Παρασκευή 27 Σεπτεμβρίου 2019

Πολλοί κόσμοι χωριστά

Της Μαριάννας Τζιαντζή
Για πολλούς εργαζόμενους, ο «αντίπαλος» δεν είναι πάντα η εργοδοσία και το κράτος, αλλά μερικές φορές είναι ο πολύ πλησίον, ο συνάδελφος που απεργεί ή προσπαθεί να στήσει σωματείο, είναι οι «αλληλέγγυοι» στους πρόσφυγες και τους μετανάστες, είναι εκείνοι που δεν θεωρούν «ανάπτυξη» το καζίνο και τους ουρανοξύ­στες στο Ελληνικό ή το ξεπούλημα λιμανιών, αεροδρομίων και δημόσιας παρουσίας σε ποικίλους επενδυτές.
Πέρα από τη γνωστή, τη θεμελιακή αντίθεση ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία, υπάρχουν και οι αντιθέ­σεις μέσα στον κόσμο της εργασίας. Και μόνο οι πρωτοσέλιδοι τίτλοι των εφημερίδων που κρέμονται καθημερινά στα περίπτερα της γειτονιάς μας -σε όσα
περίπτερα υπάρχουν ακόμα για την ακρίβεια- δείχνουν πόσο βα­θιά διασπασμένος και αλλοτριωμένος είναι ο «απλός λαός», πόσο συντηρητική και παθη­τική μπορεί να γίνει η λεγόμενη «εργατική οικογένεια». Αυτές οι αντιθέσεις εκφράζονται με ποικίλες και ιστορικά μεταβαλλόμενες μορφές που δεν είναι πάντα ευανάγνωστες.
Οι εφημερίδες δεν διαχωρίζονται μόνο σε κυβερνητικές και αντικυβερνητικές, σε δεξιές και αριστερές, σε αντικειμενικές και προπαγανδιστικές, αλλά και σε σκανδαλοθηρικές, σκοταδιστικές έως και εμετικές. Ναι μεν η ωμή φιλοκυβερνητική προπαγάν­δα και ο σκοταδισμός επιβάλλονται από τα πάνω, όμως υπάρχει ένα πολύ μεγάλο κομ­μάτι του «απλού λαού», που τσιμπάει, που αγοράζει τα χάρτινα σκουπίδια ή τα διαβάζει στο διαδίκτυο, όπως φανερώνουν τα υψηλά νούμερα της επισκεψιμότητας στις κίτρινες και μαύρες ιστοσελίδες.
Το φαινόμενο δεν είναι νέο, όμως αυτό που μας προβληματίζει είναι αφενός η ανα­λογία ανάμεσα στην απροκάλυπτη έντυπη χυδαιότητα και στα έντυπα που τουλάχι­στον προσπαθούν να κρατήσουν κάποια προσχήματα σοβαρότητας και αφετέρου ο βαθμός αποδοχής της πρώτης κατηγορίας. Αυτή η αποδοχή των αγοραστών και των διαδικτυακών αναγνωστών, που δεν είναι διόλου αμελητέα, φανερώνει έμμεσα και τη διάσπαση ή ακόμα και τον ακήρυκτο πόλεμο που διεξάγεται στις γραμμές της ίδιας της εργατικής τάξης.
Μια εκπαιδευτικός μού μιλούσε το κα­λοκαίρι για το κλίμα που επικρατεί στο λύκειο όπου διδάσκει, σε μια μικρή πόλη. Αρκετοί συνάδελφοί της, όπως μου εξηγεί, ανυπομονούν να σχολάσουν με όσο το δυ­νατόν μικρότερες… απώλειες σε κούραση και εκνευρισμό ώστε, νωρίς το απόγευμα, να είναι σε θέση να αρχίσουν με καθαρό κεφάλι τα ιδιαίτερα. «Μα ο καθηγητής δεν πρέπει να γυρίζει σπίτι του ξεκούραστος, αλλά κου­ρασμένος! Ξεθεωμένος, στραγγισμένος γιατί τα έχει δώσει όλα στη διδασκαλία, στα παι­διά», μου λέει με παράπονο και αγανάκτηση. Μόνο που αυτός που τα δίνει όλα
μπορεί να συναντήσει τον χλευασμό έως και την εχθρότητα των συναδέλφων του.
Βέβαια, υπάρχουν φωτεινές κι ελπιδοφόρες εξαιρέσεις, όπως υπάρχουν και εκ­παιδευτικές ειδικότητες που δεν έχουν ζή­τηση στη φροντιστηριακή αγορά. Όμως το φαινόμενο που περιγράφει η φίλη μας είναι υπαρκτό, είναι δείγμα ενός κυνισμού που εκδηλώνεται «και» στο σχολείο και στην κοινωνία, άλλοτε με ήπιες και άλλοτε με πιο επιθετικές μορφές.
Για πολλούς εργαζόμενους, ο «αντίπα­λος» δεν είναι πάντα η εργοδοσία και το κράτος, αλλά μερικές φορές είναι ο πολύ πλησίον, ο συνάδελφος που απεργεί ή προσπαθεί να στήσει σωματείο, είναι οι «αλληλέγγυοι» στους πρόσφυγες και τους μετανάστες, είναι εκείνοι που δεν θεωρούν «ανάπτυξη» το καζίνο και τους ουρανοξύ­στες στο Ελληνικό ή το ξεπούλημα λιμανιών, αεροδρομίων και δημόσιας παρουσίας σε ποικίλους επενδυτές.
Η κοσμοσυρροή που παρατηρείται στις Λευκές (εμπορικές) Νύχτες, οι οποίες έχουν επεκταθεί σε πολλές πόλεις, όπως και η πα­νελλαδική φρενίτιδα της ετήσιας «Μαύρης Παρασκευής» (Black Friday) ή οι χλωμές αντιδράσεις στα ανοιχτά καταστήματα τις Κυριακές εντάσσονται στο ίδιο ρεύμα της αποδοχής των τετελεσμένων, ενός ΤΙΝΑ (Δεν Υπάρχει Εναλλακτική) σε μικρογραφία.
Δυστυχώς, υπάρχουν και εργαζόμενοι -ακόμα και 4ωρίτες ή ενοικιαζόμενοι- που είναι εργοδοτικότεροι του εργοδότη, που παραιτούνται από δικαιώματα τα οποία ακόμα και η καπιταλιστική αγορά τα αναγνωρίζει! Δεν είναι τσιράκια του αφεντικού, δεν είναι χαφιέδες, αλλά είναι φοβισμένοι, υποταγμέ­νοι στο έπακρο.
Είναι αυτονόητο ότι οι διεκδικήσεις, οι επιμέρους αγώνες δεν σταματούν, και μά­λιστα κάποτε επιτυγχάνεται και κάποιος συντονισμός. Όμως ο κόσμος της ριζοσπα­στικής (ή «συνεπούς» ή «επαναστατικής», ας διαλέξουμε επίθετο) Αριστεράς δεν διασταυ­ρώνεται με τον καθημερινό κόσμο των πολ­λών, όπως συχνά δεν διασταυρώνεται και η θεματολογία ή η γλώσσα τους.
Η μεγάλη πρόκληση για μια άξια του ονόματός της Αριστερά δεν είναι μόνο να παραμείνει «εκτός των τειχών» της εξουσίας και της αστικής πολιτικής, αλλά να γκρεμί­σει τα αόρατα τείχη που τη διαχωρίζουν από τους πολλούς. Κοντολογίς, να απογκετοποιηθεί. Γιατί αυτό που γκετοποιείται δεν είναι μόνο η Αριστερά, αλλά και η αλήθεια, η ελευ­θερία, η ομορφιά, η συλλογική ελπίδα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

«Πολιτική θεολογία και Συνταγματική ηθική»

Η «πολιτική θεολογία» είναι μια διαδεδομένη αλλά αμφίσημη έννοια που χρησιμοποιείται με διαφορετικό περιεχόμενο αφενός σε θύραθεν συμφραζόμε...