Φωτεινή Μαστρογιάννη
Η αντιμετώπιση της πανδημίας του κορωνοϊού είναι σίγουρο ότι θα μελετηθεί από τους επιστήμονες διαφορετικών επιστημονικών πεδίων για πολλά χρόνια.
Το παρόν κείμενo αποτελεί μία προσέγγιση και αναφορά στη δημοσιογραφία της υγείας και πως η δημοσιογραφία χειρίστηκε το θέμα της πανδημίας του κορωνοϊού στην Ελλάδα.
Η διεθνής ακαδημαϊκή κοινότητα αμέσως αντιλήφθηκε την αναγκαιότητα της έρευνας για την καταπολέμηση του ιού αλλά και της επικοινωνίας και μέσω 100 υπογραφών από το Welcome Trust του Λονδίνου υποστηρίχτηκε η πρόσβαση στα δεδομένα και τα αποτελέσματα των ερευνών έτσι ώστε να πληροφορείται το κοινό. Οι εκδότες του British Medical Journal (2020) υποστήριξαν ότι ενώ οι επιστήμονες και το ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό εργάζονται ακατάπαυστα για να καταπολεμήσουν τον νέο κορωνοϊό, οι πολιτικοί επιστήμονες, οι οικονομολόγοι και οι κοινωνιολόγοι θα πρέπει επίσης να είναι έτοιμοι για γρήγορη αντίδραση.
Στη δημοσιογραφία υπήρχε και υπάρχει καταιγιστική ενημέρωση που αφορά τα θύματα του ιού, τα νέα κρούσματα και τις νέες εξελίξεις στην επιστημονική θεώρηση για τον ιό και όλες αυτές τις εξελίξεις είναι αρκετά δύσκολο να τις παρακολουθήσουν οι δημοσιογράφοι αλλά και το κοινό. Τα δεδομένα αλλάζουν συνεχώς, κάτι που ισχύει σήμερα μπορεί να μην ισχύει αύριο και ως αποτέλεσμα το κοινό να έχει συνεχείς ερωτήσεις. Πολλές φορές οι ειδικοί αλλάζουν τη γνώμη τους και τις συστάσεις τους και ως εκ τούτου, δύσκολα δημιουργείται εμπιστοσύνη μεταξύ του κοινού και των ειδικών. Ενδεικτικό παράδειγμα είναι η χρήση μασκών όπου ο επικεφαλής λοιμωξιολόγος Τσιόδρας άλλαξε την αρχική θέση του σχετικά με τις μάσκες η οποία δέχτηκε σημαντικές επικρίσεις (Pressproject 2020).
Οι Briggs & Hallin (2010) πρότειναν τρία διαφορετικά μοντέλα για την παραγωγή και κυκλοφορία για της γνώσης για την υγείας: το μοντέλο της ιατρικής εξουσίας, το μοντέλο ασθενής καταναλωτής και το μοντέλο της δημόσιας σφαίρας.
Το μοντέλο ιατρικής εξουσίας δίνει περιορισμένο ρόλο σε μη ειδικούς όσον αφορά τη διάδοση της γνώσης για θέματα υγείας και υποστηρίζει ότι μόνο οι γιατροί μπορούν να παρέχουν ιατρική πληροφόρηση. Θα υποστηρίζαμε ότι το μοντέλο αυτό ακολουθήθηκε στην Ελλάδα όπου η κύρια πληροφόρηση ήταν από τον λοιμωξιολόγο Τσιόδρα και την επιτροπή υποστήριξής τους της οποίας τα μέλη ανακοινώθηκαν πρόσφατα (11 Μαΐου 2020). Στο σημείο αυτό θα πρέπει να αναφερθεί ότι η ανακοίνωση της επιτροπής (TheToc 2020), αρκετά μετά τα μέτρα άρσης της καραντίνας, ήταν ιδιαίτερα καθυστερημένη.
Το μοντέλο ασθενή – καταναλωτή υποστηρίζει ότι λόγω της αυξανόμενης βαρύτητας των σχέσεων της αγοράς στον τομέα της υγείας, πρέπει να δοθεί όλο και μεγαλύτερη έμφαση στην ατομική ευθύνη του κάθε ατόμου να βελτιώσει τη δική του υγεία.
Το μοντέλο της δημόσιας σφαίρας προτείνει ότι τα θέματα υγείας θα πρέπει να τίθενται σε διάλογο και η πληροφόρηση που δίνεται από τα ΜΜΕ είναι χρήσιμη γιατί βοηθά τόσο αυτούς που λαμβάνουν τις αποφάσεις για το δημόσιο συμφέρον όσο και τους πολίτες. Από τη στιγμή που η δημόσια υγεία έχει πολιτικοποιηθεί, τα θέματα υγείας διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στη δημόσια σφαίρα (το βλέπουμε και στην περίπτωση του κορωνοϊού) λόγω των κοινωνικών κινημάτων αλλά και των ΜΜΕ. Θα υποστηρίζαμε ότι οι ΗΠΑ ακολουθούν έναν συνδυασμό των δύο αυτών μοντέλων.
Οι Briggs και Nichter (2009) υποστηρίζουν ότι υπάρχει μία μετακίνηση σε νέα συστήματα βιοσυνδεσιμότητας τα οποία προσπαθούν να ρυθμίσουν τη γνώση για τις λοιμώδεις νόσους π.χ. μέσω του Διαδικτύου. Στα συστήματα αυτά τονίζεται ο δημιουργικός ρόλος των δημοσιογράφων όσον αφορά τη δημιουργία καρτογραφικών επικοινωνιών που ενδυναμώνουν το κοινό και ως αποτέλεσμα επηρεάζουν τη συμπεριφορά τους όσον αφορά την καλή υγεία. Σύμφωνα με τους Briggs και Hallin (2007) στα συστήματα αυτά επικοινωνίας της υγείας, οι δημοσιογράφοι και οι επαγγελματίες της υγείας συνεργάζονται. Οι δημοσιογράφοι δεν μεταδίδουν απλά την επιστημονική γνώση αλλά δημιουργούν τα πλαίσια τα οποία παρουσιάζουν τα θέματα υγείας με πολλούς διαφορετικούς τρόπους. Ειδικότερα όσον αφορά τις πανδημίες, όπως π.χ. συμβαίνει με την περίπτωση του κορωνοϊού, οι δημοσιογράφοι έχουν διαφορετικούς τρόπους πλαισίωσης των ειδήσεων.
Σύμφωνα με τον Oh (2012), οι δημοσιογράφοι τείνουν να αναφέρουν τις επιδημίες με βάση κύκλους γεγονότων και ειδήσεων που προκαλούν την προσοχή. Η κάλυψη των ειδήσεων σχετικά με μία επιδημία είναι συχνά επεισοδιακή υπό την έννοια ότι εξελίσσεται καθώς τα γεγονότα εξελίσσονται.
Οι Blomlitz και Brezis (2008) στο άρθρο τους για την κακή παρουσίαση των υγειονομικών κινδύνων από τα ΜΜΕ, εξετάζουν τη σχέση μεταξύ της έντασης της κάλυψης των εφημερίδων, της τηλεόρασης και του ραδιοφώνου και των υγειονομικών κινδύνων όπως είναι ο Πυρετός του Δυτικού Νείλου, του SARS και του AIDS στις ΗΠΑ το 2003 και του κινδύνου που οι επιδημίες αυτές έθεσαν στη δημόσια υγεία για την αξιολόγηση του πλαισίου. Στην έρευνά τους βρήκαν ότι τα ΜΜΕ που βρίσκονταν στο δείγμα τους έτειναν να υπερ-αναφέρουν τους επιλεγμένους κινδύνους, πιο συγκεκριμένα υπερ-ανέφεραν τις αιτίες και την επιδημιολογία αντί να αναφέρονται στους συνολικούς κινδύνους για τη δημόσια υγεία λόγω του επεισοδιακού χαρακτήρα της κάλυψης. Οι ερευνητές υποστήριξαν ότι ο επεισοδιακός χαρακτήρας είναι συχνά προβληματικός γιατί τείνει να μειώνει την ποιότητα της κάλυψης. Θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ότι η καθημερινή αναφορά (Το Βήμα 2020) στα κρούσματα και τους θανάτους μείωσε την ποιότητα της ενημέρωσης όσον αφορά το μέγεθος του κινδύνου και ενίσχυσε το κλίμα φόβου.
Οι Dudo et al. (2007) που μελέτησαν την ειδησεογραφική κάλυψη της γρίπης των πτηνών στις ΗΠΑ το διάστημα 2000 – 2006 κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι ο επεισοδιακός χαρακτήρας της πλαισίωσης (κάλυψη που συνδέεται με τα γεγονότα) έδειξε ότι οι ιστορίες που προκαλούσαν υψηλές επιδράσεις είναι αυτές που προκαλούσαν φόβο στο κοινό και περιορισμένη πληροφόρηση για τους κινδύνους της ασθένειας.
Στο σημείο αυτό, θα επισημάνουμε και την επίδραση της πληροφόρησης στη συμπεριφορά των πολιτών. Οι Kamenica & Gentzkow (2011) αναφέρουν ότι όταν τα ΜΜΕ είναι προκατειλημμένα μπορούν να επηρεάσουν τους ανθρώπους ακόμα και εάν οι «καταναλωτές» των ΜΜΕ είναι λογικοί και γνωρίζουν ότι τα ΜΜΕ είναι προκατειλημμένα. Τέτοια συμβάντα πραγματοποιούνται εάν τα ΜΜΕ παραλείπουν μερικά γεγονότα ή παρέχουν σκόπιμα ατελή πληροφόρηση. Στην Ελλάδα παρατηρήσαμε μία μονομερή παρουσίαση του θέματος του κορωνοϊού ψυχολογικά φορτισμένη η οποία δεν παρουσίαζε τις διαφορετικές απόψεις παρά πολύ μεμονωμένα όπως είναι η περίπτωση του «αιρετικού» επιδημιολόγου Ιωάννη Ιωαννίδη (ΤΑΝΕΑ 2020) ενώ σε κάποιες άλλες περιπτώσεις ήταν εχθρικά όπως ήταν στην περίπτωση του καρδιολόγου Φαίδωνα Βόβολη (WePost 2020). Για να απαλλαχθούν οι άνθρωποι από αυτή την προκατάληψη των ΜΜΕ θα πρέπει να έχουν πρόσβαση σε εναλλακτικές πηγές πληροφόρησης από τις οποίες να αποκτήσουν ολοκληρωμένη πληροφόρηση. Στην κρίση τον ρόλο αυτό, δηλαδή της ολοκληρωμένης πληροφόρησης, έπαιξαν τα ανεξάρτητα ιστολόγια αλλά και ο ξένος τύπος για όσους μπορούσαν να τον παρακολουθήσουν λόγω γλώσσας.
Οι Eyster & Rabin (2009) υποστηρίζουν ότι τα ΜΜΕ ασκούν σημαντική επίδραση στη συμπεριφορά ακόμα και όταν προωθούν παραπλανητική πληροφόρηση ιδιαίτερα εάν οι άνθρωποι δεν δίνουν σημασία στα κίνητρα του αποστολέα της πληροφόρησης δηλαδή με άλλα λόγια δεν είναι πλήρως λογικοί.
Οι DellaVigna & Gentzkow (2010) υποστήριξαν ότι το αποτέλεσμα των ΜΜΕ θα είναι ισχυρότερο όταν οι λήπτες δεν είναι σίγουροι για την αλήθεια και ότι το αποτέλεσμα των ΜΜΕ εξαρτάται από την αξιοπιστία τους. Οι Chiang & Knight (2009) υποστηρίζουν ότι τα ΜΜΕ μπορούν να επηρεάσουν τη συμπεριφορά ακόμα και όταν δεν μεταφέρουν κάποια πληροφορία και ότι το πιθανό κοινό των ΜΜΕ θα πρέπει να καταβάλλει σημαντικές προσπάθειες για να αποφύγει την πειθώ των ΜΜΕ.
Συζητώντας το κατά πόσο τα ΜΜΕ μπορούν να αλλάξουν τη συμπεριφορά των ανθρώπων ή τις αντιλήψεις τους τότε θα πρέπει να δούμε εάν υπάρχει σημαντική συσχέτιση μεταξύ του βαθμού έκθεσης και τις αλλαγές στη συμπεριφορά ή στις πεποιθήσεις.
Η έρευνα των Signorelli & Morgan (1990) δείχνουν ότι υπάρχει συσχέτιση εάν και μικρή μεταξύ της έκθεσης και της συμπεριφοράς. Ο βαθμός έκθεσης στις ειδήσεις του κορωνοϊού ήταν συχνή για το ελληνικό κοινό και κρίνοντας από τα επαινετικά σχόλια του ξένου τύπου (Πρώτο Θέμα 2020), η συμπεριφορά του επηρεάστηκε μέσω της συμμόρφωσης στην κυβερνητική πολιτική (Ναυτεμπορική 2020).
Σημαντικό επίσης είναι να εξετασθεί και η αιτιότητα και εδώ υπάρχουν αρκετές ακαδημαϊκές έρευνες που έχουν μελετήσει τη βία. Ο Huesmann (1982) υποστήριξε ότι αυτοί που παρακολουθούν βίαια προγράμματα στην τηλεόραση τείνουν να είναι πιο επιθετικοί.
Για να συνεχίσουμε με τον κορωνοϊό αυτός έχει επηρεάσει και άλλους κλάδους πέραν αυτών της υγείας όπως είναι για παράδειγμα ο κλάδος του τουρισμού, των αεροπορικών εταιρειών, των αθλητικών διοργανώσεων. Το χρηματιστήριο επίσης επηρεάστηκε λόγω του φόβου που έχει προκληθεί από τον κορωνοϊό αλλά και πολλοί άνθρωποι είναι πλέον άνεργοι λόγω του κορωνοϊού (Το Βήμα 2020). Ως εκ τούτου, πολλοί δημοσιογράφοι, οι οποίοι δεν ήταν επιστημονικοί δημοσιογράφοι, ασχολούνται με το θέμα και μπορεί να γίνουν ως εκ τούτου πολλά λάθη.
Η παραπληροφόρηση είναι ένα πρόβλημα που ειδικότερα στις ημέρες μας λόγω του φόβου και πανικού που έχει προκαλέσει οδήγησε μεγάλο μέρος του κοινού να ασπάζεται θεωρίες συνωμοσίας. Ο φόβος επίσης οδηγεί αρκετούς να ψάχνει αμφίβολες θεραπείες ενώ από την άλλη οι τιμές των αντισηπτικών και των μασκών (ακόμα και αυτών που δεν είναι κατάλληλες γι’αυτό τον σκοπό) να αυξηθούν υπέρμετρα (Χριστούλιας 2020).
Στην αρχή ο ιός αναφέρονταν ως ιός της Γιουχάν και έτσι είχε λανσαριστεί στο Twitter. Κάτι τέτοιο στιγματίζει μία ολόκληρη περιοχή και τους κατοίκους της αυξάνοντας έτσι τον φόβο και την ξενοφοβία (Powell 2020). Η δημιουργία στίγματος είναι πολύ σημαντική γιατί οι άνθρωποι μπορεί να κρύβουν την ασθένεια για να μην στιγματισθούν και έτσι ο ιός να εξαπλωθεί περαιτέρω.
Τα αξιόπιστα ΜΜΕ δεν θα πρέπει να αγνοούν την παραπληροφόρηση αλλά να προσπαθούν να την αντιμετωπίσουν. Αυτό θα πρέπει να γίνει όχι μέσω διασποράς φόβου και πηγιαίων τίτλων αλλά με πραγματική γνώση για το ποιο είναι το κοινό στο οποίο απευθύνονται, με τη χρήση αξιόπιστων ειδικών, με ενσυναίσθηση για όσους έχουν πληγεί και με την απόδοση σε απλά λόγια της επιστημονικής ορολογίας. Τα ΜΜΕ θα πρέπει να δημιουργήσουν σχέση εμπιστοσύνης με το κοινό (Newhagen & Nass 1989).
Η σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ κοινού και ΜΜΕ έχει μελετηθεί ακαδημαϊκά με εντυπωσιακά συμπεράσματα. Οι Newhagen & Nass (1989) υποστήριξαν ότι η εμπιστοσύνη του κοινού σε μία είδηση εξαρτάται από την αντίληψη που έχουν για το άτομο που παρουσιάζει την ιστορία. Οι άντρες θεωρούνται πιο αξιόπιστοι από ότι οι γυναίκες (Balon, Philport & Beadle, 1978). Το δίδυμο λοιπόν δύο αντρών από ένας από αυτούς είναι γιατρός (Χαρδαλιάς και Τσιόδρας) ήταν ένα δίδυμο που δημιουργούσε αξιοπιστία (Γιανναράς 2020).
Σχετικά με τα χαρακτηριστικά του κοινού ο Jones (2004) συμπέρανε ότι οι συντηρητικοί δείχνουν μεγαλύτερη δυσπιστία στα ΜΜΕ σε αντίθεση με τους φιλελεύθερους ενώ ο Gunther (1988) υποστήριξε ότι αυτοί που έχουν πιο ακραίες συμπεριφορές είναι πιο δύσπιστοι από τους μετριοπαθείς. Δυσπιστία στα ΜΜΕ δείχνουν και εκείνοι που είναι οι εμπλεκόμενοι με το θέμα των ειδήσεων π.χ. στο θέμα του κορωνοϊού το ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό κτλ. σε αντίθεση με αυτούς που δεν είναι π.χ. όσοι απλώς παρακολουθούν τις ειδήσεις και δεν είχαν κάποιο περιστατικό στην οικογένειά τους κοκ.
Οι Tsfati και Cappella (2003) βρήκαν ότι η εμπιστοσύνη με τα ΜΜΕ συνδέεται με τον βαθμό που το κοινό διαβάζει τα μεγάλα ΜΜΕ ενώ η έλλειψη εμπιστοσύνης για τα μεγάλα ΜΜΕ σχετίζεται με την έκθεση στα μικρά και εναλλακτικά ΜΜΕ. Αρκετοί άνθρωποι διαβάζουν και βλέπουν ειδήσεις από ΜΜΕ που δεν εμπιστεύονται είτε γιατί θέλουν να ικανοποιήσουν διάφορες ανάγκες είτε γιατί κατ’αυτό τον τρόπο έρχονται σε επαφή με άλλους ανθρώπους είτε ακόμα και γιατί μπορεί να διασκεδάζουν ωστόσο προσπαθούν να φιλτράρουν την πληροφόρηση που βρίσκουν αναξιόπιστη.
Ο Tsfati (2003a, 2003b) υποστήριξε ότι η εμπιστοσύνη του κοινού στα ΜΜΕ εξαρτάται από την αποτελεσματικότητά τους. Για παράδειγμα εάν τα ΜΜΕ δημιουργούν κλίμα για κάτι, τα άτομα που εμπιστεύονταν τα ΜΜΕ ήταν πιο πιθανόν να πιστέψουν αυτό που τους έλεγαν τα μέσα παρά αυτοί που είναι πιο δύσπιστοι.
Δεν έχουν όμως βγει κάποια συμπεράσματα σχετικά με τις επιπτώσεις που έχει η δυσπιστία του κοινού στη δημοκρατία. Οι Έλληνες είναι δύσπιστοι στα μέσα (Τα Νέα 2019) όπως και οι Αμερικάνοι κάτι που από κάποιους ερευνητές θεωρείται πρόβλημα για τη δημοκρατία (Jones 2004) ενώ κάποιοι άλλοι ερευνητές (Gaziano 1988) υποστήριξαν ότι η δυσπιστία στα ΜΜΕ είναι δείγμα υγιούς σκεπτικισμού και υψηλής πολιτικής συμμετοχής και όχι πολιτικής απάθειας (Tsfati 2002, Eveland & Shah 2003). Ωστόσο οι Eveland και Shah (2003) υποστήριξαν ότι το κοινό που είναι δύσπιστο δεν συζητά συχνά πολιτικά και όταν το κάνει το κάνει με άλλους που έχουν παρόμοια ιδεολογία.
Οι Chih-Hsin Sheen et al. (2020) στην μελέτη τους για τον κορωνοϊό στην Κίνα, υποστήριξαν ότι το έλλειμμα αξιοπιστίας μίας αυταρχικής κυβέρνησης μπορεί να μειωθεί εάν επιτρέπεται η ανεξάρτητη δημοσιογραφία των πολιτών. Παρατήρησαν ότι όσο η καμπύλη των κρουσμάτων γινόταν πιο επίπεδη στην Κίνα ενώ τα κρούσματα αυξάνονταν αλλού κατέστη παγκόσμια προτεραιότητα να βρεθεί μία πρακτική λύση μείωσης του ελλείμματος αξιοπιστίας στην επικοινωνία κινδύνου σε άλλες αυταρχικές χώρες έτσι ώστε να εφαρμόσουν με αποτελεσματικό τρόπο προστατευτικά μέτρα όπως είναι η κοινωνική απόσταση και το πλύσιμο των χεριών. Η δημοσιογραφία των πολιτών είχε μέτρια αλλά ουσιαστικά αποτελέσματα. Ακόμα και σε μία αυταρχική χώρα κάποιος θα εμπιστευθεί την κυβέρνηση όταν αντιλαμβάνεται ότι η κυβέρνηση χειρίζεται την κατάσταση με διαφάνεια. Η δημοσιογραφία των πολιτών μπορεί να βοηθήσει μία αυταρχική κυβέρνηση να αυξήσει την αξιοπιστία της τόσο όσον αφορά την λήψη αποφάσεων σε κεντρικό επίπεδο όσο και στην τοπική εφαρμογή πολιτικών δημόσιας υγείας.
Πώς όμως η πληροφόρηση για την υγεία όπως αυτή διαχέεται από τα μέσα επηρεάζει τη συμπεριφορά των πολιτών σχετικά με την υγεία; Τα αποτελέσματα ερευνών δεν είναι ξεκάθαρα. Στην έρευνά τους, οι Hay, Coups, Ford & DiBonaventura (2009), κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι οι λευκοί μη ισπανόφωνοι οι οποίοι έκαναν μεγαλύτερη χρήση του Διαδικτύου και των εντύπων όσον αφορά την πληροφορία για την υγεία, είχαν μεγαλύτερη ενημέρωση όσον αφορά τις στρατηγικές πρόληψης του καρκίνου του δέρματος και έκαναν χρήση περισσότερων αντηλιακών αλλά και αναζητούσαν τη σκιά. Η έρευνα της Peña-Purcell (2008) έδειξε ότι οι Ισπανόφωνοι ανέφεραν ότι η διαδικτυακή πληροφόρηση για την υγεία τους έκανε να καταλάβουν καλύτερα τις ιατρικές συνθήκες και τις θεραπευτικές επιλογές, είχαν περισσότερη εμπιστοσύνη όταν μιλούσαν με τους γιατρούς για ιατρικά θέματα και τους βοήθησε να έχουν μία θεραπεία την οποία δεν θα την λάμβαναν διαφορετικά. Ωστόσο, διάφορες μελέτες που έγιναν την δεκαετία του 1990 (Farquhar et al. 1990, Luepker et al. 1994) δεν βρήκαν κάποια σχέση μεταξύ της έκθεσης στην πληροφόρηση στα ΜΜΕ και στην αλλαγή της συμπεριφοράς όσον αφορά την υγεία.
Οι Yanovitzky και Blitz (2000) η ιατρική συμβουλή είναι ιδιαιτέρως σημαντική για τις γυναίκες που επισκέπτονται τακτικά τον γιατρό τους ενώ τα ΜΜΕ είναι σημαντικά για τις γυναίκες που δεν επισκέπτονται συχνά τον γιατρό τους.
Ιδιαίτερα ενδιαφέρον, λόγω κορωνοϊού, είναι να δούμε πως τα Κέντρα Πρόληψης Λοιμωδών Νοσημάτων όπως είναι το αμερικανικό CDC επικοινωνούν τα θέματα υγείας στο ευρύτερο κοινό. Το CDC (Centers for Disease Control & Prevention 2010a) χρησιμοποιεί ηλεκτρονικές τεχνολογίες και στρατηγικές για την υγεία και τα κοινωνικά μέσα έτσι ώστε οι χρήστες να έχουν πρόσβαση σε αξιόπιστη επιστημονική πληροφόρηση για την υγεία. Οι κύριοι χρήστες των ηλεκτρονικών υπηρεσιών του CDC είναι γυναίκες ηλικίας 35 έως 64 ετών (70%). Ο ΕΟΔΥ αντίστοιχα στην Ελλάδα διαθέτει ηλεκτρονική σελίδα και παρουσία στα κοινωνικά μέσα. Για να επανέλθουμε στο CDC, χρησιμοποιεί τα φόρουμ στα κοινωνικά μέσα και εργαλεία με τα οποία συνδέονται με το κοινό συμπεριλαμβανομένων των Twitter, Facebook, YouTube, Flickr, DailyStrength, iTunes αλλά και σε ιστολόγια, ηλεκτρονικά παιχνίδια, ηλεκτρονικές κάρτες, κονκάρδες, εικονικές κοινότητες όπως είναι το Second Life και σε κείμενα που στέλνονται στα κινητά τηλέφωνα. Το CDC χρησιμοποιεί ένα συνδυασμό τακτικών δημοσίων σχέσεων στο πρόγραμμά του που ονομάζεται Vital Signs, ένα πρόγραμμα που λανσαρίστηκε τον Αύγουστο του 2010. Σύμφωνα με την ιστοσελίδα του CDC (2011a) «το CDC θεωρεί ότι εστιάζοντας σε ένα συγκεκριμένο θέμα χρησιμοποιώντας πολλά εργαλεία μέσων, οι πολιτείες μπορούν να εντοπίσουν καλύτερα τα προβλήματα υγείας στην περιοχή τους και να εργασθούν για να τα βελτιώσουν».
Η προσέγγιση των δημοσίων σχέσεων του CDC είναι πολύπλευρη. Το CDC έχει εννέα ιστολόγια που πραγματεύονται θέματα που κυμαίνονται από την υγεία στον χώρος εργασίας μέχρι την πρόληψη και έλεγχο του HIV. Τα ιστολόγιά του τα χρησιμοποιεί «για τον διαμοιρασμό του περιεχομένου κατά τρόπο που να μπορούν οι χρήστες να αφήνουν σχόλια αλλά και να συζητούν» και για να δώσει έναν πιο προσωπικό τόνο από ότι μία συνηθισμένη ιστοσελίδα.
Φωτεινή Μαστρογιάννη |
Η δημοσιογραφία της υγείας, τουλάχιστον στην Ελλάδα, έχει δρόμο να διανύσει και αυτό που μας έχει διδάξει η παρούσα κρίση είναι ότι η δημοσιογραφία της υγείας πρέπει να γίνει περισσότερο πλουραλιστική και να συμπεριλαμβάνει τη γνώμη όλων όσων επηρεάζονται τόσο υγειονομικά όσο και κοινωνικά, οικονομικά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου