του Δημήτρη Μηλάκα
Για να κατανοήσουμε τι συμβαίνει σήμερα με τα ελληνοτουρκικά και να έχουμε μια εικόνα για το πού πάνε τα πράγματα επιβάλλεται να τοποθετήσουμε το μέλλον, που είναι αόρατο, πίσω μας και να βρεθούμε αντιμέτωποι με το παρελθόν, διότι μόνο αυτό μπορούμε να δούμε. Κάτι τέτοιο βέβαια προϋποθέτει ότι δεν έχουμε χάσει τη μνήμη μας. Μόνο έτσι, κοιτώντας κατάματα το παρελθόν, μπορούμε να καταλάβουμε «γιατί φτάσαμε εδώ» και να διαμορφώσουμε, ίσως, κάποιο σχέδιο για να αντιμετωπίσουμε τα επερχόμενα οδυνηρά μελλούμενα. Αυτές τις τελευταίες μέρες το παρόν των ελληνοτουρκικών σχέσεων χαρακτηρίζεται από την επιλογή της Άγκυρας να εκδηλώσει και να διατυπώσει σαφέστατα το μέγιστο των επιδιώξεών της στον χώρο της ανατολικής Μεσογείου.
Το μνημόνιο / συμφωνία που υπέγραψε η Τουρκία με τη διεθνώς αναγνωρισμένη κυβέρνηση της Λιβύης για την, επί της ουσίας, οριοθέτηση των θαλάσσιων συνόρων των δύο χωρών «επικυρώνει» τις γνωστές και πάγιες θέσεις της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής, σύμφωνα με τις οποίες τα νησιά σε αυτήν την περιοχή της Γης δεν έχουν δικαιώματα σε υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ.
Με αυτήν την τουρκική «λογική» όχι μόνο το Καστελλόριζο, αλλά ούτε η Ρόδος, η Κάρπαθος και η Κρήτη μπορούν να εμποδίσουν την οριοθέτηση συνόρου μεταξύ Τουρκίας και Λιβύης. Καθώς αυτή η τουρκική θέση έχει διατυπωθεί εδώ και δεκαετίες, τίποτε δεν δικαιολογεί την αμηχανία – και κυρίως τη μη ετοιμότητα – της Αθήνας να αντιμετωπίσει την υλοποίηση των διακηρυγμένων τουρκικών επιδιώξεων.
Κοιτώντας προς τα πίσω στον χρόνο μπορεί κάποιος να δει βήμα προς βήμα την πορεία που οδήγησε τις τουρκικές διεκδικήσεις νότια της Κρήτης στο Λιβυκό Πέλαγος. Ας ρίξουμε μια ματιά σε αυτά τα βήματα γυρνώντας προς τα πίσω και καταλήγοντας στο μακρινό 1973, χρονιά – αφετηρία της ελληνοτουρκικής αντιπαράθεσης για την κυριαρχία στο Αιγαίο.
Κοιτώντας προς τα πίσω στον χρόνο μπορεί κάποιος να δει βήμα προς βήμα την πορεία που οδήγησε τις τουρκικές διεκδικήσεις νότια της Κρήτης στο Λιβυκό Πέλαγος. Ας ρίξουμε μια ματιά σε αυτά τα βήματα γυρνώντας προς τα πίσω και καταλήγοντας στο μακρινό 1973, χρονιά – αφετηρία της ελληνοτουρκικής αντιπαράθεσης για την κυριαρχία στο Αιγαίο.
«Θέα» στο Καστελλόριζο
Το προηγούμενο τουρκικό βήμα πριν από την υπογραφή του τουρκολιβυκού μνημονίου είχε γίνει επτά χρόνια νωρίτερα. Την Παρασκευή 28 Απριλίου 2012 – σε μια περίοδο που η Ελλάδα βίωνε την οικονομική χρεοκοπία και τις ωδίνες αναδιάταξης του πολιτικού σκηνικού – η τουρκική Εφημερίδα της Κυβερνήσεως υλοποιεί απόφαση της τουρκικής Βουλής και δημοσιεύει χάρτες θαλάσσιων περιοχών μεταξύ Ρόδου και Καστελόριζου.
Αυτές οι θαλάσσιες περιοχές, που προκύπτουν με την εξαφάνιση κάθε δικαιώματος των ελληνικών νησιών (Ρόδος – Καστελόριζο), παραχωρούνται προς έρευνα και εκμετάλλευση στην κρατική τουρκική εταιρεία πετρελαίου.
Έκτοτε και μέχρι σήμερα η Τουρκία συχνά – πυκνά υπενθυμίζει τα δικαιώματά της στην περιοχή εκδίδοντας Navtex για την πραγματοποίηση στρατιωτικών ασκήσεων. Το ελληνικό πολιτικό σύστημα στο σύνολό του δεν βρήκε χρόνο να ασχοληθεί με την αντιμετώπιση της τουρκικής κίνησης όταν αυτή εκδηλώθηκε, την άνοιξη του 2012.
Αυτές οι θαλάσσιες περιοχές, που προκύπτουν με την εξαφάνιση κάθε δικαιώματος των ελληνικών νησιών (Ρόδος – Καστελόριζο), παραχωρούνται προς έρευνα και εκμετάλλευση στην κρατική τουρκική εταιρεία πετρελαίου.
Έκτοτε και μέχρι σήμερα η Τουρκία συχνά – πυκνά υπενθυμίζει τα δικαιώματά της στην περιοχή εκδίδοντας Navtex για την πραγματοποίηση στρατιωτικών ασκήσεων. Το ελληνικό πολιτικό σύστημα στο σύνολό του δεν βρήκε χρόνο να ασχοληθεί με την αντιμετώπιση της τουρκικής κίνησης όταν αυτή εκδηλώθηκε, την άνοιξη του 2012.
Έτσι, με το πέρασμα του χρόνου, ένα ακόμη ζήτημα (η αμφισβήτηση της ελληνικής κυριαρχίας μεταξύ Ρόδου και Καστελλόριζου) προστέθηκε στην ατζέντα των ελληνοτουρκικών προβλημάτων που υποχρεώνονται να διαχειριστούν οι ελληνικές κυβερνήσεις, δημιουργώντας ταυτόχρονα τη βάση για την επέκταση (επτά χρόνια αργότερα, το 2019) των τουρκικών φιλοδοξιών μέχρι τη νότια Κρήτη και το Λιβυκό Πέλαγος.
Οι συνέπειες των Ιμίων
Για να δει κάποιος πώς η Τουρκία έφτασε στο σημείο να αγνοεί την ύπαρξη ελληνικών κατοικημένων νησιών, όπως το Καστελλόριζο και η Ρόδος, θα πρέπει να κοιτάξει μερικά χρόνια πιο πίσω και να θυμηθεί τα αποτελέσματα της κρίσης των Ιμίων, που εκδηλώθηκε στις 30 Ιανουαρίου 1996. Τότε, με αμερικανική διαμεσολάβηση, προέκυψε η Συμφωνία της Μαδρίτης.
Με αυτήν τη συμφωνία η κυβέρνηση Σημίτη αναγνώριζε την ύπαρξη τουρκικών ζωτικών συμφερόντων στο Αιγαίο. Η βάση της τουρκικής επιχειρηματολογίας για την οικοδόμηση των τουρκικών ζωτικών συμφερόντων στο Αιγαίο ήταν ότι υπάρχουν νησιά, νησίδες και βραχονησίδες επί των οποίων η κυριαρχία δεν διευκρινίζεται από τις διεθνείς συνθήκες.
Αυτή η τουρκική επιχειρηματολογία, θα πρέπει να υπογραμμιστεί, έχει αναγνωριστεί στην πράξη από τις ελληνικές κυβερνήσεις, καθώς από την κρίση των Ιμίων και έπειτα οι εν λόγω νησίδες, όπως και πολλές ακόμη κατά μήκος του Αιγαίου, περιγράφουν αυτό που είναι πια γνωστό ως γκρίζες ζώνες από πλευράς κυριαρχίας.
Αυτή η τουρκική επιχειρηματολογία, θα πρέπει να υπογραμμιστεί, έχει αναγνωριστεί στην πράξη από τις ελληνικές κυβερνήσεις, καθώς από την κρίση των Ιμίων και έπειτα οι εν λόγω νησίδες, όπως και πολλές ακόμη κατά μήκος του Αιγαίου, περιγράφουν αυτό που είναι πια γνωστό ως γκρίζες ζώνες από πλευράς κυριαρχίας.
Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι ύστερα από την κρίση των Ιμίων η ελληνική πλευρά έχει προσέλθει σε αλλεπάλληλους γύρους συνομιλιών προκειμένου να διευκρινιστεί τι (από τις γκρίζες νησίδες) ανήκει σε ποιον, ώστε οι δύο χώρες να μπορέσουν να καταλήξουν σε μια συμφωνία οριοθετώντας την υφαλοκρηπίδα τους.
Στην πράξη, ωστόσο, αποτέλεσμα αυτών των συνομιλιών είναι η αναγνώριση των τουρκικών ζωτικών συμφερόντων και η έμμεση αναγνώριση της τουρκικής θεωρίας περί ύπαρξης γκρίζων ζωνών. Κάτι που τελικά οδήγησε δεκαέξι χρόνια αργότερα, το 2012, στην προέκταση των τουρκικών διεκδικήσεων νοτιότερα, μεταξύ Ρόδου και Καστελλόριζου.
Ισχυρές ψευδαισθήσεις
Αυτά τα δεκαέξι χρόνια που μεσολάβησαν από την κρίση των Ιμίων μέχρι το 2012 που διατυπώθηκαν ρητά οι τουρκικές διεκδικήσεις μεταξύ Ρόδου και Καστελόριζου έχουν μια ιδιαίτερη σημασία, καθώς από τη μία αποτυπώνεται η ελληνική οικονομική (και όχι μόνο) παρακμή και από την άλλη αναδύεται το σύστημα εξουσίας του Ταγίπ Ερντογάν, το οποίο, είτε μας αρέσει είτε όχι, κατάφερε να δημιουργήσει τους όρους και τις προϋποθέσεις για την εμφάνιση της Τουρκίας με βάσιμες φιλοδοξίες περιφερειακής δύναμης.
Ακριβώς την ίδια περίοδο που η Τουρκία έθετε τις βάσεις της ισχύος της η Ελλάδα βρισκόταν στον κόσμο των ψευδαισθήσεών της. Η «ισχυρή Ελλάδα» του Κώστα Σημίτη ήταν φανερό – για όποιον ήθελε να δει – πως έμοιαζε περισσότερο με χρηματιστηριακή φούσκα παρά με χώρα συντεταγμένη πίσω από ένα σχέδιο. Η κομπίνα με την Goldman Sachs για την ένταξη της χώρας στο ευρώ απλώς περιγράφει τη διάχυτη αποφορά της λαμογιάς και της αρπαχτής, η οποία κυριάρχησε στη χώρα.
Τότε, ανάμεσα στ’ άλλα, υλοποιήθηκε και το μεγαλύτερο εξοπλιστικό πρόγραμμα των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων. Το αποτέλεσμα αυτών των ασύλληπτου μεγέθους δαπανών είναι πως η χώρα είναι σήμερα γυμνή απέναντι στην τουρκική υπεροπλία. Το γεγονός ότι δύο υπουργοί Άμυνας (Τσοχατζόπουλος, Παπαντωνίου) του Σημίτη πιάστηκαν με τη γίδα (των εξοπλιστικών μιζών) στην πλάτη μάλλον περιγράφει επακριβώς τι συνέβη εκείνα τα ένδοξα χρόνια.
Το 1973 ξεκίνησαν όλα
Ας πάμε ακόμη πιο πίσω για να δούμε τι ήταν αυτό που προκάλεσε την κρίση των Ιμίων. Οι βεβαιότητες ή προσδοκίες περί ύπαρξης πετρελαίου στο Αιγαίο εμφανίζονται ζωηρά στο προσκήνιο το 1973.
Η χούντα των συνταγματαρχών – μαριονέτα των Αμερικανών, ας μην το ξεχνάμε – προχώρησε σε ερευνητικές γεωτρήσεις νοτιοανατολικά της Λήμνου. Οι έρευνες έγιναν, εννοείται, από αμερικανική εταιρεία και δεν προκάλεσαν, εκείνη τη στιγμή, την παραμικρή αντίδραση από την πλευρά της Τουρκίας.
Η αντίδραση της Άγκυρας άρχισε να εκδηλώνεται τον Νοέμβριο του 1973, όταν τα θεμέλια του ελληνικού δικτατορικού καθεστώτος άρχισαν να τρίζουν με την εξέγερση του Πολυτεχνείου και τα ενδοχουντικά ξεκαθαρίσματα λογαριασμών με τον παραμερισμό του Παπαδόπουλου από τον Ιωαννίδη.
Τότε ακριβώς, τον Νοέμβριο του 1973, η Άγκυρα δημοσίευσε χάρτες στην εφημερίδα της τουρκικής κυβέρνησης παραχωρώντας περιοχές για έρευνα και εκμετάλλευση που βρίσκονταν βορειοδυτικά της Λέσβου και της Χίου και ανατολικά των νησιών Σαμοθράκη, Λήμνος και Άγιος Ευστράτιος. Λίγο αργότερα, στις 18 Ιουλίου 1974, η Τουρκία εκδίδει νέες άδειες για γεωτρήσεις σε περιοχές δυτικά των Δωδεκανήσων, αγνοώντας την υφαλοκρηπίδα των ελληνικών νησιών (Δωδεκάνησα – Κυκλάδες).
Ήταν η πρώτη απροκάλυπτη τουρκική διεκδίκηση επί της ελληνικής υφαλοκρηπίδας στο Αιγαίο. Στις διαμαρτυρίες της Αθήνας η Άγκυρα απάντησε με την πραγματοποίηση νέων ερευνών στο Αιγαίο με το ερευνητικό σκάφος «Chandarli», το οποίο συνοδευόταν από 37 πλοία του τουρκικού πολεμικού ναυτικού! Η ελληνοτουρκική ένταση στο Αιγαίο έναν χρόνο αργότερα, το καλοκαίρι του 1974, ξεσπά πάνω στις ανοιχτές πληγές της Κύπρου, με τις γνωστές τραγικές συνέπειες…
Δύο χρόνια μετά την εισβολή στην Κύπρο η Τουρκία, τον Ιούλιο του 1976, βγάζει ένα ακόμη ερευνητικό πλοίο της στο Αιγαίο, το «Hora», αγνοώντας την ελληνική πρόταση για παραπομπή του διακανονισμού της υφαλοκρηπίδας στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Το «Hora» στις 6 και 7 Αυγούστου 1976 παραβίασε την ελληνική υφαλοκρηπίδα στις περιοχές γύρω από τη Λήμνο και τη Λέσβο κλιμακώνοντας επικίνδυνα την κρίση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις.
Τη σύγκρουση αποσόβησε η υπογραφή του «εμπιστευτικού» Πρωτοκόλλου της Βέρνης, με το οποίο οι δύο χώρες συμφώνησαν να απέχουν από έρευνες σε αμφισβητούμενες περιοχές οι οποίες «θα μπορούσαν να επηρεάσουν τις διαπραγματεύσεις για την υφαλοκρηπίδα». Από τότε οι τουρκικές απόψεις περί των ιδιαιτεροτήτων του Αιγαίου «νομιμοποιούνται», καθώς διατυπώνονται σε κείμενο που συνυπογράφει η ελληνική κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή…
Οι προσπάθειες των κυβερνήσεων του Ανδρέα Παπανδρέου για τη διερεύνηση των δυνατοτήτων αξιοποίησης της ελληνικής υφαλοκρηπίδας συνάντησαν τη σφοδρή αντίδραση της Άγκυρας, η οποία κλιμακώθηκε με την κρίση που ξέσπασε τον Μάρτιο του 1987 οδηγώντας ακόμη μια φορά Ελλάδα και Τουρκία στα πρόθυρα του πολέμου.
Η Τουρκία, κρατώντας στο χέρι το Πρωτόκολλο της Βέρνης, όχι μόνο υπενθύμισε την ελληνική δέσμευση για μη πραγματοποίηση ερευνών στο Αιγαίο, αλλά φρόντισε να προχωρήσει ένα ακόμη βήμα μετατρέποντάς το σε μια ευρύτερη συμφωνία: τη Συμφωνία της Βουλιαγμένης, την οποία προετοίμασαν κατά τη συνάντησή τους στο Νταβός της Ελβετίας οι ηγέτες των δύο χωρών Ανδρέας Παπανδρέου και Τουργκούτ Οζάλ.
Η συμφωνία υπογράφτηκε στη Βουλιαγμένη, στις 27 Μαΐου 1988, μεταξύ των τότε υπουργών Εξωτερικών της Ελλάδας Κάρολου Παπούλια και της Τουρκίας Μεσούτ Γιλμάζ. Με αυτήν τη συμφωνία – αποτέλεσμα της κρίσης του 1987 – άνοιξε ο δρόμος για έναν, υπό αμερικανονατοϊκή κηδεμονία, ελληνοτουρκικό διάλογο.
Η Συμφωνία της Βουλιαγμένης, εκτός από το κοινό ανακοινωθέν – όπου θίγονται γενικά ζητήματα των ελληνοτουρκικών σχέσεων, ανάμεσά τους και «η καταπολέμηση της τρομοκρατίας» – περιλάμβανε τέσσερα κείμενα. Το βασικότερο είναι το περίφημο μνημόνιο που περιλαμβάνει τα λεγόμενα Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης. Ακολουθούσαν τρία ακόμη κείμενα, που αναφέρονταν και αποσκοπούσαν:
● Στο ξεμπλοκάρισμα των έργων υποδομής του ΝΑΤΟ σε Ελλάδα και Τουρκία (απαρχή της διοικητικής – επιχειρησιακής ενοποίησης της περιοχής κάτω από την αμερικανική ομπρέλα του ΝΑΤΟ).
● Στην αποφυγή προκλητικών δηλώσεων από τις δύο πλευρές (παγίωση της κατάστασης, δηλαδή, των τουρκικών αμφισβητήσεων).
● Και μια ρύθμιση για την κατάργηση των θεωρήσεων των τουρκικών διπλωματικών διαβατηρίων (δημιουργία και προβολή μιας ψευδούς εικόνας προσέγγισης).
● Στην αποφυγή προκλητικών δηλώσεων από τις δύο πλευρές (παγίωση της κατάστασης, δηλαδή, των τουρκικών αμφισβητήσεων).
● Και μια ρύθμιση για την κατάργηση των θεωρήσεων των τουρκικών διπλωματικών διαβατηρίων (δημιουργία και προβολή μιας ψευδούς εικόνας προσέγγισης).
Επιστροφή στο μέλλον: Τι επιφυλάσσει το μέλλον έχουμε την εντύπωση ότι δεν είναι δύσκολο να το φανταστεί κανείς. Αρκεί να ρίξει μια ματιά στις εξελίξεις των ελληνοτουρκικών από το 1973 μέχρι σήμερα…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου