Του Θέμη Θ. Ανθρακίδη
MSc, BSc, LLB, PhD cand.
Οικονομολόγος, Νομικός
Υπ. Διδάκτωρ Οικονομικών ΠΑ.ΜΑΚ.
Με δεδομένη την στενωπό στην οποία ευρίσκονται τα δημοσιονομικά της χώρας μας μετά από 12 έτη μνημονίων, λιτότητας και έλλειψης ρευστότητας αλλά και μειωμένης έως ανύπαρκτης πρόσβασης στις αγορές κεφαλαίων, η πανδημική κρίση επιφέρει όπως ήδη φαίνεται, ασύμμετρες συνέπειες. Ο κορμός της ελληνικής οικονομίας ούτως ή άλλως, αποτελείται από μικρές και μικρομεσαίες επιχειρήσεις, κυρίως οικογενειακού τύπου στις
οποίες απασχολείται πάνω από το 80% των εργαζομένων και στις πολύ μικρές δηλαδή από 0-9 εργαζομένους που είναι και οι περισσότερες, απασχολείται το 60% του συνόλου των ελλήνων εργαζομένων.Συνεπώς, το υψηλότερο ποσοστό της προστιθέμενης αξίας δημιουργείται από αυτές τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις οι οποίες κατά κύριο λόγο δραστηριοποιούνται στον τομέα του τουρισμού, των υπηρεσιών εν γένει και των μεταφορών και της εστίασης με χαμηλό βαθμό ψηφιοποίησης των υπηρεσιών τους και με περιορισμένα κεφάλαια κίνησης και πρόσβαση στον τραπεζικό δανεισμό. Το γεγονός αυτό της ιδιαίτερης παραγωγικής δομής της, καταδεικνύει το εύρος στο οποίο καθίσταται η ελληνική οικονομία ευάλωτη σε διακυμάνσεις και εξωγενή shock.
Η ελληνική κυβέρνηση και δη το Υπουργείο Οικονομικών, στην προσπάθεια αντιμετώπισης των δυσμενών συνεπειών της πανδημικής κρίσης, οφείλει να λάβει υπόψη τις εγγενείς αδυναμίες και τις ιδιαιτερότητες της ελληνικής οικονομίας και μετασχηματίσει το μοντέλο με το οποίο αναπτύσσει τα διαθέσιμα εγχώρια και ευρωπαϊκά χρηματοδοτικά εργαλεία.
Από τα μέχρι στιγμής δεδομένα και από τις καταγγελίες μικρομεσαίων επιχειρηματιών αλλά και τις μαρτυρίες τραπεζικών στελεχών, παρατηρείται το φαινόμενο της χρησιμοποίησης δημοσίων πόρων από τις τράπεζες για την εξυπηρέτηση κατά το δοκούν και με κριτήρια αποκλειστικά αυστηρής τραπεζικής πίστης του δικού τους υφιστάμενου δικτύου πελατών αλλά και με σκοπό την ανάπτυξη και εμβάθυνση του πελατολογίου τους με χορήγηση δανείων σε επιχειρήσεις οι οποίες εντέλει δεν είναι αυτές που το έχουν ανάγκη ή έστω έχουν μικρότερες ανάγκες σε ρευστότητα.
Άλλωστε, είναι απολύτως αναμενόμενο τα τραπεζικά στελέχη να δίνουν απόλυτη προτεραιότητα στις μεγάλες εταιρίες που παρουσιάζουν εύρωστα οικονομικά στοιχεία αλλά όμως ακριβώς αυτό το γεγονός καθιστά τον δανεισμό τους μη απαραίτητο και ακυρώνει στην πράξη την στόχευση των δανειακών αυτών προϊόντων για την στήριξη των σοβαρά πληττόμενων επιχειρήσεων λόγω κορωνοϊού.
Έτσι, μένουν εκτός πρόσβασης σε κεφάλαια κίνησης απολύτως απαραίτητα για την επιβίωση τους επιχειρήσεις μικρές και μικρομεσαίες που ναι μεν είναι τυπικά φερέγγυες αλλά δεν έχουν την δυνατότητα και την δύναμη να ανταγωνιστούν με κριτήρια αξιόχρεου τις μεγάλες επιχειρήσεις. Πόσω μάλλον όταν το ίδιο το τραπεζικό σύστημα, αποφεύγει την δανειοδότηση μικρότερων επιχειρήσεων, προσπαθώντας να διατηρήσει υγιείς ισολογισμούς και να μειώσει όσο το δυνατόν περισσότερο την έκθεση σε μη εξυπηρετούμενα δάνεια λόγω της τραυματικής εμπειρίας του πρόσφατου παρελθόντος.
Κάθε ημέρα όμως που περνά, απομειώνεται έτι περαιτέρω η καθαρή θέση των μικρών αυτών επιχειρήσεων και κατ’ επέκταση φθίνει η φερεγγυότητα και το αξιόχρεο τους καθώς συρρικνώνονται τα περιουσιακά στοιχεία και αυξάνονται οι υποχρεώσεις.
Γεγονός που καταδεικνύει την προχειρότητα και την ταχύτητα με την οποία στήθηκε ή μάλλον εκχωρήθηκε προς τις τράπεζες ο μηχανισμός έγκρισης μέσω δικών τους κριτηρίων και εντέλει χορήγησης των δανείων που είναι με κρατικό ή ευρωπαϊκό χρήμα και με επιδοτούμενα επιτόκια μέσω χρημάτων φορολογουμένων, είναι ότι μέσα σε ένα ασφυκτικό πλαίσιο ολίγων εβδομάδων αξιολογήθηκαν φάκελοι που υπό άλλες συνθήκες θα χρειάζονταν μήνες ίσως και μισό χρόνο για να γίνουν.
Τα τραπεζικά ιδρύματα έχοντας πλήρη ελευθερία όσον αφορά το σε ποιους θα κατευθύνουν τους πόρους του ΤΕΠΙΧ ΙΙ (2 δις ευρώ) αρχικά αλλά και του ταμείου Εγγυοδοσίας (7.2 δις ευρώ) έπειτα, ενέκριναν μονάχα τις επιχειρήσεις εκείνες που κατά τα δικά τους κριτήρια πληρούν ένα προφίλ αξιόχρεου δανειολήπτη.
Παρατηρήθηκαν έτσι φαινόμενα λήψης δανείων από επιχειρήσεις που δεν έχουν πρόβλημα ρευστότητας αλλά θα χρησιμοποιήσουν τα δάνεια αυτά μόνο για να κερδίσουν από την διαφορά των επιτοκίων. Καθώς λοιπόν τα επιτόκια από τα επιδοτούμενα δάνεια θα κυμαίνονται περί το 4% ενώ τα άλλα επιχειρηματικά περί το 7-8%, μια επιχείρηση ουσιαστικά μέσω των χρηματοδοτικών αυτών εργαλείων θα κερδίσει κάποιες χιλιάδες ευρώ πολλές φορές και για την αποπληρωμή παλαιότερων δανειακών υποχρεώσεων έστω κι αν αυτό απαγορεύεται.
Επειδή όμως οι δημόσιοι πόροι είναι πεπερασμένοι και όχι ανεξάντλητοι, το κράτος όφειλε ευθύς εξαρχής να θέσει εκείνο τα κριτήρια και τους όρους των ελέγχων επιλεξιμότητας στις τράπεζες. Να αποστείλει ελεγκτές του Υπουργείου Οικονομικών στα κεντρικά των τραπεζών για να ελέγχουν δειγματοληπτικά σε real time τις εκθέσεις αξιολόγησης των φακέλων, έχοντας την εξουσιοδότηση να επιβάλουν αποφάσεις χορήγησης όπως και απόρριψης, πάντοτε δυνάμει των κριτηρίων τα οποία το ελληνικό δημόσιο θα έχει θέσει και θα αφορούν κάλυψη πραγματικών αναγκών ρευστότητας και κεφαλαίων κίνησης. Δηλαδή την τρόπον τινά επιβολή και «κοινωνικών κριτηρίων» στη δανειοδότηση, όπως την αναλογική σύνδεση του ύψους της δανειοδότησης εκάστης επιχείρησης με το μέγεθος της ζημίας που αυτή υπέστη αλλά και με τον αριθμό των εργαζομένων σε αυτή και φυσικά τον κλάδο της οικονομίας στον οποίο συμμετέχει, Δεν επλήγησαν όλοι το ίδιο.
Σίγουρα πάντως το ανώτατο πλαφόν του εγγυημένου κατά 80% από το ελληνικό δημόσιο και το Ταμείο Εγγυοδοσίας Επιχειρήσεων θα πρέπει να είναι χαμηλότερο από τις 500.000 ευρώ που ήδη ισχύει, ώστε να επιτευχθεί όσο το δυνατόν μεγαλύτερο εύρος δικαιούχων και να εξαλειφθεί το φαινόμενο που παρατηρείται να πηγαίνουν πολλά χρήματα σε λίγους δικαιούχους.
Τη στιγμή αυτή που μιλάμε, τα τραπεζικά κριτήρια δημιουργούν ένα αγχώδες περιβάλλον άνισων ευκαιριών και μη ελεύθερου ανταγωνισμού για περιορισμένους άλλωστε πόρους που δεν επαρκούν για όλους. Οι μικρές επιχειρήσεις εκ της φύσεως τους δεν αντέχουν για πολύ καιρό σε πιέσεις ρευστότητας.
Μέσα σε όλα αυτά οι επιχειρήσεις κυρίως του τουριστικού κλάδου και της εστίασης, έχουν να αντιμετωπίσουν και απρόβλεπτα κόστη κάλυψης των επιβαλλόμενων απαιτήσεων υγιεινής και ασφάλειας που αυξάνουν υπέρμετρα τις δαπάνες.
Όποιον επιχειρηματία και να ρωτήσουμε, θα μας απαντήσει το ίδιο. Το μεγαλύτερο πρόβλημα για μια επιχείρηση είναι η ρευστότητα. Η διαδικασία χορήγησης δανείων και η διοικητική διαδικασία πρόσβασης σε χρηματοδότηση με την εγγύηση του κράτους αλλά και την επιδότηση των επιτοκίων θα έπρεπε πάνω απ’ όλα να είναι διαφανής.
Επίσης, θα μπορούσε το κράτος να επιδοτήσει τα τοκοχρεολύσια υφιστάμενων δανείων επιχειρήσεων με κριτήρια ζημίας που υπέστησαν λόγω κορωνοϊού. Έτσι, θα επισπευσθούν οι διαδικασίες και οι πόροι θα κατευθυνθούν σε επιχειρήσεις που πραγματικά το έχουν ανάγκη.
Ενώ η επιστρεπτέα προκαταβολή είναι ένα εργαλεία που πραγματικά βοηθάει τις επιχειρήσεις και χορηγείται με ορθολογικά κριτήρια και σε πολλούς, δεν συμβαίνει το ίδιο και με τα έκτακτα δάνεια μέσω τραπεζών. Θα μπορούσε μέσω επιχορήγησης και επιδότησης επιτοκίων να ελαφρυνθεί το υφιστάμενο τοκοχρεολύσιο μιας επιχείρησης και σε συνδυασμό με την χορήγηση σχεδόν άτοκων δανείων από το κράτος μέσω της επιστρεπτέας προκαταβολής να ανακουφιστούν χιλιάδες επιχειρήσεις.
Η κυβέρνηση και το Υπουργείο Οικονομικών οφείλει έστω και τώρα να αναδιατάξει τους μηχανισμούς αντιμετώπισης απέναντι στην κρίση του κορωνοϊού και να αναθεωρήσει τους όρους και τους στόχους αναζητώντας ακόμη και εναλλακτικά χρηματοδοτικά εργαλεία για να διανείμει τις χορηγήσεις.
Αν τελικά καταρρεύσει ένα μεγάλο μέρος των επιχειρήσεων που επλήγησαν από την πανδημική κρίση, τότε θα καταρρεύσει και ο κορμός της απασχόλησης στη χώρα και φυσικά θα αυξηθούν κατακόρυφα τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια με συνέπειες ανυπολόγιστες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου