Του Αρη Χατζηστεφάνου
Ο δισεκατομμυριούχος πρόεδρος της Ρεάλ Μαδρίτης αποτέλεσε συνώνυμο των μεγάλων ιδιωτικοποιήσεων που σημάδεψαν την Ισπανία στη δεκαετία του ’90. Σήμερα, ορισμένες από τις ιδιωτικές υπηρεσίες πρόνοιας που ελέγχει κατηγορούνται για το χάος αλλά και για δεκάδες νεκρούς
Kαθώς οι παίκτες της Ρεάλ Μαδρίτης και της Μπαρτσελόνα εγκατέλειπαν τα γήπεδα λόγω του κορονοϊού, οι λάτρεις του Ελ Κλάσικο -της ισπανικής εκδοχής της «μάχης των αιωνίων»- αναζητούσαν άλλους τομείς για να συγκρίνουν τα κατορθώματα των ομάδων τους. Ούτως ή άλλως η αντιπαράθεση των δύο
ομάδων δεν σταματούσε ποτέ στον αγωνιστικό χώρο. Η Ρεάλ ήταν πάντοτε συνδεδεμένη με την κεντρική εξουσία του ισπανικού κράτους, ενώ η Μπάρτσα απευθυνόταν στις καρδιές των ηττημένων του ισπανικού εμφυλίου και στους οπαδούς της ανεξαρτητοποίησης της Καταλονίας.
Στη μάχη του κορονοϊού, λοιπόν, η Μπαρτσελόνα φάνηκε να κερδίζει τις πρώτες μάχες φιλανθρωπίας όταν προσέφερε τα δικαιώματα χρήσης του ονόματος του γηπέδου της (Καμπ Νόου) για την αντιμετώπιση της πανδημίας. Η Ρεάλ απάντησε ανακοινώνοντας ότι προσφέρει το Μπερναμπέου ως χώρο αποθήκευσης υγειονομικού υλικού. Παράλληλα παίκτες και από τις δύο ομάδες, όπως ο Γκάρεθ Μπέιλ, ο Λιονέλ Μέσι και ο Σέρχιο Ράμος, προσέφεραν δωρεές εκατομμυρίων ευρώ για την αγορά μασκών για τους γιατρούς και το προσωπικό νοσοκομείων.
Οσοι ασχολήθηκαν όμως με τον ρόλο που έπαιξαν σε αυτή την κρίση οι επιχειρηματίες του ισπανικού ποδοσφαίρου, διαπίστωσαν ότι ένα μαύρο σύννεφο πλανιέται τους τελευταίους μήνες πάνω από το Μπερναμπέου στη Μαδρίτη. Οπως τιτλοφορούσε πρόσφατο άρθρο του ο Ισπανός δημοσιογράφος Εογκαν Γκιλμάρτιν, στο περιοδικό Jacobin, «ο πρόεδρος της Ρεάλ Μαδρίτης προήδρευσε και της καταστροφής που έφερε ο κορονοϊός στους οίκους ευγηρίας».
Στα τέλη Μαρτίου, όταν δυνάμεις του ισπανικού στρατού κλήθηκαν να αναλάβουν την απολύμανση κτιρίων και νοσοκομείων της πόλης, βρέθηκαν αντιμέτωποι με εικόνες φρίκης. Ηλικιωμένοι ζούσαν σχεδόν σε απόλυτη εγκατάλειψη σε γηροκομεία, ενώ σύμφωνα με την υπουργό Αμυνας, Μαργκαρίτα Ρόμπλες, αρκετοί βρέθηκαν νεκροί στα κρεβάτια τους. Σήμερα αναλυτές εκτιμούν ότι ένας στους δέκα κατοίκους της πόλης που πέθαναν από τον COVID-19 βρισκόταν σε κάποιο γηροκομείο. Ο ακριβής υπολογισμός του αριθμού των θυμάτων βέβαια είναι πρακτικά αδύνατος καθώς, σύμφωνα με καταγγελίες, οι διευθυντές των ιδρυμάτων απέκρυπταν τα πραγματικά αίτια θανάτου. Σε μια περίπτωση μάλιστα κατηγορήθηκαν ότι στοίβαζαν προσωρινά τα πτώματα σε αποθήκες.
Το πρόβλημα αποδόθηκε από τις πρώτες ημέρες στη μαζική ιδιωτικοποίηση των δομών φιλοξενίας που είχε αποτέλεσμα οι ηλικιωμένοι να αντιμετωπίζονται απλώς σαν αριθμοί στο πελατολόγιο μεγάλων εταιρειών. Σε αυτή την εξέλιξη, η οποία ξεκινά με τον νεοφιλελεύθερο «εκσυγχρονισμό» της δεκαετίας του ’90, ο πρόεδρος της Ρεάλ Μαδρίτης ήταν μια από τις πιο εμβληματικές φυσιογνωμίες μαζί με τον τότε πρωθυπουργό Χοσέ Μαρία Αθνάρ.
Η εταιρεία υπηρεσιών Clece, που με τη σειρά της ανήκει στον γιγαντιαίο όμιλο επιχειρήσεων ACS Group του Φλορεντίνο Πέρες, βρέθηκε ανάμεσα στους μεγάλους κερδισμένους της ιδιωτικοποίησης των δομών υγείας και φιλοξενίας ηλικιωμένων της Μαδρίτης. Σήμερα ελέγχει από βρεφονηπιακούς σταθμούς και κέντρα υποδοχής αστέγων και κακοποιημένων γυναικών μέχρι υπηρεσίες ανεφοδιασμού και καθαρισμού νοσοκομείων αλλά και τουλάχιστον 60 γηροκομεία. Σε αρκετά από αυτά εργαζόμενοι είχαν καταγγείλει απαράδεκτες συνθήκες εκμετάλλευσης, ενώ πρόσφατα βρέθηκαν στο επίκεντρο της τραγωδίας του κορονοϊού.
Η κυριαρχία της Clece, στον τομέα που κάποτε ανήκε στις δημόσιες υπηρεσίες πρόνοιας, επιτεύχθηκε την περίοδο που η φούσκα της ισπανικής χρηματαγοράς μετέτρεπε την ACS σε έναν από τους μεγαλύτερους ομίλους κατασκευών και τηλεπικοινωνιών του πλανήτη. Ο Πέρες μάλιστα διοικούσε την αυτοκρατορία του με το ίδιο νεοφιλελεύθερο μοντέλο με το οποίο αντιμετώπιζε και τη Ρεάλ Μαδρίτης.
Αποτελεί ίσως ειρωνεία της τύχης ότι η ομάδα που συνέδεσε το όνομά της με την κεντρική εξουσία του ισπανικού κράτους (ακόμη και στις πιο αιμοσταγείς εκφάνσεις του) βρέθηκε υπό τον έλεγχο του βασιλιά των αποκρατικοποιήσεων. Η αγαπημένη ομάδα του βασιλιά και του δικτάτορα Φράνκο αποχωρίστηκε τα περισσότερα από τα περιουσιακά της στοιχεία και μαζί το χρέος εκατοντάδων εκατομμυρίων που τη βάραινε και ξεκίνησε μια ξέφρενη αγορά ξένων παικτών που τη μετέτρεψε στο Ελντοράντο των καλύτερων ποδοσφαιριστών του πλανήτη.
«Νεοφιλελεύθερο» φυσικά σήμαινε και σε αυτή την περίπτωση «κρατικοδίαιτο» καθώς η ομάδα, όπως και ο όμιλος ACS επωφελούνταν από σειρά εργολαβιών και χρηματοδοτήσεων του Δημοσίου – άλλοτε με την ανάθεση φαραωνικών κατασκευών και άλλοτε με ύποπτα δάνεια τραπεζών, όπως η Caja Madrid, που συνδέονταν με το πολιτικό περιβάλλον του Αθνάρ.
Εάν όμως οι επιχειρηματικές επιπτώσεις αυτού του νεοφιλελεύθερου πάρτι αφορούν σήμερα τους ιστορικούς ή στην καλύτερη περίπτωση τους εισαγγελείς οικονομικού εγκλήματος, σε ό,τι αφορά τον κλάδο της υγείας ενδιαφέρουν περισσότερο τους ιατροδικαστές και τους νεκροθάφτες. Εχοντας ένα από τα πλέον ιδιωτικοποιημένα συστήματα υγείας στην Ευρώπη, η πόλη της Μαδρίτης μετατράπηκε και σε ένα από τα επίκεντρα της πανδημίας, με τους ηλικιωμένους να πληρώνουν το βαρύτερο τίμημα.
Από την πανδημία του κορονοϊού λοιπόν η Μπαρτσελόνα μπορεί να βγαίνει καταχρεωμένη και αντιμέτωπη με τις εσωτερικές έριδες των στελεχών της, αλλά φαίνεται να κέρδισε το «ηθικό πλεονέκτημα» στη μάχη του Ελ Κλάσικο. Οχι για αυτά που έκανε η ίδια, αλλά για αυτά που έκανε ο πρόεδρος του αιώνιου αντιπάλου της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου