Σε μεγάλο «πονοκέφαλο» εξελίσσεται για την κυβέρνηση η ενίσχυση της μεσαίας τάξης και ειδικά των μισθωτών που ανήκουν σε αυτήν. Η ποσοτικοποίηση των μέτρων που ενσωματώθηκαν στο φορολογικό νομοσχέδιο ουσιαστικά άφησαν εκτός ελαφρύνσεων τους εργαζομένους με μηνιαίες καθαρές αποδοχές της τάξεως των 1.500-2.500 ευρώ, καθώς από το συνολικό πακέτο του 1,05 δισ. ευρώ, σε αυτή την κατηγορία των φορολογουμένων αναλογούν μερικές δεκάδες εκατομμύρια. Παρά την επίκληση των στατιστικών του ΟΟΣΑ, της ΕΛΣΤΑΤ και της ΑΑΔΕ που κατεβάζουν πολύ χαμηλά τον ορισμό της μεσαίας τάξης –βάσει της ΕΛΣΤΑΤ «μεσαίος» είναι ο εργένης με
αποδοχές από 5.300 έως 11.200 ευρώ ετησίως και ο παντρεμένος με εισόδημα από 8.060 έως 16.800 ευρώ–, στο οικονομικό επιτελείο αναζητούν τρόπους να «αποκρούσουν» την κριτική. Το σενάριο ένα μέρος του όποιου έκτακτου μερίσματος να δοθεί και στους μισθωτούς με ετήσιες αποδοχές άνω των 12.000 ευρώ (μέσω της επιστροφής της εισφοράς αλληλεγγύης) έπεσε στο τραπέζι, χωρίς ωστόσο να επιβεβαιώνεται από το οικονομικό επιτελείο ενόψει και των ανακοινώσεων του πρωθυπουργού την επόμενη εβδομάδα.
Επίσης, ήδη συζητείται να αλλάξουν οι προτεραιότητες όσον αφορά τις επόμενες μειώσεις φορολογικών συντελεστών. Για παράδειγμα, ήδη συζητείται να αναβληθεί το δεύτερο στάδιο μείωσης του συντελεστή φορολόγησης των επιχειρήσεων από το 24% στο 20% –κάτι που επίσης απαιτεί δημοσιονομικό χώρο άνω των 600 εκατ. ευρώ σε ετήσια βάση– και να έρθει πιο μπροστά τόσο η μείωση της εισφοράς αλληλεγγύης (με προοπτική πλήρους κατάργησης) όσο και η μείωση των ασφαλιστικών εισφορών.
Οπως αναφέρει αρμόδιο κυβερνητικό στέλεχος, η μείωση των ασφαλιστικών εισφορών είναι το μέτρο με τον μεγαλύτερο «πολλαπλασιαστή», δηλαδή προκαλεί το μεγαλύτερο δυνατό αναπτυξιακό αποτέλεσμα στην οικονομία συγκριτικά με τις υπόλοιπες εξαγγελίες της κυβέρνησης. Ωστόσο, είναι και ένα από τα πιο «ακριβά» μέτρα, καθώς κάθε μονάδα μείωσης των εισφορών (έστω και αν επικεντρωθεί στους εργαζομένους πλήρους απασχόλησης) απαιτεί δημοσιονομικό χώρο 300-350 εκατ. ευρώ. Από τον προσεχή Ιούλιο, οι εισφορές θα μειωθούν κατά 0,9% και το όφελος θα το μοιραστούν εργοδότες και εργαζόμενοι. Η κυβέρνηση έχει υποσχεθεί πέντε μονάδες μείωσης μέχρι το τέλος της 4ετίας. Η αναβολή της δεύτερης φάσης μείωσης του συντελεστή φορολόγησης των επιχειρήσεων μπορεί να επισπεύσει τη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών κατά 2 μονάδες.
Η μείωση των ασφαλιστικών εισφορών ευνοεί οριζόντια το σύνολο των μισθωτών αλλά και τους εργοδότες τους (ανάλογα με το αν η μείωση θα αφορά τις εργοδοτικές εισφορές ή το ποσοστό που αφορά τους εργαζομένους). Πρόκειται για «καθαρή» ένεση στο εισόδημα, καθώς από την επομένη της εφαρμογής οι εργαζόμενοι βλέπουν αύξηση στις καθαρές αποδοχές τους. Επίσης, είναι «οριζόντιο» μέτρο, καθώς αφορά από τον εργαζόμενο που παίρνει τον κατώτατο μισθό των 650 ευρώ μέχρι το μεγαλοστέλεχος. Ετσι, είναι δεδομένο ότι υπάρχει όφελος και για τη μεσαία τάξη, όποιον ορισμό και αν δώσει ο καθένας.
Το δεύτερο μέτρο για το οποίο συζητείται η επίσπευση –ιδανικά και από τώρα μέσω της διάθεσης έστω και μικρού μέρους του υπερπλεονάσματος– έχει να κάνει με την εισφορά αλληλεγγύης. Επίσης, αγγίζει τη μεσαία τάξη και το σύνολο των εκπροσώπων της καθώς επιβάλλεται στο σύνολο όσων έχουν ετήσιες αποδοχές άνω των 12.000 ευρώ. Με συντελεστές που κυμαίνονται από 2,2% και φτάνουν στο 10%, η εισφορά αλληλεγγύης επιφέρει επιβαρύνσεις έως και πάνω από 1.300-1.400 ευρώ τον χρόνο, ανάλογα με το εισόδημα. Η πλήρης κατάργηση απαιτεί περίπου 600-700 εκατ. ευρώ ετησίως.
Γρίφος ο προσδιορισμός των εισοδημάτων
Ανήκουν στη μεσαία τάξη οι εργένηδες με ατομικό εισόδημα από 5.000 έως 11.200 ευρώ και οι παντρεμένοι με αποδοχές από 8.059 έως 16.800 ευρώ; Είναι «μεσαίο» ένα νοικοκυριό με ένα παιδί αν οι αποδοχές του κυμαίνονται από 9.670 έως 20.160 ευρώ; Και ζει με άνεση μια οικογένεια με δύο παιδιά κάτω των 14 ετών αν οι αποδοχές της κυμαίνονται από 11.283 έως 23.520 ευρώ; Τα στοιχεία που είδαν και κατά τη διάρκεια της εβδομάδας το φως της δημοσιότητας –τα επικαλέστηκε στη Βουλή ο υπουργός Οικονομικών– προέρχονται από την ΑΑΔΕ και την ΕΛΣΤΑΤ. Ενσωματώνουν όμως όλες τις αδυναμίες των στατιστικών ερευνών που γίνονται στην Ελλάδα. Τα μεν στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ προέρχονται από δειγματοληπτική έρευνα, οπότε η πηγή τους είναι η δήλωση των ερωτώμενων νοικοκυριών, τα δε στοιχεία της ΑΑΔΕ συγκεντρώνονται από τις φορολογικές δηλώσεις, κάτι που σημαίνει ότι «ποτίζονται» από το οξύ πρόβλημα της απόκρυψης εισοδημάτων. Την πραγματικότητα δεν την έχει αποτυπώσει καμία έρευνα στην Ελλάδα ούτε είναι εύκολο αυτό να συμβεί, καθώς προϋποθέτει τον περιορισμό της φοροδιαφυγής, η οποία ξεπερνάει το 23%-24% στη χώρα μας, αλλά και την «αποφορολόγηση» των εισοδημάτων.
Δεδομένου ότι τον κύριο όγκο των φορολογικών βαρών τον σηκώνουν οι έχοντες φορολογητέες αποδοχές άνω των 20.000 ευρώ, το ονομαστικό εισόδημα, όπως αυτό αποτυπώνεται στις έρευνες, απέχει πάρα πολύ από το πραγματικά διαθέσιμο.
Στην Ελλάδα, ετήσιες αποδοχές από 20.000 έως 50.000 ευρώ δηλώνουν μόλις 677.000 φυσικά πρόσωπα, δηλαδή το 8% του συνόλου. Συνολικά, το εισόδημά τους φτάνει στα 18 δισ. ευρώ ή στο 23% του συνόλου. Πληρώνουν όμως 3,1 δισ. ευρώ σε φόρους, δηλαδή το 37% των συνολικών φόρων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου