Με μια εντελώς αργοπορημένη, αλλά κυρίως πλήρως αναντίστοιχη της περίστασης αντίδραση ανταποκρίθηκε το Facebook στις ανησυχίες των 2,2 δισ. χρηστών του για την ασφάλεια των προσωπικών τους δεδομένων, μετά το σκάνδαλο με την εταιρεία Cambridge Analytics.
Όταν δηλαδή αποκαλύφθηκε πώς ο δημοφιλής τόπος κοινωνικής δικτύωσης επέτρεψε την αλίευση στοιχείων 50 εκ. χρηστών του τα οποία στη συνέχεια, κι εν αγνοία των άμεσα ενδιαφερομένων, πουλήθηκαν στην ομάδα του Τραμπ, κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου στις ΗΠΑ, ώστε να εξασφαλισθεί πολιτική επιρροή. Αυτό που συγκεκριμένα
ανακοίνωσε το Facebook είναι ότι θα δώσει τη δυνατότητα στους χρήστες μέσω ενός συγκεντρωτικού συστήματος να ελέγχουν την ιδιωτικότητα των προσωπικών τους δεδομένων, ώστε οι ίδιοι να ξέρουν και να αποφασίζουν ποια στοιχεία τους θα συγκεντρώνονται και θα είναι επεξεργάσιμα και ποια όχι, κι έτσι να αποφασίζουν για το βαθμό έκθεσής τους στις τεχνικές ανάλυσης από τις εταιρείες οι οποίες εναγωνίως αναζητούν προσωπικά δεδομένα ώστε να συγκροτούν προφίλ χρηστών έτοιμα προς πώληση για κάθε ανάγκη: από τα πολιτικά κόμματα μέχρι διαφημιστές που επιζητούν εξειδικευμένα κοινά στη ανθρωποθάλασσα των χρηστών του διαδικτύου. Επιπλέον, το δεύτερο μέτρο που ανακοίνωσαν οι μηχανικοί του Facebook είναι το κλείσιμο της κατηγορίας partner categories που επέτρεπε σε διαφημιστές να στοχεύουν κατευθείαν σε κοινά του Facebook. Η συγκεκριμένη δυνατότητα θα ενεργοποιηθεί σε έξι μήνες, ενώ η ευχέρεια κεντρικού ελέγχου της ιδιωτικότητας, που όπως ανακοινώθηκε δουλευόταν από το 2017, θα είναι έτοιμη σε μερικέ εβδομάδες…
Πολύ μικρή, πολύ αργή, εν ολίγοις η αντίδραση του Facebook που αποτυγχάνει οικτρά να κερδίσει τη χαμένη αξιοπιστία του. Το κενό ωστόσο που δημιουργεί η ανεπάρκεια του να εμπνεύσει εμπιστοσύνη καλύπτεται από δύο πηγές: τη Σκύλλα εταιρικών ανταγωνιστών του, που εισέρχονται στην αγορά με την υπόσχεση της εγγύησης της ιδιωτικότητας όπως για παράδειγμα το Instagram, και τη Χάρυβδη της πολιτικής παρέμβασης εκ μέρους κρατών και κυβερνήσεων που ως ζητούμενο έχουν δικά τους οφέλη κι όχι φυσικά τον δημοκρατικό έλεγχο ενός μέσου που αποτελεί τον πιο δημοφιλή τόπο συνάντησης και κοινωνικοποίησης σε ολόκληρο τον πλανήτη. Κι αυτή είναι η μεγαλύτερη απειλή. Πήρε δε σάρκα και οστά με αφορμή την επιστολή που απέστειλε ο ευρωπαίος επίτροπος Ασφάλειας στην ομόλογό του με αρμοδιότητα την Ψηφιακή οικονομία στην οποία της ζητά να καταστρώσει σχέδιο δράσης για τη λειτουργία των εταιρειών κοινωνικής δικτύωσης κατά τη διάρκεια ευαίσθητων πολιτικών περιόδων. Δεν υπάρχει αμφιβολία πώς το βλέμμα των Βρυξελλών είναι στραμμένο στις ευρωεκλογές του 2019 και στο στόχαστρό τους είναι οι πλαστές ειδήσεις (fake news). Την απήχησή τους επιβεβαίωσε πρόσφατη έρευνα του ευρωβαρόμετρου, βάσει της οποίας περισσότεροι από 1 στους 3 ευρωπαίους πολίτες έρχονται σε επαφή με πλαστές ειδήσεις κάθε μέρα σερφάροντας στο ίντερνετ, ενώ το 83% αναγνωρίζει ότι πράγματι αποτελούν απειλή για τη δημοκρατία.
Μέχρι στιγμής ωστόσο οι αντιδράσεις των κυβερνήσεων αλλά και των εταιρειών πληροφορικής παραπέμπουν σε παλιάς εποχής λογοκρισία. Αδυνατούν δηλαδή να επιδείξουν τη δημιουργική ευελιξία που απαιτεί το θέμα των ειδήσεων και της προσωποποιημένης άποψης όπως αναδεικνύεται σε μια εποχή έκρηξης της πληροφορίας και της δυνατότητας της κοινωνίας να παράγει αδιαμεσολάβητα ενημέρωση και περιεχόμενο. Η Google, για παράδειγμα, όποτε χρειάστηκε να φιλτράρει την εμφάνιση πλαστών ειδήσεων εξοβέλισε δημοφιλείς και πέρα για πέρα αξιόπιστους ιστότοπους εναλλακτικής πληροφόρησης από τις αναζητήσεις όπως το truthout και το counterpunch, που εδώ και χρόνια λειτουργούν ως προοδευτικό αντίβαρο στην κατευθυνόμενη πληροφόρηση. Έτσι, η αντιμετώπιση των πλαστών ειδήσεων τιμώρησε την κριτική στην τρομοϋστερία την επομένη της 11ης Σεπτεμβρίου, στους πολέμους της νέας τάξης, κοκ. Τα συμπεράσματα που προκύπτουν είναι εντελώς αποκαρδιωτικά καθώς φαίνεται ότι πριν και μετά την εφαρμογή των κατασταλτικών μέτρων για τις πλαστές ειδήσεις κερδίζει πάντα ο Τραμπ. Είτε με την διασπορά των πλαστών ειδήσεων, είτε με τη φίμωση της κριτικής…
Εξ ίσου βλαπτικές για τη δημοκρατία αποδεικνύονται και οι πρωτοβουλίες των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων, καθώς κοινό τους γνώρισμα είναι η ποινικοποίηση και η καταστολή. Πρόσφατα για παράδειγμα η Γερμανία ψήφισε νόμο που επιβάλλει πρόστιμα ως και 50 εκ. ευρώ σε ιστοσελίδες και διαχειριστές που αναπαράγουν λόγους μίσους. Ενώ στη Γαλλία προετοιμάζεται νόμος που επιτρέπει στη δικαιοσύνη να καταργεί και να μπλοκάρει ιστοσελίδες που χαρακτηρίζονται φορείς πλαστών ειδήσεων. Ο κίνδυνος εδώ είναι σαφής: Τα πρώτα θύματα της επιχείρησης καταστολής να αποδειχθούν όσοι ασκούν κριτική, όσοι επιχειρούν να αρθρώσουν έναν ανταγωνιστικό, απέναντι στον κυρίαρχο, λόγο και να ανασκευάσουν την κυρίαρχη πολιτική και ιδεολογική άποψη.
Υπό αυτή τη ζοφερή προοπτική, επιβεβαιώνονται οι χειρότερες προβλέψεις. Σε μια εποχή που πληθαίνουν οι εκκλήσεις για ανάμειξη των κυβερνήσεων ώστε να επιβάλλουν ένα ρυθμιστικό πλαίσιο στην ασυδοσία των ιδιωτικών εταιρειών συγκέντρωσης και ανάλυσης πληροφοριών, σε βαθμό ακόμη και να ζητούν κρατικοποίηση του Facebook, η κρατική παρέμβαση να αποδεικνύεται από άστοχη και κατασταλτική των απελευθερωτικών εξαγγελιών της εποχής του διαδικτύου μέχρι μεροληπτική σε βαθμό εμμονής. Βλέπε για παράδειγμα την ψυχροπολεμικής κοπής ιεράρχηση του κινδύνου της ρωσικής επιρροής, όταν κατ’ επανάληψη αποδεικνύεται ότι ο εχθρός (πχ ο Τραμπ, η Cambridge Analytica και το Facebook που αγοράζουν, πουλάνε και προσφέρουν, αντίστοιχα τα δεδομένα) είναι εντός των τειχών…
https://eleutheriellada.wordpress.com/2018/04/14/%CF%83%CE%B9%CE%B3%CE%AC-%CF%84%CE%BF-facebook-%CE%BA%CE%BF%CE%B9%CE%BC%CE%AC%CF%84%CE%B1%CE%B9/#more-95679
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου