Του Σπύρου Μανουσέλη
Το ιδανικό σενάριο για την πανδημία της νόσου COVID-19 θα ήταν όσοι αναρρώνουν από αυτήν να αποκτούν, αυτομάτως και εφ’ όρου ζωής, ανοσία στον κορονοϊό, όπως συμβαίνει με άλλες ιογενείς ασθένειες. Τι θα γίνει, όμως, αν αυτό αποδειχτεί ανέφικτο, όπως συμβαίνει με τον ιό του έρπη και της γρίπης;
Πώς το ανοσοποιητικό μας σύστημα καταφέρνει να διατηρεί ενεργή και αποτελεσματική την ανοσοαπόκρισή του απέναντι στον νέο κορονοϊό; Αραγε οι άνθρωποι που έχουν αντισώματα κατά του κορονοϊού Sars CoV-2 για πόσο χρόνο θα διαθέτουν κάποια ανοσία στη νόσο
COVID-19 που αυτός προκαλεί; Οπως θα δούμε, επειδή η επιδημία του νέου κορονοϊού εμφανίστηκε μόλις πριν από μερικούς μήνες, οι ανοσολόγοι και οι επιδημιολόγοι δεν γνωρίζουν ακόμη αν η ανοσία μας σε αυτόν θα διαρκέσει μερικούς μήνες, έναν χρόνο ή εάν θα είναι ισόβια.
Μετά από τέσσερις δύσκολους μήνες εισερχόμαστε δειλά δειλά στη «Φάση 2» της πανδημίας του νέου κορονοϊού. Μια νέα και, ας ελπίσουμε, πιο νηφάλια φάση ως προς την αντιμετώπιση της πανδημίας, που στο επίκεντρό της θα πρέπει να είναι η σταδιακή «ανοσοποίηση» των ανθρώπων, τόσο απέναντι στη νέα μεταδοτική νόσο, όσο και στη, μέχρι σήμερα, πανικόβλητη και ανορθολογική αντιμετώπισή της.
H πολυσυζητημένη και πολυπόθητη, στις μέρες μας, «ανοσία της αγέλης» (herd immunity) επιτυγχάνεται όταν ένας αρκετά μεγάλος αριθμός ατόμων ενός πληθυσμού, αφού μολυνθεί από κάποιον μολυσματικό παράγοντα (μικρόβιο ή ιό), αποκτά ανοσία στις λοιμώξεις από αυτόν τον παράγοντα. Οπότε η μολυσματική νόσος δεν εξαπλώνεται στον πληθυσμό, ούτε δημιουργεί νέες επιδημίες αν, μετέπειτα, επανεμφανιστεί ο ίδιος μολυσματικός παράγοντας.
Η άμεση συνέπεια της παρουσίας αυτής της συλλογικής ή πληθυσμιακής ανοσίας (community ή population immunity) είναι ότι τα περισσότερα άτομα που ανήκουν σε ευπαθείς ομάδες δεν διατρέχουν πια αυξημένο κίνδυνο να νοσήσουν αλλά προστατεύονται από τη συγκεκριμένη λοίμωξη επειδή περιβάλλονται από ανθρώπους που έχουν αναπτύξει ανοσία σε αυτήν.
Πράγματι, γνωρίζουμε την ύπαρξη στους ανθρώπινους πληθυσμούς του φαινομένου της επίκτητης συλλογικής ανοσίας σε ορισμένες μεταδοτικές ασθένειες ήδη από τη δεκαετία 1930, όταν δημοσιεύτηκε η επιδημιολογική έρευνα του Αμερικανού γιατρού A.W. Hedrich για την ιλαρά στα παιδιά: όσο αυξανόταν ο αριθμός των παιδιών που αποκτούσαν ανοσία στην ιλαρά τόσο μειωνόταν ο αριθμός των νέων κρουσμάτων.
Η «ανοσία της αγέλης» μπορεί να επιτευχθεί με δύο τρόπους: είτε μέσω μαζικών προληπτικών εμβολιασμών, είτε μέσω της φυσικής λοίμωξης και νόσησης αρκετά μεγάλου αριθμού ατόμων ενός πληθυσμού από έναν συγκεκριμένο μολυσματικό παράγοντα, προκειμένου να αναπτύξουν εξειδικευμένα αντισώματα σε αυτόν τον μολυσματικό παράγοντα.
Οσο για τις βασικές διαφορές της ανοσίας μέσω εμβολιασμού από την ανοσία μέσω νόσησης είναι, αφενός, η αποτελεσματικότητα και, αφετέρου, οι χρόνοι που απαιτούνται: ο εμβολιασμός είναι ένας σχετικά γρήγορος, τεχνητός τρόπος επίτευξης συλλογικής ανοσίας μέσω της εισόδου μιας εξασθενημένης εκδοχής του ιού, ενώ οι πολυάριθμες φυσικές μολύνσεις είναι ένας πιο αποτελεσματικός -αλλά και πολύ πιο χρονοβόρος- τρόπος για να αναπτύξει ένας πληθυσμός ανοσία στην ίδια ιογενή νόσο.
Και οι δύο τρόποι ανοσίας, ωστόσο, προϋποθέτουν την ενεργοποίηση των ίδιων ακριβώς μηχανισμών του ανοσιακού συστήματος των οργανισμών. Οσο για τη χρονική διάρκεια που διατηρείται η ανοσία, αυτή κυμαίνεται και εξαρτάται από τον παθογόνο παράγοντα. Για παράδειγμα, η διάρκεια της ανοσίας μας στην εποχική γρίπη διαφέρει από αυτήν στις νόσους από τους άλλους κορονοϊούς που μολύνουν τους ανθρώπους.
Οι ασθενείς που αναρρώνουν έχοντας δημιουργήσει αντισώματα κατά του Sars CoV-2 συνήθως αναπτύσσουν κάποια ανοσία στη νόσο COVID-19 που αυτός προκαλεί. Για πόσο χρόνο, όμως, το ανοσοποιητικό τους σύστημα διατηρεί την ικανότητα ανοσοαπόκρισης στον νέο κορονοϊό; Σε αυτό το αποφασιστικό ερώτημα για την αντιμετώπιση της νέας πανδημίας, οι λοιμωξιολόγοι και οι επιδημιολόγοι δεν διαθέτουν ακόμη σαφείς απαντήσεις για το αν αυτή η ανοσία διαρκεί μερικούς μήνες, έναν ή ενάμιση χρόνο, ή αν θα είναι ισόβια.
Η δεύτερη φάση της πανδημίας
Αν κατά την πρώτη φάση της εκδήλωσης της τρέχουσας πανδημίας, η ταχύτατη και ευρύτατη διάδοση του νέου κορονοϊού προκάλεσε τις ακραίες και συχνά αδικαιολόγητες αντιδράσεις πανικού των ανθρώπων, τώρα, μετά από τέσσερις δύσκολους μήνες, μπαίνουμε στη δεύτερη φάση: της αναθεώρησης και της ανάκλησης πολλών εσφαλμένων και εμφανώς αδιέξοδων «λύσεων» που είχαν υιοθετηθεί κατά την πρώτη φάση.
Μια νέα και, ας ελπίσουμε, πιο νηφάλια «Φάση 2» στην αντιμετώπιση της πανδημίας, όπου στο επίκεντρό της θα πρέπει να είναι η σταδιακή «ανοσοποίηση» του πληθυσμού, τόσο απέναντι στη νέα μεταδοτική νόσο, όσο και στη, μέχρι τώρα, πανικόβλητη και ανορθολογική αντιμετώπισή της.
Στη Φάση 2 που εισερχόμαστε δειλά δειλά, το αποφασιστικό ερώτημα θα είναι αν το ανοσιακό σύστημα του οργανισμού μας μπορεί να παραγάγει τον αναγκαίο αριθμό αντισωμάτων που αναγνωρίζουν και απομνημονεύουν τα ιδιαίτερα βιοχημικά σήματα της εισόδου των κορονοϊών στο σώμα μας.
Η παρουσία και η καλή λειτουργία αυτής της «ανοσιακής μνήμης» είναι απαραίτητη για να πυροδοτηθούν οι μηχανισμοί άμυνας αν, στο μέλλον, ο οργανισμός μολυνθεί εκ νέου από τον ίδιο κορονοϊό. Κοντολογίς, αν έχει ανοσοποιηθεί επαρκώς απέναντι σε αυτή την πηγή λοίμωξης.
Συνήθως, το ανοσοποιητικό σύστημα περιγράφεται ως μία «πολεμική μηχανή» που μας προστατεύει από τις «επιθέσεις» των μικροοργανισμών (βακτήρια, ιοί) και ενεργοποιείται για να τους εξαλείφει. Μια πολεμοχαρής περιγραφή, που αδικεί τις πολύπλοκες ανοσιακές λειτουργίες αυτού του αξιοθαύμαστου συστήματος.
Για τη σύγχρονη Ανοσολογία, αντίθετα, το ανοσιακό σύστημα εξελίχθηκε και διαρκώς εξελίσσεται ως βιολογική μηχανή αναγνώρισης, εντοπισμού του «ιδίου» από το «ξένο», που μόνο όταν είναι απαραίτητο λειτουργεί ως πολεμική μηχανή εξάλειψης των πιο «δύστροπων», απροσάρμοστων και άρα επικίνδυνων εισβολέων!
Στην πραγματικότητα υπάρχουν δύο διαφορετικές αλλά στενά συνδεδεμένες μορφές ανοσίας: μία πρωτογενής, στοιχειώδης «έμφυτη ανοσία», που τίθεται σε λειτουργία αμέσως μόλις εισβάλει στον οργανισμό μας ένας ξένος και δυνητικά επικίνδυνος μολυσματικός παράγοντας. Υπάρχει ωστόσο και μία πολύ πιο περίπλοκη «προσαρμοστική ανοσία», η οποία ενεργοποιείται κατόπιν.
Σ’ αυτή τη δεύτερη περίπτωση, παράγονται από τα ανοσοκύτταρα εξειδικευμένα πρωτεϊνικά μόρια, τα αντισώματα, τα οποία αναγνωρίζουν επιλεκτικά τους μολυσματικούς παράγοντες (τα αντιγόνα) και πυροδοτούν τις κατάλληλες ανοσιακές αντιδράσεις για την εξάλειψη ή, εναλλακτικά, την ένταξη των ξένων μικροοργανισμών στο περιβάλλον του οργανισμού.
Εξάλλου, αυτήν τη θεμελιώδη ικανότητα του ανοσοποιητικού μας συστήματος και ειδικότερα της «προσαρμοστικής ανοσίας» να διακρίνει και να «θυμάται» επακριβώς τους μολυσματικούς παράγοντες με τους οποίους έχει έλθει σε επαφή, εκμεταλλεύονται τα εμβόλια που δημιουργούμε για να προστατευτούμε από μια σειρά ιογενείς νόσους. Πράγματι, τα εμβόλια εισάγουν στον οργανισμό μας μια ακίνδυνη και απλουστευμένη εκδοχή του ιού, ώστε το ανοσοποιητικό μας σύστημα να μάθει να τον αναγνωρίζει και να τον αντιμετωπίζει όποτε εμφανίζεται, ώστε να μην μπορεί πια να εκδηλώνει τη μολυσματική δράση του.
Για πάντα μαζί;
Η ιστορία της συμβίωσης των κυττάρων μας με τους ιούς -άλλοτε ειρηνική και άλλοτε ιδιαίτερα ταραγμένη- χάνεται στα βάθη του χρόνου. Οπως είδαμε στα δύο προηγούμενα άρθρα μας, η δαρβινική εξέλιξη μέσω της φυσικής επιλογής είναι αυτή που τελικά αποφασίζει για το ποιοι ιοί μπορούν να μολύνουν το ανθρώπινο είδος, καθώς και το ποιοι από εμάς τους ξενιστές τους θα επιβιώσουν από αυτή την αναπόφευκτη συμβίωση.
Υπό αυτή την έννοια, η διαρκής επαφή μας με τους επικίνδυνος μικροοργανισμούς και τους ιούς έπαιξε και εξακολουθεί να παίζει αποφασιστικό ρόλο για την εξέλιξη και τη συνεχή βελτίωση του ανοσοποιητικού μας συστήματος. Το οποίο όχι μόνο δεν εξαλείφει όλους τους ιούς με τους οποίους έρχεται σε επαφή, αλλά, όταν δεν είναι ιδιαίτερα απειλητικοί, τους επιτρέπει να ενσωματώνονται μονίμως στο DNA μας και τους χρησιμοποιεί για την επιβίωσή μας.
Οπως και τα υπόλοιπα θηλαστικά, το ανθρώπινο ανοσοποιητικό σύστημα διαθέτει ειδικά λεμφοκύτταρα-Β που παράγουν τα εξειδικευμένα για τον νέο κορονοϊό «αντισώματα», καθώς και άλλα λεμφοκύτταρα-Τ που μπορούν να καταστέλλουν ή να εξαλείφουν τον κορονοϊό (προσαρμοστική ανοσία). Ομως, αυτά τα ανοσοκύτταρα για να ενεργοποιηθούν χρειάζονται τη δράση και τα χημικά σήματα των ανοσοκυττάρων της πρωτογενούς έμφυτης ανοσίας.
Κατανοούμε λοιπόν το γιατί οι ανοσολόγοι δεν μπορούν να προβλέψουν ποια θα είναι η ανοσοαπόκριση του ανθρώπινου οργανισμού στον νέο κορονοϊό, καθώς και το ότι το ανοσιακό μας σύστημα θα χρειαστεί αρκετό χρόνο για να δημιουργήσει αυθόρμητα, δηλαδή χωρίς το κατάλληλο εμβόλιο, ανοσία της αγέλης για τον νέο κορονοϊό. Ισως τελικά θα κάνουμε πολύ πιο εύκολη τη ζωή μας αν συνειδητοποιήσουμε εγκαίρως και αποδεχτούμε ότι πιθανότατα ο νέος κορονοϊός ήλθε για να μείνει.
Τα υπέρ και τα κατά της ανοσίας της αγέλης
Πριν από μερικές ημέρες, στις 14 Μαΐου, κατά την επίσημη ενημέρωση του υπουργείου Υγείας, ο καθηγητής Σωτήρης Τσιόδρας δήλωσε: «Η ήπια πορεία της νόσου στη χώρα μας δεν συνοδεύεται από σημαντικά ποσοστά ανοσίας». Παραδέχτηκε μάλιστα ότι, με βάση τις επιστημονικές εκτιμήσεις, πιθανώς μόλις το 0,5% των Ελλήνων έχει δημιουργήσει ανοσία στον νέο κορονοϊό.
Αναμφίβολα, ένα πολύ μικρό ποσοστό ανοσίας, που, επιπλέον, ενδέχεται να είναι ανακριβές, δεδομένου του πολύ μικρού αριθμού τεστ αντισωμάτων που έχουν γίνει μέχρι σήμερα στον τόπο μας για να καθοριστούν με σχετική ασφάλεια η συνολική δυναμική της μετάδοσης και ο πιθανός αριθμός των κρουσμάτων του κορονοϊού. Τα πράγματα δεν είναι πολύ καλύτερα και στον υπόλοιπο πλανήτη, αφού αγνοούμε σε τι ποσοστό οι διάφοροι ανθρώπινοι πληθυσμοί έχουν αναπτύξει αντισώματα και επομένως σε ποιο σημείο βρίσκεται η πορεία προς την ανοσία της αγέλης.
Σε αυτό το σημείο, οφείλουμε να παραδεχτούμε ότι, με βάση τα στοιχεία που διαθέτουμε μέχρι σήμερα, είναι πολύ δύσκολο να εκτιμηθεί αντικειμενικά και με σχετική ακρίβεια ποιο είναι το ποσοστό του πληθυσμού που θα πρέπει να αποκτήσει ανοσία στη νόσο COVID-19 ώστε να προστατευτεί ο υπόλοιπος πληθυσμός. Απαιτούνται πολύ περισσότερα επιδημιολογικά και κλινικά δεδομένα τόσο για τη μεταδοτικότητα της νόσου από άνθρωπο σε άνθρωπο όσο και για την ανοσιακή απόκριση μετά από λοίμωξη με τον SARS-CoV-2.
Και τα πράγματα περιπλέκονται επειδή οι ανθρώπινοι ξενιστές του νέου κορονοϊού δεν είναι συνήθως «ασθενείς», αλλά ασυμπτωματικοί φορείς, που μεταδίδουν ανέμελα τον κορονοϊό, συμβάλλοντας -χωρίς να το γνωρίζουν- στην επίτευξη της ανοσίας της αγέλης.
Ποια είναι ωστόσο τα μακροπρόθεσμα οφέλη και ποιοι οι άμεσοι κίνδυνοι από την υιοθέτηση της ανοσίας της αγέλης ως κεντρικής βιοϊατρικής στρατηγικής, που επιτυγχάνεται όχι μέσω εμβολιασμού, αλλά μέσω της ελεύθερης διάδοσης και της ευρύτερης δυνατής λοίμωξης από τον νέο κορονοϊό;
Το μεγαλύτερο εμπόδιο στην αποδοχή της ανοσίας της αγέλης, ως πρωταρχικής στρατηγικής για την αντιμετώπιση της νέας πανδημίας, είναι ότι θα έπρεπε σε μια χώρα να επιτραπεί η ταχύτατη εξάπλωση της νόσησης από τον κορονοϊό, ώστε να μολυνθεί ένα σημαντικό μέρος του πληθυσμού της (περίπου το 40% έως 60%), γνωρίζοντας ότι ένα μέρος από αυτούς τους ανθρώπους -έστω και σχετικά μικρό- θα πεθάνει.
Κάτι που θα μπορούσε, τουλάχιστον πρόσκαιρα, να αποφευχθεί με τη συγκράτηση της διάδοσης της νόσου μέσω της επιβολής καθολικής καραντίνας. Και αυτή ήταν η επιλογή των περισσότερων κυβερνήσεων, όχι τόσο για να εξαλείψουν τον κορονοϊό -κάτι εντελώς ανέφικτο- αλλά για να διαχειριστούν, πρόσκαιρα, την υγειονομική-κοινωνική κρίση που θα προκαλούσε η ανεξέλεγκτη πορεία του.
Αν όμως δεν επιτραπεί η διάδοση του κορονοϊού σε μεγάλο μέρος του πληθυσμού, ώστε να επιτευχθεί ταχύτερα η ανοσία της αγέλης, λαμβάνοντας βέβαια τα κατάλληλα μέτρα περιορισμού και ιατρικής-οικονομικής βοήθειας για τις πιο ευπαθείς ομάδες. Αν αυτό δεν συμβεί υπάρχει ο σοβαρότατος κίνδυνος της αναζωπύρωσης της επιδημίας μετά από μερικούς μήνες, η οποία μπορεί κάλλιστα να γίνει ενδημική, όπως η εποχική γρίπη.
Συνεπώς, μεταθέτοντας την αντιμετώπιση του προβλήματος για μερικούς μήνες, ενδέχεται να μας δημιουργήσει περισσότερα και πιο δυσεπίλυτα προβλήματα. Διότι το πραγματικό πρόβλημα με αυτή την πρόσφατη και αντικειμενικά ήπια πανδημία δεν είναι αμιγώς βιοϊατρικό, αλλά πρωτίστως πολιτικό, δηλαδή οικονομικό και κοινωνικό.
Καμία ανθρώπινη κοινωνία και καμία σύγχρονη οικονομία δεν μπορεί να τεθεί σε καραντίνα για έναν ή δύο χρόνια, μέχρι δηλαδή να βρεθεί ένα αποτελεσματικό εμβόλιο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου