τις δυνατότητες τέτοιας παρέμβασης διεξάγοντας αψιμαχίες στους στρατώνες, πυρπολώντας αστυνομικά τμήματα ή διοργανώνοντας πορείες στα στρατιωτικά επιτελεία.
Το σχέδιό της συνδυάζει το σαμποτάζ της οικονομίας με τις ταραχές που προκαλούν ένοπλες ομάδες οι οποίες , σε αντίθεση με την Κολομβία, δρουν ανώνυμα. Αυτές οι ενέργειες εμπλέκουν τον εγκληματικό υπόκοσμο και τρομοκρατούν τους εμπόρους. [12]
Περιλαμβάνουν φασιστικές μεθόδους που πατρονάρονται από τα πιο βίαια ρεύματα κατά του τσαβισμού. Ιδιοποιούνται τον εξεγερσιακό συμβολισμό που σφυρηλάτησαν τα λαϊκά κινήματα και παρουσιάζουν το πλιάτσικο ως ηρωική στάση. Ο ηγέτης της αντιπολίτευσης Λεοπόλντο Λόπες δεν είναι ένας αθώος πολιτικός. Όποιο δικαστήριο λειτουργεί βάσει του κράτους δικαίου θα τον είχε καταδικάσει σε ισόβια κάθειρξη για τις εγκληματικές ευθύνες του.
Η Δεξιά προωθεί κλίμα εμφυλίου πολέμου, προκειμένου να πλήξει το ηθικό της λαϊκής βάσης του τσαβισμού που επηρεάζεται από την έλλειψη τροφίμων και φαρμάκων. Η θέση της υπέρ της ξένης επέμβασης είναι σαφής και διαπραγματεύεται με τις πιστώτριες τράπεζες τη διακοπή της πρόσβασης της Βενεζουέλας στην πίστωση.
Η αντιπολίτευση ελπίζει να λιντσάρει τον Μαδούρο για να θάψει τον τσαβισμό. Διεξάγει αυτή τη μάχη στους δρόμους για να κατακτήσει την κοινή γνώμη και για να οδηγήσει σε κατάρρευση την οικονομία. Τις εκλογές τις βλέπει απλώς ως κορύφωση αυτής της επίθεσης.
Αντιμετωπίζει, όμως, αυξανόμενα εμπόδια. Η βία που κυριαρχεί στις κινητοποιήσεις της αποξενώνει την πλειονότητα των δυσαρεστημένων και φθείρει τους οπαδούς της. Όπως έγινε το 2014, η απόκρουση των φασιστικών ομάδων υπονομεύει όλη την αντιπολίτευση. Επιπλέον, η αποφασιστικότητα του Μαδούρο αποτρέπει τη συμμετοχή στις πορείες της αντιπολίτευσης. Οι δυνάμεις της δεξιάς αντιπολίτευσης δεν έχουν κατορθώσει να εισχωρήσουν στις λαϊκές γειτονιές όπου πιθανώς θα αντιμετωπίσουν τον κίνδυνο μιας δυσμενούς ένοπλης σύγκρουσης. [13]
Η μεγάλη αστική τάξη της Βενεζουέλας υποκινεί σε πραξικόπημα έχοντας την περιφερειακή υποστήριξη των Μάκρι (προέδρου της Αργεντινής), Τέμερ (της Βραζιλίας), Σάντος (της Κολομβίας) και Πένια Νέτο (του Μεξικού). Επί μήνες προωθούσε ένα σχέδιο αποσταθεροποίησης στον Οργανισμό Αμερικανικών Κρατών. Αλλά απέτυχε σ’ αυτόν τον τομέα. Οι προτεινόμενες κυρώσεις κατά της Βενεζουέλας δεν πέτυχαν λόγω της εναντίωσης πολλών και διαφόρων ξένων υπουργείων. Δεν επιτεύχθηκε η ομοφωνία με την οποία εκδιώχθηκε η Κούβα από τον Οργανισμό Αμερικανικών Κρατών τη δεκαετία του 1960.
Επίσης, διαβόητη είναι η υποστήριξη πραξικοπημάτων από τις ΗΠΑ με στόχο την ανάκτηση του ελέγχου στα μεγάλα αποθέματα αργού πετρελαίου της ηπείρου. Το Στέιτ Ντιπάρτμεντ θέλει να επαναλάβει τις επιχειρήσεις που διεξήγαγε στο Ιράκ ή στη Λιβύη, εφόσον γνωρίζει ότι μετά την ανατροπή του Μαδούρο ουδείς θα θυμάται πού βρίσκεται η Βενεζουέλα. Αρκεί να δει κανείς πώς τα δελτία ειδήσεων των ΜΜΕ παραλείπουν κάθε αναφορά στις χώρες στις οποίες ήδη έχει επέμβει το Πεντάγωνο. Η λογική των κυρίαρχων ραδιοτηλεοπτικών μέσων είναι να αλλάζουν το θέμα των ειδήσεών τους από τη στιγμή που οι ιμπεριαλιστές διαλύουν τον αντίπαλό τους.
Τους στρατηγικούς στόχους του ιμπεριαλισμού δεν τους αντιλαμβάνονται εκείνοι που δίνουν υπερβάλλουσα σημασία στο φλερτ κάποιας αμερικανικής εφημερίδας με τον πρόεδρο της Βενεζουέλας ή στις ρητορικές αμφισημίες του Τραμπ. [14] Φαντάζονται ότι αυτά τα άσχετα γεγονότα υποδηλώνουν την απουσία σύγκρουσης μεταξύ των ΗΠΑ και του τσαβισμού. Και ταυτόχρονα δεν βλέπουν πόσο μοχθηρά επιτίθεται η τεράστια πλειονότητα του Τύπου στον Μαδούρο και το ότι ο πολυεκατομμυριούχος του Λευκού Οίκου διαψεύδει κάθε ημέρα αυτά που έλεγε την προηγούμενη.
Ο Τραμπ δεν είναι ούτε αδιάφορος ούτε ουδέτερος. Απλώς αναθέτει στη CIA και στο Πεντάγωνο την εκπλήρωση της συνωμοσίας «καθημερινή διατάραξη της κοινωνικής ζωής» και των σχεδίων «Ελευθερία για τη Βενεζουέλα νο 2». Αυτές οι επιχειρήσεις περιλαμβάνουν κατασκοπία, ανάπτυξη στρατευμάτων και κάλυψη τρομοκρατικών πράξεων. [15] Εξελίσσονται κρυφά, ενώ τα ισχυρά ΜΜΕ απαξιώνουν οποιαδήποτε καταδίκη τους. Ιδίως αμφισβητούν τις «υπερβολές της Αριστεράς», ώστε κανείς να μην ενοχλεί τους συνωμότες.
Ορισμένοι αναλυτές θεωρούν ότι η παρουσία της εταιρείας Chevron στη Βενεζουέλα – ή οι συνεχιζόμενες συναλλαγές της κρατικής επιχείρησης πετρελαίου PDVSA με τις ΗΠΑ– αποτυπώνουν μια στενή σχέση μεταξύ των δύο κυβερνήσεων. [16] Απ’ αυτό συμπεραίνουν ότι δεν υπάρχει σενάριο πραξικοπήματος. Όμως, αυτές οι σχέσεις δεν επηρεάζουν ούτε στο ελάχιστο την απόφαση της αυτοκρατορίας να ανατρέψει την μπολιβαριανή κυβέρνηση.
Οι αμερικανικές εταιρείες δραστηριοποιούνται στη Βενεζουέλα (και οι ομόλογές τους στις ΗΠΑ) καθ’ όλη τη διάρκεια της μπολιβαριανής κυβέρνησης. Κι όμως ο Μπους, ο Ομπάμα και ο Τραμπ επιδίωξαν να ανακτήσουν τον άμεσο ιμπεριαλιστικό έλεγχο του πετρελαίου. Δεν μπορούν να το επιτύχουν μέσω μιας τεταμένης σχέσης μεταξύ εταίρων ή πελατών. Θέλουν να εγκαταστήσουν το μοντέλο ιδιωτικοποίησης που κυριαρχεί στο Μεξικό και να εκδιώξουν τη Ρωσία και την Κίνα από την πίσω αυλή τους.
Η στάση της Αριστεράς
Εάν η διάγνωση ότι επιδιώκεται αντιδραστικό πραξικόπημα είναι ορθή, η θέση της Αριστεράς δεν θα έπρεπε να δίνει αφορμές για διαφωνίες. Οι κατ’ εξοχήν εχθροί μας είναι η Δεξιά και ο ιμπεριαλισμός και η σύγκρουση μαζί τους πάντα αποτελεί προτεραιότητα. Αυτή η στοιχειώδης αρχή πρέπει να επιβεβαιώνεται σε κρίσιμες εποχές , όταν το προφανές μπορεί να θολώνει.
Όποια κριτική κι αν ασκούσε κανείς στον Σαλβαδόρ Αλιέντε, η βασική μάχη μας ήταν ενάντια στον Πινοτσέτ. Παρόμοια, υιοθετήσαμε μια αντίστοιχη γραμμή απέναντι στους ακραίους συντηρητικούς (επονομαζόμενους «γορίλες») της Αργεντινής, το 1955, ή σ’ αυτούς που σαμποτάριζαν τους Άρμπενζ, Τορίχος και πολλές άλλες αντιιμπεριαλιστικές κυβερνήσεις στην περιοχή. Σε σχέση με τη Βενεζουέλα σήμερα, αυτή η αρχή υποδεικνύει την ανάγκη για κοινή δράση κατά της κλιμάκωσης που επιδιώκει η Δεξιά σε όλες τις παραλλαγές της.
Όταν στον ορίζοντα διαφαίνεται ένα πραξικόπημα, είναι αναγκαίο να ξεχωρίζουμε εκείνους που ευθύνονται για την κρίση. Όσοι προκαλούν την καταστροφή δεν είναι ίδιοι με εκείνους που αδυνατούν να την αντιμετωπίσουν.
Αυτή η διάκριση εφαρμόζεται και στο πεδίο της οικονομίας. Τα λάθη του Μαδούρο είναι πολυάριθμα και αδικαιολόγητα, αλλά οι ένοχοι για την παρούσα δυσμενή κατάσταση είναι οι καπιταλιστές. Η κυβέρνηση είναι ανεκτική ή ανίκανη, αλλά δεν ανήκει στην ίδια κατηγορία μ’ αυτούς. Όσοι διαπράττουν το μνημειώδες λάθος να χαράσσουν μια γραμμή ταύτισης μεταξύ αυτών των δύο [17] συγχέουν ευθύνες διαφορετικού χαρακτήρα.
Τα λάθη της κυβέρνησης φάνηκαν στο μη λειτουργικό σύστημα των συναλλαγματικών ισοτιμιών, στο απαράδεκτο εξωτερικό χρέος ή στην έλλειψη ελέγχου των τιμών και του λαθρεμπορίου. Αλλά η κατάρρευση της οικονομίας προκλήθηκε από τους εύπορους που χειραγωγούν τα νομίσματα, προκαλούν πληθωρισμό, χειρίζονται τα εισαγόμενα αγαθά και περιορίζουν την προσφορά βασικών αγαθών.
Η εκτελεστική εξουσία αδρανεί ή ενεργεί λανθασμένα για πολλούς λόγους: ανεπάρκεια, ανεκτικότητα στη διαφθορά, προστασία της μπουρζουαζίας που δημιουργήθηκε επί μπολιβαριανών κυβερνήσεων, συνέργια με εκατομμυριούχους που έχουν μεταμφιεστεί σε τσαβίστες. Γι’ αυτό δεν μειώνει την οικονομική στήριξη προς ιδιωτικούς ομίλους που εισπράττουν φθηνά δολάρια και εισάγουν ακριβά. Αλλά η κατάρρευση της παραγωγής προκλήθηκε από την άρχουσα τάξη για να ανατραπεί ο Μαδούρο. Η μη αναγνώριση αυτής της σύγκρουσης υποδεικνύει ασυνήθιστο επίπεδο πολιτικής μυωπίας.
Αυτού του είδους η τυφλότητα εμποδίζει την αναγνώριση ενός ακόμη βασικού γεγονότος της τρέχουσας περιόδου: της αντίστασης του τσαβισμού στη δεξιά επέλαση. Αν και με μεθόδους και συμπεριφορά που είναι άκρως αμφισβητήσιμες, ο Μαδούρο δεν παραδίνεται. Διατηρεί την κάθετη δομή του PSUV, ευνοεί την απαγόρευση των κριτικών απόψεων και συντηρεί μια γραφειοκρατία που αντιπαλεύει τις αντιδράσεις της βάσης. Αλλά , σε αντίθεση με την Ντίλμα Ρούσεφ ή τον Λούγκο, δεν παραδίνεται. Η συμπεριφορά του είναι εκ διαμέτρου αντίθετη με τη συνθηκολόγηση του Σύριζα στην Ελλάδα.
Έτσι εξηγείται το μίσος των ισχυρών. Η κυβέρνηση πήρε την πολύ σωστή απόφαση να αποσυρθεί από τον Οργανισμό Αμερικανικών Κρατών (ΟΑΣ). Εγκατέλειψε το υπουργείο των Αποικιών [των ΗΠΑ, όπως εύστοχα χαρακτηρίζεται ο ΟΑΣ, σ.τ.μ.] και πραγματοποίησε μια ρήξη που πάντα απαιτούσε η Αριστερά. Αυτή η απόφαση θα έπρεπε να συναντήσει τη συντριπτική επιδοκιμασία , την οποία όμως εξέφρασαν ελάχιστοι.
Όπως κάθε κυβέρνηση στην οποία επιτίθεται η Δεξιά, κατέφυγε στην άσκηση δύναμης για λόγους αυτοάμυνας. Τα κατεστημένα ΜΜΕ αποκηρύττουν αυτή την αντίδραση με ασυνήθη υστερία, ξεχνώντας βεβαίως τις δικαιολογίες που συνήθως παρουσιάζουν κυβερνήσεις άλλου πολιτικού χαρακτήρα, όταν αντιμετωπίζουν παρόμοιες καταστάσεις. Ο Μαδούρο, όμως, αμφισβητήθηκε και από μια αντίθετη σκοπιά — για τη σχετική του επιείκεια προς τους φασίστες. Υιοθέτησε απλώς συγκρατημένα μέτρα ως αντίδραση στη βαρβαρότητα της αντιπολίτευσης.
Αντιδρώντας σ’ αυτή την κατάσταση, η κυβέρνηση διέπραξε αδικίες. Αυτό είναι το θλιβερό κόστος κάθε σημαντικής αντιπαράθεσης με την αντεπανάσταση. Τέτοιου τύπου ατυχή γεγονότα παρατηρούνται σε όλες τις μάχες με την αντίδραση, από την εποχή του Μπολίβαρ μέχρι τον Φιντέλ. Είναι αναγκαίο να αποφεύγεται η αυτο-ικανοποίηση ως προς αυτό το ευαίσθητο θέμα, αλλά χωρίς να επαναλαμβάνονται οι συκοφαντίες που προπαγανδίζονται από την αντιπολίτευση.
Ο Μαδούρο κατευθύνει τα πυρά του ενάντια στη βαρβαρότητα των δεξιών και όχι ενάντια στο λαό. Έτσι δεν έχει νόημα να τον συγκρίνει κανείς με τον Καντάφι ή με τον Σαντάμ Χουσεΐν. Δεν διέπραξε σφαγή αριστερών αγωνιστών ούτε συμμετείχε σε πολέμους που υποκίνησαν οι Ηνωμένες Πολιτείες. Η δε αναλογία με τον Στάλιν είναι ακόμη πιο γελοία, αλλά μας υπενθυμίζει ότι το φάντασμα του Χίτλερ περιτριγυρίζει πολλούς ηγέτες της αντιπολίτευσης που συνδέονται με τον Ουρίμπε ή νοσταλγούν έναν Πινοτσέτ.
Οι σοσιαλδημοκρατικές θέσεις
Τους τελευταίους μήνες επίσης, μεταξύ των αντιπάλων της Δεξιάς παρατηρήθηκε μια αύξηση των απόψεων που κατηγορούν τον Μαδούρο για την οδύνη της Βενεζουέλας. Αυτές οι απόψεις επαναλαμβάνουν την παλιά σοσιαλδημοκρατική συμπεριφορά: συμπαράταξη με την αντίδραση στις κρίσιμες στιγμές.
Οι φορείς αυτών των απόψεων αμφισβητούν τη νομιμότητα της κυβέρνησης χρησιμοποιώντας τα ίδια επιχειρήματα με την αντιπολίτευση. Αντί να κατηγορούν τη CIA, τους escuálidos [βενεζουελάνικος χαρακτηρισμός για τους εξαχρειωμένους πλούσιους] ή τον ΟΑΣ, θέτουν στο επίκεντρό τους την εναντίωση στον τσαβισμό. Το κάνουν δε στο όνομα ενός δημοκρατικού ιδεώδους που είναι τόσο αφηρημένο όσο και διαχωρισμένο από τη μάχη που καθορίζει ποιος θα επικρατήσει στη διοίκηση του κράτους.
Αυτές οι θέσεις έχουν επηρεάσει πολλούς και ποικίλους διανοητές της «κριτικής Αριστεράς» [pensadores del post-progresismo –διανοητές του μετα-προοδευτισμού] που συνδέονται με την αυτονομία [βλ. Claudio Katz, “Problems of Autonomy”, http://www.isreview.org/issues/44/autonomism.shtml, σ.τ.μ.]. Όχι μόνο κατηγορούν τον Μαδούρο για την τρέχουσα κατάσταση, ισχυρίζονται επίσης ότι έχει ενισχύσει την αυταρχική ηγεσία, προκειμένου να διατηρήσει το μοντέλο που βασίζεται στις προσόδους από τους υδρογονάνθρακες.[18]
Αυτός ο χαρακτηρισμός ταυτίζεται με τη φιλελεύθερη θέση που αποδίδει όλα τα προβλήματα της Βενεζουέλας στη λαϊκιστική πολιτική που εφαρμόζεται από τυράννους οι οποίοι κατασπαταλούν τους πόρους του κράτους. Μόνο που χρησιμοποιούν μια πιο διπλωματική γλώσσα.
Άλλες παρόμοιες απόψεις προβάλλουν ακόμη πιο κατηγορηματικά τις ευθύνες του ηγέτη των τσαβιστών. Μας καλούν να αποφεύγουμε τη «συνωμοσιολογική υπεραπλούστευση να κατηγορείται η Δεξιά ή ο ιμπεριαλισμός» για τα προβλήματα της χώρας. [19] Είναι όμως οι συνωμότες της αντίδρασης μια φαντασιοκοπία; Είναι οι δολοφονημένοι, οι παραστρατιωτικές ομάδες και τα σχέδια του Πενταγώνου παρανοϊκές επινοήσεις της μπολιβαριανής κυβέρνησης;
Μην απαντώντας σ’ αυτή τη στοιχειώδη ερώτηση, η παραπάνω θέση απορρίπτει επίσης και οποιαδήποτε σύγκριση με ό,τι συνέβη στη Χιλή το 1973. Ωστόσο, δεν εξηγεί γιατί αυτή η αναλογία δεν ισχύει. Θεωρεί δεδομένο ότι οι δύο καταστάσεις διαφέρουν, αγνοώντας τις τεράστιες ομοιότητες όσον αφορά τις ελλείψεις, τον ερεθισμό των συντηρητικών τάσεων της μεσαίας τάξης ή την παρέμβαση της CIA.
Παρ’ όλα αυτά, οι αμφισβητούμενοι παραλληλισμοί με τον Αλιέντε είναι αποδεκτοί στην περίπτωση της πρώτης περονιστικής κυβέρνησης, η οποία θεωρείται άμεσος πρόγονος του τσαβισμού. Πού εντοπίζεται, όμως, η ομοιότητα; Στα χρόνια της σταθερότητας ή στις στιγμές πριν από το πραξικόπημα του 1955; Η ενασχόληση με την κλιμάκωση της βίας υποδεικνύει ότι η ομοιότητα σχετίζεται με τη δεύτερη περίοδο. Και σε μια τέτοια κατάσταση, ποια θα ήταν η προτεραιότητα; Η αντιμετώπιση του αυταρχισμού του Περόν ή η αντίσταση στους gorillas;
Οι σοσιαλδημοκράτες και η «κριτική Αριστερά» υποδεικνύουν τον αυταρχισμό του Μαδούρο ως τη βασική αιτία της τρέχουσας κατάστασης. [20] Συνεπώς, υποβαθμίζουν τον κίνδυνο πραξικοπήματος και απορρίπτουν την ανάγκη προετοιμασίας για κάποια άμυνα έναντι των προκλήσεων της Δεξιάς.
Οι συνέπειες αυτής της στάσης φανερώνονται όταν οι ολιγάρχες και οι ληστές τους επανέρχονται στην κυβέρνηση. Όμως, τα πρόσφατα γεγονότα στην Ονδούρα, την Παραγουάη ή τη Βραζιλία δεν έχουν ακόμη προκαλέσει ανησυχία σ’ αυτούς που δαιμονοποιούν τον τσαβισμό.
Τα παραπάνω ρεύματα προβάλλουν ενστάσεις τόσο για το εξορυκτικό οικονομικό μοντέλο και το χρέος όσο και για τα συμβόλαια με πετρελαϊκές εταιρείες. Αλλά δεν λένε αν ζητούν αντικαπιταλιστικές και σοσιαλιστικές εναλλακτικές σ’ αυτές τις εμφανείς αποτυχίες του Μαδούρο. Το ίδιο ισχύει για τις ελλείψεις αγαθών και την κερδοσκοπία. Τον προτρέπουν να ενεργήσει με μεγαλύτερη αποφασιστικότητα εναντίον των τραπεζιτών και των μεγάλων εμπορικών καρτέλ; Προτείνουν απαλλοτριώσεις, εθνικοποιήσεις ή άμεσο λαϊκό έλεγχο; Θα φανταζόταν κανείς ότι με την υιοθέτηση αυτών των πρωτοβουλιών χτίζονται γέφυρες με την κυβέρνηση , αλλά ποτέ με την αντιπολίτευση. Όμως, οι επικριτές του τσαβισμού παρακάμπτουν αυτή τη διαφορά.
Τα αιτήματα της «κριτικής Αριστεράς»
Η σοσιαλδημοκρατική άποψη αποτελεί το χαρακτηριστικό γνώρισμα της επείγουσας έκκλησης για ειρήνευση που υπέγραψαν πολλοί [Λατινοαμερικανοί, Ευρωπαίοι και Αμερικανοί, σ.τ.μ.] διανοούμενοι [με τίτλο “An urgent international call to stop the escalation of violence in Venezuela” — «Επείγουσα διεθνής έκκληση για να σταματήσει η κλιμάκωση της βίας στη Βενεζουέλα», σ.τ.μ.]. Οι υπογράφοντες υποστηρίζουν μια διαδικασία ειρήνευσης, απορρίπτοντας τόσο την αυταρχική στροφή του τσαβισμού όσο και τη βίαιη στάση των δεξιών ομάδων.[21]
Μιλούν για ισορροπία ώστε να ξεπεραστεί η πόλωση και χρησιμοποιούν μια γλώσσα πιο κοντινή σ’ αυτή των ξένων υπουργείων παρά σ’ αυτή των λαϊκών αγωνιστών. Ο τόνος της έκκλησης υποδεικνύει, εμμέσως, τη συμμόρφωση με τη θεωρία των δύο κακών. Προτείνει τη μέση οδό, εναντίον και των δύο άκρων. Όμως, αυτές οι ίσες αποστάσεις αναιρούνται ευθύς αμέσως λόγω της θεμελιώδους ευθύνης που καταλογίζει στην κυβέρνηση. Και δεν παραβλέπει απλώς τη δράση της Δεξιάς, αλλά και στον ιμπεριαλισμό αναφέρεται μετά βίας και παρεμπιπτόντως.
Το κείμενο αυτό προκάλεσε την έντονη απάντηση του REDN – του Δικτύου Διανοουμένων, Καλλιτεχνών και Κοινωνικών Κινημάτων προς Υπεράσπιση της Ανθρωπιάς («Who Will Accuse the Accusers? Statement in Defense of Venezuela» — «Ποιος θα κατηγορήσει τους κατηγόρους; Μια δήλωση προς υπεράσπιση της Βενεζουέλας», σ.τ.μ.), η οποία υπογράφηκε από πολλούς διανοούμενους. Αυτή η κριτική ορθώς απέρριψε τη φετιχοποίηση του συμβατικού ρεπουμπλικανισμού και τόνισε την αξιοσημείωτη βαρύτητα των εξω-συνταγματικών δυνάμεων σε κρίσιμες καταστάσεις. [22]
Η φιλελεύθερη υποτροπή των μετα-προοδευτικών [μεταμοντέρνων] ή των διανοητών της «κριτικής Αριστεράς» αναπαράγει αυτό που συνέβη με τους σοσιαλδημοκράτες γκραμσιανούς στη δεκαετία του 1980. Η εχθρότητα εκείνης ομάδας για τον λενινισμό και την κουβανική επανάσταση είναι συγκρίσιμη με τη σημερινή εχθρότητα για τον τσαβισμό. Ορισμένοι από αυτούς που υπέγραψαν την «έκκληση για ειρήνευση» έχουν περάσει και από τις δύο περιόδους.
Αλλά η παρούσα σοσιαλδημοκρατική παραλλαγή έρχεται πολύ αργά και στερείται της πολιτικής αναφοράς στην οποία συνέβαλε κάποτε το Ισπανικό Σοσιαλιστικό Κόμμα (PSOE). Η σοσιαλφιλελεύθερη στροφή του εν λόγω κόμματος έχει κατεδαφίσει πλήρως το αρχικό προοδευτικό του όραμα. Η σημερινή ορφάνια της σοσιαλδημοκρατικής παραλλαγής πιθανώς εξηγεί το ότι οι φορείς της ξανασυναντιούνται με τον παλιό φιλελευθερισμό.
Σε ορισμένες περιπτώσεις, η εξέλιξη ετούτη αποτελεί μια κορύφωση της διαίρεσης που επηρέασε διακριτές παραλλαγές της αυτονομίας. Τη ρωγμή την προκάλεσαν οι θέσεις για την μπολιβαριανή διαδικασία. Όσοι επέλεξαν να ευθυγραμμιστούν με την αντιπολίτευση είναι καχύποπτοι απέναντι σε όσους «είναι δεμένοι με τον τσαβισμό». [23]
Οι τελευταίοι όμως έχουν σκεφθεί σοβαρά τις πρότερες ανεπάρκειες και κατανόησαν την ανάγκη της πάλης για την κρατική εξουσία με σοσιαλιστικές προοπτικές που συνδέεται με τον λατινοαμερικανικό μαρξισμό.
Αντιθέτως, το άλλο τμήμα της αυτονομίας συνεχίζει να πορεύεται μέσα στην αμφισημία των γενικοτήτων περί αντι-πατριαρχισμού και κατά του εξορυκτικού μοντέλου της οικονομίας, χωρίς να προσφέρει κάποιο συγκεκριμένο παράδειγμα αυτού που προτείνει. Και καθώς απορροφάται από το φιλελεύθερο σύμπαν, οι αινιγματικές του έννοιες δεν εμπλουτίζουν πλέον την αριστερή σκέψη. Εν μέσω της αμνημοσύνης που επιδεικνύει για την ταξική πάλη και της σαγήνης που του ασκεί η αστική συνταγματικότητα, η αποκήρυξη του εξορυκτικού οικονομικού μοντέλου μετατρέπεται σε μια γραφική παραξενιά.
Απερίσκεπτος δογματισμός
Διαχέεται επίσης μια συζήτηση που συγκλίνει με τη σοσιαλδημοκρατία χρησιμοποιώντας σεκταριστικά επιχειρήματα. Στην περίπτωση αυτή, η κυβέρνηση Μαδούρο απεικονίζεται ως διεφθαρμένη, υποτελής και προσαρμοστική, δηλαδή ως μια κυβέρνηση που σταθεροποιεί ένα δικτατορικό καθεστώς. [24] Σε άλλες περιστάσεις, η ίδια απονομιμοποίηση περιγράφεται με πιο έμμεσες ή πιο εκλεπτυσμένες κατηγορίες (de facto πρόεδρος, βοναπαρτιστής αρχηγός).
Όλες, όμως, οι παραλλαγές της συμπίπτουν ως προς ότι τονίζουν τη θεμελιώδη ευθύνη μιας αυταρχικής κυβέρνησης που διαλύει τη χώρα. Η εναρμόνιση ως προς αυτό το βασικό ζήτημα με την αφήγηση των ΜΜΕ είναι εντυπωσιακή. Το βασικό πρόβλημα, ωστόσο, δεν είναι η ρητορική, αλλά η πρακτική.
Καθημερινά γίνονται πορείες της Δεξιάς και των οπαδών της κυβέρνησης. Οι πρωταθλητές της σοσιαλιστικής αυστηρότητας πρέπει να αναρωτηθούν: Σε ποια από τις δύο θα συμμετάσχουμε; Με ποιους θα ταυτιστούμε; Εάν πιστεύουν ότι ο κύριος εχθρός είναι η κυβέρνηση θα πρέπει να έχουν κοινό σκοπό με τους
escuálidos των guarimbas (σκόπιμων προκλήσεων αιματηρών ταραχών).
Στο Μπουένος Άιρες, παραδείγματος χάριν, τον περασμένο Μάιο κλήθηκε ο κόσμος σε κινητοποίηση από τους φορείς αυτών των απόψεων για να εκδιωχθεί ο Μαδούρο. [25] Όσοι περαστικοί παρατηρούσαν αυτή την πορεία κατάλαβαν πολύ καλά ποιοι θα καταλάμβαναν την προεδρία της Βενεζουέλας, εάν ανατρεπόταν ο σημερινός επικεφαλής του κράτους. Και σημείωσαν την πλήρη σύμπτωση ανάμεσα σ’ αυτό το αίτημα και τα μηνύματα που μετέδιδαν καθημερινά τα ΜΜΕ.
Δεν είναι η πρώτη φορά που τμήματα της Αριστεράς συγκλίνουν τόσο καθαρά με τη Δεξιά. Ένα προηγούμενο στην Αργεντινή, υπό τις κυβερνήσεις Κίρχνερ, ήταν η παρουσία κόκκινων σημαιών στις πορείες των γαιοκτημόνων της σόγιας και στις διαδηλώσεις των caceroleros [ των αντιπάλων της κυβέρνησης από τα μεσαία και ανώτερα στρώματα που κράδαιναν κατσαρόλες και τηγάνια]. Αλλά αυτή που ήταν μια παθητική εκδήλωση στο Μπουένος Άιρες μπορεί να μετατραπεί σε τραγωδία στο Καράκας.
Άλλες απόψεις συγκρίνουν τον Μαδούρο με την αντιπολίτευση, υποστηρίζοντας ότι κάτω από τη μασκαράτα μιας φαινομενικής αντίθεσης κρύβονται μεγάλες συμπτώσεις. Έτσι καταφεύγουν σε εικασίες για το πότε αυτή η σύγκλιση θα γίνει εμφανής.[26]
Αυτή η περίεργη ερμηνεία έρχεται σε έντονη αντίθεση με τις μεγάλες συγκρούσεις μεταξύ αυτών των δύο που είναι για όλους κάτι παραπάνω από ορατές. Συνεπώς, είναι λιγάκι δύσκολο να ερμηνεύσουμε τις guarimbas, τις δολοφονίες και τις απειλές του αμερικανικού Πενταγώνου ως ψευτοκαβγά μεταξύ συγγενών.
Η μοναδική λογική εξήγηση αυτής της άποψης είναι ότι επιδιώκεται να υποβαθμιστεί η σοβαρότητα της τρέχουσας σύγκρουσης, να ερμηνευτεί ως ενδο-αστική διαμάχη για την ιδιοποίηση των προσόδων. Γι’ αυτό και ο ολοκληρωτισμός του Μαδούρο θεωρείται εξίσου μεγάλος (ή και μεγαλύτερος) κίνδυνος με αυτόν της αντιπολίτευσης.
Το μεγάλο πρόβλημα όσον αφορά τις παραπάνω απόψεις δεν είναι η απερισκεψία τους, αλλά η έμμεση ουδετερότητα την οποία προωθούν. Εφόσον κυβέρνηση και αντιπολίτευση είναι ίδιες, το πραξικόπημα που αποδίδεται στην κυβέρνηση συγκρίνεται με το πραξικόπημα που προωθεί η δεξιά αντιπολίτευση.
Όμως, αυτή η εξίσωση είναι εμφανώς λανθασμένη. Στη Βενεζουέλα, δεν υπάρχουν δύο αντιδραστικές παραλλαγές που ανταγωνίζονται, όπως, επί παραδείγματι, ο τζιχαντισμός και οι δικτατορίες στη Μέση Ανατολή. Ούτε υπάρχει ο τύπος του ανταγωνισμού μεταξύ ανθρώπων των σπηλαίων που αντιπαρέθεσε τον Βιντέλα στην Ιζαμπέλ Περόν, στην Αργεντινή.
Η σύγκρουση μεταξύ των Καπρίλες-Λόπες και του Μαδούρο μοιάζει με την αντιπαράθεση του Πινοτσέτ με τον Αλιέντε, του [επικεφαλής της χούντας που έκανε πραξικόπημα, το 1955] Λονάρντι με τον Περόν ή πιο πρόσφατα του Τέμερ με την Ντίλμα Ρουσέφ, στη Βραζιλία. Παρόμοια, ο θρίαμβος της Δεξιάς εις βάρος του Μαδούρο, η σύγκρουση των οποίων απέχει παρασάγγας από το να είναι μια συμπλοκή μεταξύ ταυτόσημων δυνάμεων, θα είχε ως αποτέλεσμα μια τρομερή πολιτική οπισθοδρόμηση.
Αντιμέτωπη με αυτή την εναλλακτική, η ουδετερότητα είναι συνώνυμο της παθητικότητας και εκφράζει τεράστιο βαθμό αδυναμίας εν όψει μεγάλων γεγονότων. Σημαίνει αποκήρυξη της συμμετοχής και της δέσμευσης σε αυθεντικούς σκοπούς.
Εφόσον αυτή η στάση θεωρεί δεδομένο ότι ο τσαβισμός είναι τελειωμένος, περιορίζει όλο τον ορίζοντά της στο να συγγράφει τον ισολογισμό αυτής της εμπειρίας. Όμως, η μέγιστη αποτυχία στην πολιτική δράση ουδέποτε επηρεάζει μη ολοκληρωμένες ή άκαρπες διαδικασίες. Το χειρότερο πράγμα είναι η απερισκεψία εν όψει μεγάλων, επικών γεγονότων.
Όποιες αμφιβολίες κι αν έχει κανείς για τον Μαδούρο, η έκβαση στη Βενεζουέλα θα καθορίσει στο άμεσο μέλλον τη μοίρα όλης της περιοχής. Εάν θριαμβεύσουν οι αντιδραστικοί, το αποτέλεσμα θα είναι ένα σενάριο ήττας και ένα αίσθημα αδυναμίας απέναντι στην αυτοκρατορία. Το τέλος του προοδευτικού κύκλου θα είναι γεγονός και όχι ένα θέμα προς αξιολόγηση μεταξύ των διανοητών της κοινωνικής επιστήμης.
Η Δεξιά το γνωρίζει και γι’ αυτό το λόγο διοργανώνει καμπάνιες εναντίον των διανοουμένων που υπερασπίζονται τον τσαβισμό. Η πρόσφατη, ευρεία επίθεση από την [αργεντίνικη] εφημερίδα Clarín αποτελεί μια πρόγευση της επίθεσης που ετοιμάζεται για την μετά Μαδούρο περιφερειακή διευθέτηση. [27] Οι σεκταριστές δεν αντιλαμβάνονται αυτό τον κίνδυνο.
Ψευτοεκλογές
Στο άμεσο μέλλον, δύο είναι οι πιθανές πολιτικές επιλογές: η Δεξιά απαιτεί να διεξαχθούν γενικές εκλογές και η κυβέρνηση έχει προκηρύξει εκλογές για Συντακτική Συνέλευση [το άρθρο είναι γραμμένο πριν από τις εκλογές για τη Συντακτική Συνέλευση οι οποίες διεξήχθησαν ομαλά — η αντιπολίτευση δεν συμμετείχε και κατέφυγε σε ένα άτυπο δημοψήφισμα μια εβδομάδα πριν, χωρίς σοβαρά πολιτικά αποτελέσματα και με πλήθος καταγγελιών για νοθεία, βλ. http://prensa-rebelde.blogspot.gr/2017/07/blog-post_6.html σ.τ.μ.]. Η αντιπολίτευση θέλει να συμμετάσχει σε εκλογές το αποτέλεσμα των οποίων θα το έχει εξασφαλίσει εκ των προτέρων.
Από τις 19 εκλογικές αναμετρήσεις που έγιναν υπό τις μπολιβαριανές κυβερνήσεις, τις 17 τις κέρδισε το κίνημα του τσαβισμού, ενώ αμέσως αναγνώρισε τις δύο τις οποίες έχασε. Αντιθέτως, η Δεξιά ουδέποτε αποδέχθηκε τα δυσμενή γι’ αυτήν εκλογικά αποτελέσματα. Πάντα ισχυριζόταν ότι έγινε νοθεία κάποιου είδους ή κατέφευγε σε μποϊκοτάζ. Όταν κέρδιζε δε σε αναπληρωματικές εκλογές ζητούσε αμέσως την πτώση της κυβέρνησης.
Τον Δεκέμβριο του 2015, κέρδισε την πλειοψηφία στην Εθνοσυνέλευση και διακήρυξε την ανατροπή του Μαδούρο. Στη συνέχεια, επιχείρησε με διάφορους τρόπους να αγνοήσει το Σύνταγμα της χώρας, ορκίζοντας ακόμη και αντιπροσώπους που είχαν εκλεγεί παράνομα και πλαστογραφώντας υπογραφές σε αιτήματα για την ανάκληση του Μαδούρο.
Οι Καπρίλες, Μπόρχες και Λόπες καλούν τώρα σε ψευτοεκλογές εν μέσω οικονομικού πολέμου και προκλήσεων στους δρόμους. Θέλουν εκλογές τύπου Κολομβίας, όπου στη μια εκλογή μετά την άλλη δολοφονούνται εκατοντάδες λαϊκοί ακτιβιστές. Ελπίζουν να κερδίσουν στις κάλπες όπως στην Ονδούρα κάτω από την πίεση της δολοφονίας της Μπέρτα Κάσερες. Θέλουν το είδος των εκλογών που γίνονται στο Μεξικό πάνω στα νεκρά σώματα δημοσιογράφων, φοιτητών και δασκάλων.
Θα ήταν τρομερό λάθος η συμμετοχή σε εκλογές που σχεδιάζονται για να προετοιμάσουν το νεκροταφείο των τσαβιστών. Ζητείται από τον Μαδούρο να προχωρήσει σε εκλογές μέσα σε ένα κλίμα εμφυλίου πολέμου που θα ήταν απαράδεκτο για οποιαδήποτε κυβέρνηση.
Η Βενεζουέλα βιώνει μια κατάσταση που έχει κάποια ομοιότητα με τη Νικαράγουα, στο τέλος της πρώτης θητείας των Σαντινίστας στην κυβέρνηση. Η στρατιωτική πολιορκία και οι ελλείψεις είχαν καταβάλει έναν εξαντλημένο πληθυσμό που ψήφισε τη Δεξιά από κόπωση. Σ’ αυτές τις συνθήκες, οι τυπικές εκλογές έχουν προκαθορισμένο νικητή.
Από την άλλη, η σύγκριση με την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης δεν έχει νόημα. Η Βενεζουέλα δεν είναι μια μεγάλη δύναμη που κατέρρευσε εσωτερικά στο τέλος μιας μακράς πορείας αποχωρισμού μεταξύ του καθεστώτος και του πληθυσμού. Είναι μια ευάλωτη λατινοαμερικανική χώρα που υφίσταται επίθεση από τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Ορισμένοι διανοητές θεωρούν δεδομένο τον καταπιεστικό ρόλο του ιμπεριαλισμού και ισχυρίζονται ότι δεν αποτελεί αποφασιστικό παράγοντα στην παρούσα κρίση. [28] Θεωρούν ότι η επίμονη αποκήρυξη της κυριαρχίας του συνιστά ένα «ήδη γνωστό γεγονός» ή μια απλή τελετουργία της Αριστεράς. Ξεχνούν όμως ότι ποτέ δεν είναι άνευ ουσίας το να δίνεται έμφαση στην καταστροφική επίπτωση της επίθεσης από τον Βορρά σε κυβερνήσεις που έχουν γίνει εχθροί της Ουάσιγκτον.
Όλο το φάσμα των πρώην τσαβιστών που υποστηρίζουν τη διεξαγωγή γενικών εκλογών συγχέει τη δημοκρατία με τον φιλελεύθερο ρεπουμπλικανισμό. Έχουν χάσει από το οπτικό τους πεδίο τις μεθόδους με τις οποίες μπλοκάρεται συστηματικά το δικαίωμα της αυτοκυβέρνησης από την αστική συνταγματικότητα.
Αυτό το εμπόδιο αποτελεί την αιτία που τα συνταγματικά καθεστώτα, στη μεγάλη πλειονότητά τους, έχουν χάσει τη νομιμοποίησή τους. Καθίσταται όλο και πιο εμφανές ότι η άρχουσα τάξη χρησιμοποιεί τα εκλογικά συστήματα για να σταθεροποιήσει την εξουσία της. Χρησιμοποιεί αυτό το μοχλό ελέγχου για να διοικεί την οικονομία, το δικαστικό σύστημα, τα ΜΜΕ και τον καταπιεστικό μηχανισμό. Η αληθινή δημοκρατία μπορεί να εμφανιστεί μόνο στο πλαίσιο μιας σοσιαλιστικής διαδικασίας μετασχηματισμού της κοινωνίας.
Είναι αλήθεια ότι ο Μαδούρο ακύρωσε το δημοψήφισμα ανάκλησης, ανέστειλε τις περιφερειακές εκλογές και έθεσε υπό απαγόρευση ορισμένους πολιτικούς της αντιπολίτευσης. Αυτά τα μέτρα αποτελούν μέρος μιας τυφλής αντίδρασης στις προκλήσεις. Αλλά ο ηγέτης των τσαβιστών αντιμετωπίζει μια πολύ μεγαλύτερης σημασίας υποκρισία που επιδεικνύουν οι υπερασπιστές των σημερινών εκλογικών καθεστώτων.
Αρκεί να δει κανείς πώς διεξάχθηκε η διαδικασία παραπομπής της προέδρου της Βραζιλίας από μια ομάδα παράνομων με την κάλυψη δικαστών και κοινοβουλευτικών που χειραγωγούν το σύστημα έμμεσης επιλογής προέδρου. Ο ΟΑΣ δεν επενέβη κατά αυτής της χυδαίας παραβίασης δημοκρατικών αρχών.
Ούτε αγανάκτησε το κατεστημένο των ΗΠΑ όταν το Εκλογικό Κολέγιο έχρισε πρόεδρο τον Τραμπ που είχε λάβει κάποια εκατομμύρια ψήφους λιγότερες από την Κλίντον. Η μοναρχία στην Ισπανία ή στην Αγγλία φαίνεται σαν κάτι φυσιολογικό, όπως και τα αδέξια σχήματα που χρησιμοποιούνται για να χειραγωγούν κάθε γενική εκλογή στο Μεξικό. Η απαραβίαστη δημοκρατία που απαιτούν για τη Βενεζουέλα είναι εντελώς απούσα σε όλες τις καπιταλιστικές χώρες.
Οι δυνατότητες της Συντακτικής Συνέλευσης
Προφανώς, η καλύτερη ευκαιρία για μια Συντακτική Συνέλευση που θα θέσπιζε σημαντικούς μετασχηματισμούς χάθηκε πριν από μερικά χρόνια. Η παρούσα εκλογή της είναι καθαρά αμυντική, μια προσπάθεια να αντιμετωπιστεί η απελπιστική κατάσταση.
Όμως, είναι άχρηστο να μιλά κανείς μόνο για ό,τι δεν έγινε. Υπάρχει χρόνος για αυτούς τους απολογισμούς. Το σημαντικό σήμερα είναι πώς η Συντακτική Συνέλευση θα ανοίξει ξανά δρόμους για την ανάπτυξη της λαϊκής πρωτοβουλίας.
Πριν από το κάλεσμα για την εκλογή της Συντακτικής Συνέλευσης, η κυβέρνηση περιοριζόταν στην καθαρά γραφειοκρατική αντιπαράθεση μεταξύ της μιας και της άλλης κρατικής εξουσίας. Βασιζόταν στην πάλη από τα πάνω μέσω της εκτελεστικής εξουσίας ή του Ανώτατου Δικαστηρίου ενάντια στην Εθνοσυνέλευση. Τώρα συγκαλεί επιτέλους την κοινωνική-κοινοτική εξουσία και απομένει να δούμε εάν αυτή η ιδέα θα μεταφραστεί σε πραγματική κινητοποίηση.
Μέσα στο τσαβίστικο κίνημα υπάρχουν πολλά σημάδια ανησυχίας και σκεπτικισμού. Όμως ουδείς μπορεί να επιλέξει τις συνθήκες μέσα στις οποίες αγωνίζεται και το βασικό δίλημμα είναι αν θα συνεχίσει ή αν θα εγκαταλείψει τον αγώνα. Όσοι έχουν αποφασίσει να μην παραδοθούν καλούν στην αναβίωση του λαϊκού σχεδίου.
Κάποια αριστερά ρεύματα που επικρίνουν έντονα τη διαχείριση του Μαδούρο πιστεύουν ότι η σύγκληση της Συντακτικής Συνέλευσης θα μπορούσε να εξαπολύσει και πάλι τη δυναμική των κομμούνων ενάντια στις γραφειοκρατικές λειτουργίες. [29] Βλέπουν τη Συντακτική Συνέλευση ως ατελές εργαλείο για να ελευθερωθούν από τη διαμάχη με τους διεφθαρμένους, αστικοποιημένους παράγοντες και τους μπουρζουάδες που υπάρχουν μέσα στον τσαβισμό.
Η Συντακτική Συνέλευση θα μπορούσε επίσης να βοηθήσει στο ξεπέρασμα του αδιεξόδου των τελευταίων μηνών ανάμεσα στις αιματηρές ταραχές της αντιπολίτευσης και στις κινητοποιήσεις των οπαδών της κυβέρνησης. Αν επιφορτιστεί με τα κατάλληλα καθήκοντα θα μπορούσε να διασπάσει το μέτωπο της αντιπολίτευσης, να διαχωρίσει τους δυσαρεστημένους από τους φασίστες.
Αλλά είναι φανερό ότι χωρίς δραστικά μέτρα στους τομείς της οικονομίας και της κοινωνίας, η Συντακτική Συνέλευση θα είναι άδειο κέλυφος. Εάν η καταστροφή στην παραγωγή δεν αναχαιτιστεί με την εθνικοποίηση των τραπεζών, του εξωτερικού εμπορίου και με την απαλλοτρίωση των σαμποτέρ, δεν θα υπάρξει ανάκαμψη της λαϊκής υποστήριξης.
Τα μέτρα ανακούφισης που επιχειρήθηκαν προκειμένου να αυξηθεί η συμμετοχή των οργανώσεων βάσης στην κατανομή των τροφίμων είναι ανεπαρκή. Δεν μπορούν πλέον να αναβάλλονται τα ριζοσπαστικά μέτρα.
Όποια κι αν είναι η εναλλακτική, δεν θα είναι καθόλου εύκολο να ανακατευθυνθεί η οικονομία μετά από τόσα λάθη που έγιναν όσον αφορά το χρέος, τη δημιουργία των ειδικών οικονομικών ζωνών ή την ανοχή στη φυγή κεφαλαίων.
Ο Τσάβες πέτυχε μια μεγάλη ανακατανομή των προσόδων μέσω νέων μεθόδων λαϊκής πολιτικοποίησης, αλλά δεν κατάφερε να θέσει τα θεμέλια μιας διαδικασίας εκβιομηχάνισης. Συγκρούστηκε με τους καπιταλιστές της αντιπολίτευσης, αλλά όχι με την αστική τάξη που ενδημούσε στην μπολιβαριανή διαδικασία και δεν μπόρεσε να απενεργοποιήσει τη ραντιέρικη κουλτούρα που υπονόμευε όλες τις προσπάθειες να οικοδομηθεί μια παραγωγική οικονομία. Το ότι δεν τολμήθηκε η ρήξη με την καπιταλιστική δομή εξηγεί τα δυσμενή αποτελέσματα.
Το σημερινό πλαίσιο είναι πιο δύσκολο, λόγω της μεγάλης πτώσης των τιμών του πετρελαίου και της παρεμπόδισης των σχεδίων περιφερειακής ολοκλήρωσης μετά την επανάκαμψη των αντιδραστικών δυνάμεων σε άλλες χώρες της περιοχής. Όμως, θα έπρεπε να σημειωθεί επίσης ότι όλες οι επαναστατικές διαδικασίες απογειώνονται μέσα σε δυσμενείς συνθήκες και η Συντακτική Συνέλευση μπορεί να παράσχει ένα πλαίσιο για την ανάκτηση της πρωτοβουλίας.
Κάποιοι επικριτές της Συντακτικής Συνέλευσης προβάλλουν ενστάσεις για τον τρόπο εκλογής των αντιπροσώπων από εργασιακούς τομείς και κοινότητες. Λένε ότι με αυτή τη μορφή η «συνέλευση θα είναι επισφαλής, κορπορατιστική ή μη νομιμοποιημένη». [30] Και σ’ αυτή την περίπτωση επαναλαμβάνεται η υιοθέτηση του συμβατικού συνταγματισμού που προβάλλει η Δεξιά (όταν τη συμφέρει). Η απαίτηση αυτή δεν εκπλήσσει όταν προέρχεται από σχολιαστές του κατεστημένου, αλλά είναι ενοχλητική όταν προέρχεται από ενθουσιώδεις της ρωσικής επανάστασης.
Ύστερα από τρεις δεκαετίες μεταδικτατορικών καθεστώτων, πολλοί έχουν ξεχάσει την υποκριτικότητα της αστικής δημοκρατίας. Θα πρέπει να υπενθυμιστεί πώς ο Λένιν και ο Τρότσκι υπερασπίστηκαν το 1917 τη νομιμότητα των σοβιέτ και απέσυραν την αναγνώριση της Συντακτικής Συνέλευσης που είχε έλθει σε αντίθεση με την επαναστατική εξουσία.
Βεβαίως, το πλαίσιο της Βενεζουέλας σήμερα είναι πολύ διαφορετικό. Ωστόσο, η μπολσεβίκικη επανάσταση δεν μας δίδαξε μόνο πώς να λαμβάνουμε υπόψη το κοινωνικό υπόβαθρο, τις ταξικές συγκρούσεις και τα συμφέροντα που διακυβεύονται, αλλά μας έδειξε επίσης έναν δρόμο για να αφήσουμε πίσω την υποκρισία του αστικού φιλελευθερισμού και επιβεβαίωσε ότι πράξεις ισχύος εναντίον της αντίδρασης αποτελούν μέρος της αντιπαράθεσης με τη δεξιά βαρβαρότητα.
Η Αριστερά οφείλει να πει εάν συγκλίνει με την αντιπολίτευση στο μποϊκοτάζ ή αν θα συμμετάσχει στη Συντακτική Συνέλευση. Επίσης, υπάρχει μια τρίτη επιλογή με πολύ μικρό ακροατήριο: “ναι, όχι και εντελώς αντίθετα».
Στην υπόλοιπη περιοχή της Ν. Αμερικής υπάρχει ανάγκη για επίδειξη αλληλεγγύης προς τη Βενεζουέλα. Όπως κατά την ειδική περίοδο στην Κούβα, πρέπει να βάλουμε πλάτη για να γυρίσει ο τροχός σε δύσκολες καταστάσεις. Ας ελπίσουμε ότι πολλοί compañeros θα υιοθετήσουν αυτή την προσέγγιση προτού είναι πολύ αργά.
Ανασύνταξη στους κόλπους των διανοουμένων
Η Βενεζουέλα δεν δίνει μόνο αφορμή για έντονες συζητήσεις. Έχει προκαλέσει σημαντικές ανασυντάξεις διανοουμένων που ενστερνίζονται αντιτιθέμενα αιτήματα. Αυτή η τοποθέτηση ήταν πιο σχετική από τις αμφιλεγόμενες λεπτομέρειες των διαφορετικών διακηρύξεων. Κατέληξε σε μια μεγάλη διαίρεση μεταξύ στρατοπέδων.
Το κείμενο του REDH που αντικρούει το σοσιαλδημοκρατικό κάλεσμα συμπληρώθηκε και από άλλες εντυπωσιακές απαντήσεις. [31] Η πολιτική οριοθέτηση ήταν ταχύτατη.
Παρά την ένταση που δημιουργήθηκε από αυτά τα μανιφέστα, αρκετοί υπογράφοντες ζητούν να συνεχιστεί ο αδελφικός διάλογος. Είναι μεν κάτι απαραίτητο, αλλά οι αγανακτισμένες αντιδράσεις εξηγούνται από όσα διακυβεύονται. Εάν επικρατήσει η Δεξιά, θα υπάρξει πληθώρα χρόνου για θρήνους και σεμινάρια που θα διερευνούν τι ακριβώς συνέβη.
Εφόσον η σοσιαλδημοκρατική δήλωση περιέχει την κλήση για ειρήνευση, πολλοί διανοητές βασίστηκαν σ’ αυτήν με την αυθόρμητη ελπίδα ότι θα μετριαστεί η βία. Εξετάζοντας πιο προσεκτικά το περιεχόμενο του ντοκουμέντου, ορισμένοι απέσυραν την υποστήριξή τους και άλλοι τη διατήρησαν με αμυντικά επιχειρήματα — τονίζοντας την αλληλεγγύη τους με την μπολιβαριανή διαδικασία ή επισημαίνοντας τις διαφορές τους με άλλους υπογράφοντες.
Όμως, το πιο σημαντικό ήταν η ταχεία και γενικευμένη αντίδραση που ξεσήκωσε το αντι-τσαβίστικο ντοκουμέντο και η έντονη απόρριψη της σοσιαλδημοκρατικής αντίληψης που αναπαρήγαγε. Αυτή η ενστικτώδης αντίδραση οδήγησε σε μια αιφνίδια σύγκλιση μεταξύ αριστερών διανοουμένων και ριζοσπαστικού εθνικισμού. Εάν αυτή η διασύνδεση σταθεροποιηθεί, στη Βενεζουέλα θα αναβιώσει η συνάντηση της κριτικής σκέψης με τις επαναστατικές παραδόσεις της Λατινικής Αμερικής.
Ο Claudio Katz είναι οικονομολόγος, ερευνητής στο Εθνικό Συμβούλιο Επιστημονικής και Τεχνικής Έρευνας της Αργεντινής. (CONICET), καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Μπουένος Άιρες και μέλος της ομάδας Οικονομολόγοι της Αριστεράς (EDI). Η ιστοσελίδα του όπου πρωτοπαρουσιάστηκε το παρόν άρθρο [στις 12 Ιουνίου 2017] είναι katz.lahaine.org.
Μεταφράστηκε στην αγγλική από τον Richard Fidler (με τη βοήθεια του Federico Fuentes) και δημοσιεύτηκε πρώτα στο Life on the Left.
 https://eleutheriellada.wordpress.com/2017/09/20/%ce%b7-%ce%b1%cf%81%ce%b9%cf%83%cf%84%ce%b5%cf%81%ce%ac-%ce%ba%ce%b1%ce%b9-%ce%b7-%ce%b2%ce%b5%ce%bd%ce%b5%ce%b6%ce%bf%cf%85%ce%ad%ce%bb%ce%b1/#more-91242

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Απάντηση Λατινοπούλου στις καταγγελίες Μπογδάνου – «Το 8% στις δημοσκοπήσεις πόνεσε πολύ και πολλούς»

Η Αφροδίτη Λατινοπούλου απάντησε στον Κωνσταντίνο Μπογδάνο για τις καταγγελίες περί πλαστών υπογραφών για την ίδρυση του κόμματός της. Η κα ...