Προϋπολογισμός παράτασης των πολιτικών περικοπών και φτωχοποίησης της κοινωνίας είναι αυτός που δόθηκε στη δημοσιότητα υπό την μορφή προσχεδίου τη Δευτέρα 7 Οκτωβρίου, παίρνοντας το δρόμο για να κατατεθεί στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Η κρίσιμη ημερομηνία για την έγκρισή του είναι η 20η Νοεμβρίου οπότε οπότε οι Βρυξέλλες θα δώσουν στη δημοσιότητα το δικό της πόρισμα που θα εξεταστεί στο Eurogroup της 4ης Δεκεμβρίου. Η κυβέρνηση το Κυριάκου Μητσοτάκη επιχείρησε να διασκεδάσει τις αρνητικές εντυπώσεις που προκαλεί η νεοφιλελεύθερη πολιτική της προβάλλοντας την
μείωση των φόρων, που πράγματι περιλαμβάνει το νομοσχέδιο. Από την άλλη όμως οι φόροι που στις εξαγγελίες μειώνονται, στον προϋπολογισμό αυξάνονται. Με βάση όσα προβλέπει το σενάριο βάσης του προϋπολογισμού από 51.023 εκ. ευρώ που εκτιμάται ότι θα συγκεντρωθούν το 2019 (και 51.296 το 2018) από κάθε μορφή φορολογίας, το 2020 αναμένεται να συγκεντρωθούν 51.625 εκ. ευρώ. Δηλαδή τα φορολογικά έσοδα αυξάνονται κατά 622 εκ. ευρώ. Δεν το λες και μείωση…
Η κυβέρνηση σε ό,τι αφορά τις επιχειρήσεις υπερηφανεύεται για την μείωση του φόρου εισοδήματος νομικών προσώπων από το 28% στο 24% και της φορολογίας διανεμόμενων κερδών από το 10% στο 5%. Η μείωση της φορολογίας στα διανεμόμενα κέρδη ξεκίνησε από τον ΣΥΡΙΖΑ όταν τον Ιούνιο μείωσε τη φορολογία από το 15% στο 10%. Ήταν μάλιστα τέτοια η σπουδή της προηγούμενης κυβέρνησης να αυξήσει τα κέρδη της ολιγαρχίας που είχε προβλεφθεί ότι σε περίπτωση που μέχρι την ψήφιση του σχετικού νόμου (4603/2019) είχε παρακρατηθεί φόρος με συντελεστή 15%, αντί του 10%, ο επιπλέον φόρος 5% θα επιστρεφόταν ως αχρεωστήτως καταβληθείς. Επί της ουσίας πρόκειται για δωράκι στην οικονομική ελίτ, μιας και πρόκειται για ένα εκείνο το μερίδιο των κερδών που δεν γίνεται επενδύσεις, οι οποίες θα μπορούσαν να δημιουργήσουν θέσεις εργασίας και να επιφέρουν μεγέθυνση της οικονομίας. Είναι εκείνο το μερίδιο των κερδών που τροφοδοτεί την προσωπική κατανάλωση των μετόχων. Μένοντας στο επίπεδο των επιχειρήσεων, η κυβέρνηση αν ήθελε πράγματι να μειώσει τα φορολογικά βάρη θα έπρεπε να ξεκινήσει την ελάφρυνση από δύο μορφές φορολογίας που ισοδυναμούν με κεφαλικό φόρο κι είναι η επιτομή της άδικης φορολογίας καθώς δεν έχουν καμία αναλογικότητα, επιβάλλεται δηλαδή ανεξαρτήτως ύψος εσόδων με αποτέλεσμα να επιβαρύνει υπέρμετρα τις χαμηλότερες κλίμακες εσόδων: είναι ο φόρος επιτηδεύματος και η εισφορά αλληλεγγύης. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη όμως, όπως κι όλες οι προηγούμενες, θεωρούν τους εκατοντάδες χιλιάδες αυτοαπασχολούμενους και τις μικρές επιχειρήσεις ως πηγή της φοροδιαφυγής και συνεχίζουν να επιβάλουν αυτή την φορολογία ως μια μορφή περιορισμού της φοροδιαφυγής τους. Κουβέντα φυσικά δεν έγινε και για την μείωση της προκαταβολής φόρου που η κυβέρνηση είχε υποσχεθεί να μειώσει από το 100% στο 50%.
Σε ό,τι αφορά τα φυσικά πρόσωπα η κυβέρνηση εισάγει ένα νέο φορολογικό συντελεστή στο ύψος του 9% για εισοδήματα μέχρι 10.000 ευρώ (από 22% που ήταν μέχρι σήμερα για εισοδήματα έως 20.000 ευρώ) κι αυξάνει το αφορολόγητο για κάθε παιδί. Επίσης, από 1η Ιανουαρίου 2020 κάθε οικογένεια θα λαβαίνει επίδομα ύψους 2.000 ευρώ για κάθε νεογέννητο παιδί, ενώ στα είδη βρεφικής ηλικίας και στα κράνη ασφαλείας των μοτοσικλετιστών ο ΦΠΑ μειώνεται στο 13%. Το κόστος των παραπάνω μέτρων (κι άλλων μαζί όπως η αναστολή του ΦΠΑ στις νέες οικοδομές για 3 έτη) ανέρχεται σε 1,2 δισ. ευρώ.
Από την άλλη τα μέτρα ενίσχυσης των εσόδων υπερβαίνουν κατά πολύ τις μειώσεις και ανέρχονται στα 1,9 δισ. ευρώ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου