Της Μαριάννας Τζιαντζή
Για πολλούς εργαζόμενους, ο «αντίπαλος» δεν είναι πάντα η εργοδοσία και το κράτος, αλλά μερικές φορές είναι ο πολύ πλησίον, ο συνάδελφος που απεργεί ή προσπαθεί να στήσει σωματείο, είναι οι «αλληλέγγυοι» στους πρόσφυγες και τους μετανάστες, είναι εκείνοι που δεν θεωρούν «ανάπτυξη» το καζίνο και τους ουρανοξύστες στο Ελληνικό ή το ξεπούλημα λιμανιών, αεροδρομίων και δημόσιας παρουσίας σε ποικίλους επενδυτές.
Πέρα από τη γνωστή, τη θεμελιακή αντίθεση ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία, υπάρχουν και οι αντιθέσεις μέσα στον κόσμο της εργασίας. Και μόνο οι πρωτοσέλιδοι τίτλοι των εφημερίδων που κρέμονται καθημερινά στα περίπτερα της γειτονιάς μας -σε όσα
περίπτερα υπάρχουν ακόμα για την ακρίβεια- δείχνουν πόσο βαθιά διασπασμένος και αλλοτριωμένος είναι ο «απλός λαός», πόσο συντηρητική και παθητική μπορεί να γίνει η λεγόμενη «εργατική οικογένεια». Αυτές οι αντιθέσεις εκφράζονται με ποικίλες και ιστορικά μεταβαλλόμενες μορφές που δεν είναι πάντα ευανάγνωστες.
Οι εφημερίδες δεν διαχωρίζονται μόνο σε κυβερνητικές και αντικυβερνητικές, σε δεξιές και αριστερές, σε αντικειμενικές και προπαγανδιστικές, αλλά και σε σκανδαλοθηρικές, σκοταδιστικές έως και εμετικές. Ναι μεν η ωμή φιλοκυβερνητική προπαγάνδα και ο σκοταδισμός επιβάλλονται από τα πάνω, όμως υπάρχει ένα πολύ μεγάλο κομμάτι του «απλού λαού», που τσιμπάει, που αγοράζει τα χάρτινα σκουπίδια ή τα διαβάζει στο διαδίκτυο, όπως φανερώνουν τα υψηλά νούμερα της επισκεψιμότητας στις κίτρινες και μαύρες ιστοσελίδες.
Το φαινόμενο δεν είναι νέο, όμως αυτό που μας προβληματίζει είναι αφενός η αναλογία ανάμεσα στην απροκάλυπτη έντυπη χυδαιότητα και στα έντυπα που τουλάχιστον προσπαθούν να κρατήσουν κάποια προσχήματα σοβαρότητας και αφετέρου ο βαθμός αποδοχής της πρώτης κατηγορίας. Αυτή η αποδοχή των αγοραστών και των διαδικτυακών αναγνωστών, που δεν είναι διόλου αμελητέα, φανερώνει έμμεσα και τη διάσπαση ή ακόμα και τον ακήρυκτο πόλεμο που διεξάγεται στις γραμμές της ίδιας της εργατικής τάξης.
Μια εκπαιδευτικός μού μιλούσε το καλοκαίρι για το κλίμα που επικρατεί στο λύκειο όπου διδάσκει, σε μια μικρή πόλη. Αρκετοί συνάδελφοί της, όπως μου εξηγεί, ανυπομονούν να σχολάσουν με όσο το δυνατόν μικρότερες… απώλειες σε κούραση και εκνευρισμό ώστε, νωρίς το απόγευμα, να είναι σε θέση να αρχίσουν με καθαρό κεφάλι τα ιδιαίτερα. «Μα ο καθηγητής δεν πρέπει να γυρίζει σπίτι του ξεκούραστος, αλλά κουρασμένος! Ξεθεωμένος, στραγγισμένος γιατί τα έχει δώσει όλα στη διδασκαλία, στα παιδιά», μου λέει με παράπονο και αγανάκτηση. Μόνο που αυτός που τα δίνει όλα
μπορεί να συναντήσει τον χλευασμό έως και την εχθρότητα των συναδέλφων του.
Βέβαια, υπάρχουν φωτεινές κι ελπιδοφόρες εξαιρέσεις, όπως υπάρχουν και εκπαιδευτικές ειδικότητες που δεν έχουν ζήτηση στη φροντιστηριακή αγορά. Όμως το φαινόμενο που περιγράφει η φίλη μας είναι υπαρκτό, είναι δείγμα ενός κυνισμού που εκδηλώνεται «και» στο σχολείο και στην κοινωνία, άλλοτε με ήπιες και άλλοτε με πιο επιθετικές μορφές.
Για πολλούς εργαζόμενους, ο «αντίπαλος» δεν είναι πάντα η εργοδοσία και το κράτος, αλλά μερικές φορές είναι ο πολύ πλησίον, ο συνάδελφος που απεργεί ή προσπαθεί να στήσει σωματείο, είναι οι «αλληλέγγυοι» στους πρόσφυγες και τους μετανάστες, είναι εκείνοι που δεν θεωρούν «ανάπτυξη» το καζίνο και τους ουρανοξύστες στο Ελληνικό ή το ξεπούλημα λιμανιών, αεροδρομίων και δημόσιας παρουσίας σε ποικίλους επενδυτές.
Η κοσμοσυρροή που παρατηρείται στις Λευκές (εμπορικές) Νύχτες, οι οποίες έχουν επεκταθεί σε πολλές πόλεις, όπως και η πανελλαδική φρενίτιδα της ετήσιας «Μαύρης Παρασκευής» (Black Friday) ή οι χλωμές αντιδράσεις στα ανοιχτά καταστήματα τις Κυριακές εντάσσονται στο ίδιο ρεύμα της αποδοχής των τετελεσμένων, ενός ΤΙΝΑ (Δεν Υπάρχει Εναλλακτική) σε μικρογραφία.
Δυστυχώς, υπάρχουν και εργαζόμενοι -ακόμα και 4ωρίτες ή ενοικιαζόμενοι- που είναι εργοδοτικότεροι του εργοδότη, που παραιτούνται από δικαιώματα τα οποία ακόμα και η καπιταλιστική αγορά τα αναγνωρίζει! Δεν είναι τσιράκια του αφεντικού, δεν είναι χαφιέδες, αλλά είναι φοβισμένοι, υποταγμένοι στο έπακρο.
Είναι αυτονόητο ότι οι διεκδικήσεις, οι επιμέρους αγώνες δεν σταματούν, και μάλιστα κάποτε επιτυγχάνεται και κάποιος συντονισμός. Όμως ο κόσμος της ριζοσπαστικής (ή «συνεπούς» ή «επαναστατικής», ας διαλέξουμε επίθετο) Αριστεράς δεν διασταυρώνεται με τον καθημερινό κόσμο των πολλών, όπως συχνά δεν διασταυρώνεται και η θεματολογία ή η γλώσσα τους.
Η μεγάλη πρόκληση για μια άξια του ονόματός της Αριστερά δεν είναι μόνο να παραμείνει «εκτός των τειχών» της εξουσίας και της αστικής πολιτικής, αλλά να γκρεμίσει τα αόρατα τείχη που τη διαχωρίζουν από τους πολλούς. Κοντολογίς, να απογκετοποιηθεί. Γιατί αυτό που γκετοποιείται δεν είναι μόνο η Αριστερά, αλλά και η αλήθεια, η ελευθερία, η ομορφιά, η συλλογική ελπίδα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου