των Χαράλαμπου και Αθανάσιου Πουλάκη
Το κείμενο που ακολουθεί είναι εργασία των Χαράλαμπου και Αθανάσιου Πουλάκη, η οποία παρουσιάστηκε στο συνέδριο Νέων Οικονομολόγων που πραγματοποιήθηκε στις 2-3 Δεκεμβρίου του 2017,της Εταιρίας Οικονομολόγων Θεσσαλονίκης με τίτλο: H Πολιτική Οικονομία 1967-1974.
Ο «Ημεροδρόμος» τους ευχαριστεί για τη δυνατότητα δημοσίευσης της δουλειάς τους, η οποία δείχνει πως το «οικονομικό θαύμα της χούντας» ήταν όλεθρος για τον λαό. Όπως, δε, αναφέρουν και στα συμπεράσματα τους «η επταετία
αναδεικνύει την δυνατότητα σύνθεσης του οικονομικού νεοφιλελευθερισμού και του πολιτικού αυταρχισμού. Ενώ λοιπόν οι δαπάνες για κοινωνική πρόνοια περικόπτονταν, αυξάνονταν δραματικά τα έξοδα υπέρ του αστυνομικού κράτους. Στο πεδίο της φορολογικής πολιτικής διακρίναμε την «ταξική μεροληψία» των πραξικοπηματιών υπέρ της οικονομικής ελίτ».
***
Εισαγωγή : Η Οικονομική Φιλοσοφία της Δικτατορίας
Μελετώντας το «Πρόγραμμα Οικονομικής Αναπτύξεως της Ελλάδος, 1968-1972» πληροφορούμαστε για την οικονομική φιλοσοφία της Δικτατορίας[1]. Ο Γ.Γ. του Υπ. Συντονισμού και Πρόεδρος της Κεντρικής Επιτροπής Επεξεργασίας Προγράμματος Κ. Θάνος γράφει πως: «Το παρόν πρόγραμμα είναι κατ εξοχήν ενδεικτικόν δια τον ιδιωτικόν τομέα της οικονομίας. Τούτο είναι απολύτως δικαιολογημένον, καθόσον η αποτελεσματική λειτουργία των ελεύθερων οικονομικών θεσμών αποτελεί- τούτο άλλωστε προκύτπει και εκ της εμπειρίας του παρελθόντος- το καταλληλότερον μέσον προωθήσεως της οικονομικής ανάπτυξης της χώρας…[2]». Στην συνέχεια συμπληρώνει χαρακτηριστικά: «ο αυστηρός και λεπτομερής σχεδιασμός των δημόσιων και ιδιωτικών φορέων αντιβαίνει προς την γενικοτέραν φιλοσοφικήν τοποθέτησιν της Κυβερνήσεως όσον και προς το καλόν νοούμενον συμφέρον της Χώρας…. Είναι ένα πρόγραμμα εκσυγχρονισμού…. Πράγματι το σύνολον σχεδόν των προβλεπόμενων μέτρων πολιτικής και θεσμικών μεταρυθμίσεων αποσκοπεί εις την απελέυθερωσην των δυνάμεων του υγειούς ανταγωνισμού και την ενίσχυσιν του ρυθμιστικού ρόλου των τιμών εις την κατανομή των οικονομικών πόρων».[3]Στο ίδιο πνεύμα ο Υπ. Συντονισμού Ν. Μακαρέζος αναφέρει πως το πρόγραμμα : «βασίζεται εις την ενίσχυσιν του ρόλου της ιδιωτικής πρωτοβουλίας και την αποτελεσματικωτέραν λειτουργίαν των ελέυθερων οικονομικών θεσμών[4]». Μπορούμε συνεπώς να εξάγουμε ορισμένα χρήσιμα συμπεράσματα.
Η Στρατιωτική Δικτατορία φαίνεται απόλυτα προσηλωμένη στις αρχές της ελεύθερης αγοράς και υποστηρίζει την αδέσμευτη από το κράτος ιδιωτική πρωτοβουλία. Το οικονομικό επιτελείο της Δικτατορίας, δεν βλέπει καμιά αντίφαση μεταξύ της οικονομικής και της πολιτικής του φιλοσοφίας. Οι αρχές της ελεύθερης αγοράς ταιριάζουν, στο «διανοητικό σύμπαν» των Πραξικοπηματιών, με το «αποφασίζομεν και διατάσωμεν» και την παντελή έλλειψη πολιτικού φιλελευθερισμού. Βασικό στοιχείο του προγράμματος, είναι ο «εκσυγχρονιστικός» του χαρακτήρας που επιδιώκει να «απελευθερώσει» τις δυνάμεις της αγοράς. Εντοπίζεται ουσιαστικά, μια προσπάθεια νεοφιλελεύθερων απορρυθμίσεων. Είναι έκδηλο, ότι η οικονομική φιλοσοφία της Δικτατορίας αντιτίθεται σε πολιτικές ρυθμιστικού κρατικού παρεμβατισμού στην οικονομία. Σε αυτό το σημείο να υπενθυμίσουμε ότι η Ένωση Κέντρου προσπάθησε να εφαρμόσει «αναδιανεμητικές» πολιτικές. Η Δικτατορία λοιπόν μετατόπισε εκ νέου την «ισορροπία» μεταξύ αγοράς και κράτους υπέρ της πρώτης[5].
Σε ότι αφορά την Βιομηχανία το πρόγραμμα θέτει ως στόχο την ταχεία εκβιομηχάνιση της χώρας[6]. Ακόμα αναφέρεται, πως «η Ελληνική Βιομηχανία αναπτύχθηκε λόγω της ισχυρής δασμολογικής προστασίας– η GATT ήταν αρκετά ευέλικτη ως προς την δυνατότητα επιβολής προστατευτικών πολιτικών[7] – και ότι θα πρέπει πλέον να σταθεί μόνη της στις συνθήκες του διεθνούς ανταγωνισμού, υλοποιώντας τους όρους Σύνδεσης της Ελλάδας με την ΕΟΚ»[8][9]. Από αυτό το σημείο αντιλαμβανόμαστε ότι η Δικτατορία δεν είχε καμιά πρόθεση να συγκρουστεί οικειοθελώς με την ΕΟΚ. Σε ότι αφορά το κράτος ο βασικός του ρόλος εντοπίζεται στο ότι πρέπει με όλες του τις δυνάμεις να προσπαθήσει να «ενισχυθούν παντοιοτρόπως οι δυνάμεις της ελεύθερης αγοράς[10]–[11]». Στο ίδιο πνεύμα είναι και οι αναφορές του Προγράμματος για τον ρόλο του ξένου κεφαλαίου που θεωρείται απαραίτητος αρωγός της οικονομικής ανάπτυξης[12]. Ο πολιτικός δρών που μπορεί να φέρει εις πέρας αυτόν τον «εκσυγχρονισμό», για τους «Συνταγματάρχες», είναι μόνον ο Στρατός[13]. Έτσι το μερίδιο του Κράτους στην οικονομία έτεινε να μειωθεί[14]. Το Κράτος περιοριζόταν σε λειτουργίες όπως η τάξη, η ιδεολογία, η άμυνα κλπ[15].
Η πολιτική της Επταετίας για ορισμένους αναλυτές έχει χαρακτηριστεί ακόμα και πρωτονεοφιλελευθερη[16]. Τούτου δοθέντος στην Ελλάδα εφαρμόστηκε νεοφιλελεύθερη πολιτική, πριν ακόμα από την Χιλή του Δικτάτορα Pinochet (1973). Όμως παρά τις εξαγγελίες για ορθολογισμό των δημόσιων δαπανών αυτές εκτινάχθηκαν στα ύψη, ιδιαίτερα για τις ανάγκες της «εσωτερικής ασφάλειας»[17], ενώ και ο δημόσιος δανεισμός ξεπέρασε κάθε προδικτατορικό όριο[18]. Παράλληλα η «κοινωνία των πολιτών» ασφυκτιούσε υπό την «επίβλεψη» του καθεστώτος και οργανώσεις όπως τα συνδικάτα ουσιαστικά απαγορεύονταν[19]. Καταλήγοντας πρέπει να τονίσουμε την συμβατότητα μεταξύ νεοφιλελεύθερης οικονομικής φιλοσοφίας και παντελούς έλλειψης δημοκρατικών θεσμών.
Η ανοδική φάση του μεγάλου οικονομικού κύκλου και τα τελευταία προδικτατορικά έτη.
Είναι γνωστό πως η δεκαετία του’60 είναι ο πυρήνας της «χρυσής εποχής» του δυτικού καπιταλισμού. Με τις συμφωνίες του Bretton Woods να έχουν διαμορφώσει το μακροοικονομικό περιβάλλον και τις ιδέες του J.M. Keynes να κυριαρχούν ο δυτικός καπιταλιστικός κόσμος γνωρίζει πρωτόγνωρη ανάπτυξη, με μέσο ετήσιο ρυθμό μεγέθυνσης 4,8% την περίοδο 1960-1972, για το σύνολο των χωρών του ΟΟΣΑ[20]. Ειδικά η ετήσια μεγέθυνση της Δ. Ευρώπης[21] και των ΗΠΑ ήταν ιδιαίτερα εντυπωσιακή ενώ και ο όγκος συναλλαγών του διεθνούς εμπορίου γνώριζε μέση ετήσια αύξηση περίπου κατά 7%[22] .Η ανάπτυξη αυτή συνοδευόταν από χαμηλά ποσοστά ανεργίας και άνοδο του βιοτικού επιπέδου[23]. Ακόμα την περίοδο της Δικτατορίας η αραβοϊσραηλινή διαμάχη εκτίναξε τα ναύλα στα ύψη προς όφελος του ελληνικού εφοπλισμού. Η μόνη ίσως «αστάθεια» την εποχή του πραξικοπήματος ήταν, η υποτίμηση της βρετανικής στερλίνας[24].
Η Ελληνική οικονομία από τις αρχές της δεκαετίας του 1960 και κατά την διάρκεια της, γνώρισε και αυτή υψηλούς ρυθμούς μεγέθυνσης τόσο στις επενδύσεις όσο και στην παραγωγή[25]. Την περίοδο 1963-1975 το ΑΕΠ της Ελλάδας αυξήθηκε περίπου κατά 250% και ο μέσος ετήσιος ρυθμός της βιομηχανικής παραγωγής ξεπέρασε το 9%[26] με το εισόδημα της βιομηχανίας μαζί με τις κατασκευές να αυξάνεται κατά 350%. Την ίδια περίοδο το εισόδημα από τον αγροτικό τομέα αυξήθηκε μόλις κατά 50%. Είναι εμφανές λοιπόν ότι ο βιομηχανικός τομέας αρχίζει να διαδραματίζει όλο και πιο σημαντικό ρόλο.
Η Ελλάδα κατείχε την πρώτη θέση μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ, για την περίοδο 1965-1973, στον ρυθμό παραγωγικότητα της εργασίας με μέση ετήσια μεταβολή 8,40%[27]. Ωστόσο είναι γεγονός πως οι μισθοί και τα ημερομίσθια παρέμεναν σε χαμηλά επίπεδα[28]. Επιπλέον αύξηση της παραγωγικότητας και του ΑΕΠ δεν συνοδευόταν με αξιοσημείωτη αύξηση της απασχόλησης[29], εφόσον η τελευταία αυξήθηκε κατά 0,7%-0,8%[30], και επιπλέον το τμήμα προϊόντος που ιδιοποιούταν η εργασία παρέμενε σε χαμηλά επίπεδα[31]. Αυτό είναι ένα δομικό χαρακτηριστικό του λεγόμενου «ελληνικού οικονομικού θαύματος». Το 1964 ο ρυθμός μεγέθυνσης ήταν 9,4% (Διάγραμμα 2), παρά την χαμηλή παραγωγή ελαιολάδου, ένα από τα βασικότερα εξαγωγικά προϊόντα της Ελληνικής οικονομίας[32]. Αυτή οφειλόταν σε αύξηση του βιομηχανικού προϊόντος κατά 10,6%, αλλά και στην αύξηση της γεωργικής παραγωγής . Το 1965 και το 1966 παρά την Κυβερνητική αστάθεια και την έλλειψη νομιμοποίησης- των Κυβερνήσεων των αποστατών – η μεγέθυνση άγγιξε κατά μέσο όρο το 8,65%.
Η οικονομική κατάσταση μετά το Πραξικόπημα
Η οικονομική ανάπτυξη ήταν ζήτημα ζωτικής σημασίας για το Στρατιωτικό Καθεστώς καθώς μέσω αυτής θα μπορούσε να αντλήσει το απαραίτητο «πολιτικό κεφάλαιο» προκειμένου να πετύχει την νομιμοποίηση του, από ευρύτερα στρώματα της κοινωνίας ή να εξασφαλίσει απλώς την ανοχή τους. Αναμφίβολα όμως, η δικτατορία βασίστηκε στην νομισματική σταθεροποίηση και την οικονομική ανάπτυξη που είχε ξεκινήσει είδη από την δεκαετία του 1950 [33]
Ο ισχυρισμός των Συνταγματαρχών ότι παρενέβησαν στην πολιτική ζωή για να σώσουν την Ελληνική Οικονομία από την ύφεση είναι αβάσιμος[34]. Απεναντίας τα δυο πρώτα χρόνια του δικτατορικού καθεστώτος η μεγέθυνση του ΑΕΠ υστερούσε της προδικτατορικής περιόδου [35]. Ο μέσος όρος μεγέθυνσης της διετίας 1967-1968[36]ανήλθε (Διάγραμμα 2) στο 6,45%[37]. Για να αντιστρέψουν την κατάσταση, οι Συνταγματάρχες επέτρεψαν τον άφρονα δανεισμό της τουριστικής, της οικοδομικής και της ναυτιλιακής δραστηριότητας και φυσικά των ευνοούμενων του καθεστώτος[38]. Παρόλα αυτά την διετία 1968 -1969 η ανεργία (Διάγραμμα 1) σημείωσε ποσοστό ρεκόρ (5,4% κατά μέσο όρο), (4,4% το 1967) αλλά από το 1970 και μετά ακολουθεί φθίνουσα πορεία.
Η ανάκαμψη της τριετίας 1969-1971 – μέσος ρυθμός μεγέθυνσης 9,4% -(Διάγραμμα 2) βασίστηκε στην αναθέρμανση της βιομηχανικής παραγωγής[40]. Η «δανειακή» οικονομική πολιτική όμως έφερε την οικονομία σε αδιέξοδο που εκφράστηκε με την «επανάσταση των τιμών» το 1973 την οποία επέτειναν κερδοσκοπικές πρακτικές. Ως εκ τούτου το 1974 λόγω των οικονομικών προβλημάτων και της κατακόρυφης πτώσης των επενδύσεων (-25,6%)[41] , το ΑΕΠ μειώθηκε κατά 6,4%. (Διάγραμμα 2).
Δικτατορία και Ευρώπη
Η προδικτατορική ελληνική πολιτική προσανατολιζόταν σταθερά στην ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ και στην υλοποίηση της Συμφωνίας Σύνδεσης Ελλάδας-Κοινότητας. Η σύνδεση προέβλεπε σταδιακή και μεθοδική ενσωμάτωση της ελληνικής οικονομίας στην ευρωπαϊκή[43]. Με την έλευση της Δικτατορίας όμως οι σχέσεις της Ελλάδας με την ΕΟΚ βίωσαν μια «ελεγχόμενη κρίση» ενώ, με τις ΗΠΑ οι σχέσεις αναθερμάνθηκαν ιδιαίτερα[44].
Όσον αφορά την Συμφωνία η Δικτατορία εφήρμοσε τις υποχρεώσεις της, που αφορούσαν το σκέλος της τελωνιακής ένωσης [45]. Ωστόσο η οικονομική βοήθεια από πλευράς ΕΟΚ είχε παγώσει[46]. Αυτή η επιλεκτική εφαρμογή ευνοούσε την Κοινότητα που έβλεπε τους Ελληνικούς δασμούς να αίρονται κατά την διάρκεια της Δικτατορίας. Εν συνεχεία υπό την πίεση των Σκανδιναβικών Κυβερνήσεων η Ελλάδα αποχώρησε από το Συμβούλιο της Ευρώπης (όργανο που δεν συνδέεται άμεσα με την ΕΟΚ) προκειμένου να προλάβει την καταδίκη της για παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων[47].
Υπό αυτές τις συνθήκες η Δικτατορία – που ωστόσο είχε άριστες σχέσεις με τις ΗΠΑ – στρέφεται προς τις χώρες του τρίτου κόσμου, ακόμα και σε χώρες του λεγόμενου σοσιαλιστικού στρατοπέδου[48] προκειμένου να εξασφαλίσει επενδύσεις και εμπορικές συναλλαγές[49]
Δημοσιονομική Πολιτική και Δικτατορία
Οι δημόσιες δαπάνες αυξήθηκαν κατακόρυφα μετά το 1967 και ξεπέρασαν κάθε προηγούμενο[50]. Τα έξοδα της κυβέρνησης συνέβαλαν μεν σε μια σημαντική αύξηση στην γενική ρευστότητα αλλά ενέτειναν τις πληθωριστικές πιέσεις[51].
Στον τομέα των δαπανών για την κοινωνική μέριμνα το μερίδιο αυτών για την εκπαίδευση – στο σύνολο των κυβερνητικών δαπανών για αγαθά και υπηρεσίες- έπεσε από το 16,3%, το 1966 σε 14,6%, το 1973[52]. Η Ελλάδα εξακολουθούσε να έχει το χαμηλότερο ποσοστό δαπανών για έρευνα και ανάπτυξη σε σχέση με όλες τις δυτικοευρωπαϊκές χώρες[53]. Ακολούθως οι δαπάνες για την Δημόσια Υγεία και τις κοινωνικές υπηρεσίες μειώθηκαν. Από 11,6% των εξόδων, το 1966, έφτασαν στο 10%, το 1973[54]. Στον αναπτυξιακό τομέα το μερίδιο των επιδοτήσεων στις συνολικές δαπάνες έπεσε από 6,6% το 1966, σε 4,1%, το 1973[55].
Για να καλυφτούν τα δημόσια έξοδα οι φόροι ως ποσοστό του ΑΕΠ αυξήθηκαν από δύο έως και τρείς μονάδες[56]. Η φορολογική μεταρρύθμιση του 1968 μετέφερε το φορολογικό βάρος κυρίως στους εργαζόμενους, καθώς μεγάλες επιχειρήσεις και εύποροι ιδιώτες «απαλλάσσονταν»[57]. Χαρακτηριστικά το 1971 οι φοροαπαλλαγές που «απήλαυσαν» 464 μεγάλες επιχειρήσεις ήταν κατά τρείς φορές υψηλότερες από τους φόρους που είχαν καταβάλει[58]. Η πολιτική του καθεστώτος φαίνεται και στην σύνθεση των φόρων καθώς μεταξύ άλλων, η Δικτατορία επέλεξε την αύξηση κυρίως των έμμεσων φόρων, οι οποίοι έπλητταν κυρίως την εργατική τάξη και τα μεσαία στρώματα[59]. Επιπροσθέτως το σύνολο των κατηγοριών των φορολογικών εισφορών, εκτός αυτών από ημερομίσθια και μισθούς, ακολούθησαν φθίνουσα πορεία από το 1966, κάτι το οποίο σχετίζεται με την εύνοια του καθεστώτος προς την κοινωνικοοικονομική ελίτ[60]. Ειδικότερα παρότι το σύνολο των φόρων, ως ποσοστό, του ΑΕΠ αυξήθηκε από 27,4% το 1966, σε 29,2% το 1972, οι φόροι κληρονομιάς μειώθηκαν, όπως και οι φόροι των μεγάλων επιχειρήσεων που «έπεσαν» κατά 10,9% την περίοδο 1972-73[61]. Το Στρατιωτικό Καθεστώς εισέπραττε το 36% των εσόδων του μέσω άμεσων φόρων από τα νοικοκυριά και το 55% αυτών, μέσω έμμεσων[62]. Ανιχνεύουμε λοιπόν στην φορολογική πολιτική των Συνταγματαρχών στοιχεία της συνταγής των trickledown economics πολλά χρόνια πριν την οικονομική πολιτική του Reagan (Reaganomics).
Το μεγαλύτερο μέρος όμως των δαπανών του δημοσίου χρησιμοποιήθηκε υπέρ των διαφόρων «σωμάτων ασφαλείας»[63] και στην ανορθολογική επέκταση του δημοσίου[64]. Οι δαπάνες για την Εθνική Άμυνα μειώθηκαν αλλά υπερδιογκώθηκαν τα έξοδα για την «εσωτερική ασφάλεια»[65]. Το τελευταίο είναι ένα χαρακτηριστικό όλων των αυταρχικών καθεστώτων που κάνουν χρήση του αστυνομικού κράτους. Η καταστολή είναι ένας τρόπος επιβίωσης της εξουσίας σε πλαίσια χαμηλής κοινωνικής νομιμοποίησης. Αυτό το φαινόμενο «εκρηκτικής αύξησης» των δημοσίων δαπανών για την «ασφάλεια» θα το ονομάζαμε «δημοσιονομική επίπτωση του αστυνομικού κράτους».
Ήταν ιδιαίτερα εντυπωσιακή λοιπόν η αύξηση του δημοσίου χρέους προκειμένου να χρηματοδοτηθεί ο προϋπολογισμός. Αυτή η διαχείριση είχε ως αποτέλεσμα το μερίδιο των τόκων του δημοσίου χρέους στα κυβερνητικά έξοδα να αυξηθεί από 3,0% το 1966, σε 4,8% το 1973.[66] Το 1971 ολοκληρώθηκαν οι διαπραγματεύσεις για τη σύναψη ενός δανείου, ύψους 60 εκατομμυρίων δολαρίων, από ένα σύνολο Τραπεζών[67] υπό την ηγεσία της First National City Bank[68]. Επιπλέον, τον Ιανουάριο του 1972 έκλεισαν οι διαπραγματεύσεις για νέο δάνειο 30 εκατ. Δολαρίων προς την Τράπεζα της Ελλάδος από μια σειρά Αμερικανικών και Αγγλικών Τραπεζών ενώ τον Απρίλιο συνομολογήθηκε και νέο δάνειο, ύψους 70 εκατ. δολαρίων, με τις τράπεζες Goldman Sachs ,International Corporation, κλπ[69]. Ακολούθως το Μάιο του 1972, το Ελληνικό Δημόσιο έλαβε ακόμα ένα δάνειο, ύψους 25 εκατ. δολαρίων., από τη (FNCB)[70] της Νέας Υόρκης ενώ τον Οκτώβρη του ίδιου έτους η Τράπεζα της Ελλάδος έλαβε δάνειο 70 εκατ. δολάρια. από κοινοπραξία τραπεζών με επικεφαλής την Crocker National Bank San Francisco California.[71] Τέλος, τον Ιούλιο του 1973 η Τράπεζα της Ελλάδας έλαβε ακόμα ένα δάνειο, με τη μορφή αναλήψεων έως το ποσό των 200 εκατ. δολαρίων από κοινοπραξία ξένων τραπεζών υπό την ηγεσία της First Boston (Europe) Limited, London[72].
Έτσι το δημόσιο χρέος αυξήθηκε από τις 38,7 δισεκατομμύρια δραχμές που ήταν τον Δεκέμβρη του 1967 στα 87,5 δις δραχμές τον Γενάρη του 1973 (Διάγραμμα 3). Η πληρωμή των τοκοχρεολυσίων αφορούσε ένα ολοένα και μεγαλύτερο μερίδιο των δημοσίων δαπανών[73]. Συνεπώς, κατά την περίοδο της δικτατορίας, σε απόλυτα μεγέθη το Δημόσιο Χρέος αυξήθηκε κατά 194,86% (Διάγραμμα 3). Παρατηρούμαι όμως ότι η Δικτατορία ακολούθησε σε γενικές γραμμές – έστω δανειζόμενη μεγαλύτερα ποσά- την «ελληνική» δανειακή πολιτική της μεταπολεμικής περιόδου (Διάγραμμα 3.1). Θα πρέπει να επισημάνουμε όμως ότι από το 1971 που ξεκινά ουσιαστικά ο επιτακτικός δανεισμός του καθεστώτος από τις διεθνείς αγορές, η παγκόσμια οικονομία εισέρχεται σε μια νέα φάση. Προπολεμικά οι πολύ υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης μπορούσαν να καταστήσουν βιώσιμο τέτοιο δανεισμό. Με την κατάρρευση του Bretton Woods, τις πετρελαϊκές κρίσεις, την κρίση στασιμοπληθωρισμού και την «στάσιμη ανάπτυξη» των επερχόμενων δεκαετιών στην Ελλάδα δεν θα ξαναεμφανιστούν τέτοιοι ρυθμοί μεγέθυνσης. Ως εκ τούτου μακροπρόθεσμα η δανειακή πολιτική του Καθεστώτος – όσον αφορά την επιτάχυνση μεγέθυνσης του δημοσίου χρέους – δεν θα ήταν βιώσιμη ακόμα και με τα πιο ελαστικά κριτήρια. Και στην «βραχεία διάρκεια» όμως το χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ ήταν μεγαλύτερο από ότι στην προδικτατορική περίοδο (Διάγραμμα 3) . Έτσι το 1974 άγγιζε το 22% του Ελληνικού ΑΕΠ (Διάγραμμα 3).
Η Νομισματική Πολιτική του Στρατιωτικού Καθεστώτος
Κατά την προδικτατορική περίοδο η νομισματική βάση της ελληνικής οικονομίας ήταν σε μεγάλο βαθμό υγιής[76]. Παρότι το ΑΕΠ αυξάνονταν με μέσο ετήσιο ποσοστό της τάξης του 8,68% την περίοδο 1961-1966 (Διάγραμμα 2), η ετήσια αύξηση των τιμών ήταν μόλις 3%[77]. Με την Δικτατορία τα πράγματα αλλάζουν. Αρχικά η ρευστότητα, μετρίσιμη από τον λόγο της παροχής χρήματος προς το σύνολο του ΑΕΠ, αυξήθηκε από 51% το 1966, σε 76% το 1972[78]. Θα πρέπει να σημειώσουμε, ότι αυτή η ρευστότητα «κατευθύνονταν» σε τομείς όπως ο τουρισμός, η ναυτιλία και οι οικοδομικές δραστηριότητες[79].
Τα πρώτα χρόνια της δικτατορίας παρατηρείται λοιπόν αύξηση του πραγματικού μισθού (Διάγραμμα 7) χωρίς ταυτόχρονη πληθωριστική έκρηξη [80]. Το 1967 και το 1968 οι τιμές παρέμειναν σχεδόν σταθερές με αύξηση 1% ετησίως[81]. Την κατάσταση επιδείνωσε όμως η νομισματική πολιτική του καθεστώτος καθώς άρχισε να χρηματοδοτεί χωρίς προαπαιτούμενα κάθε επιχειρηματική δράση[82]. Έτσι ο λόγος της αύξησης της νομισματικής κυκλοφορίας εκτινάχθηκε από το 7,1% που ήταν το 1969 σε 28,5% το 1973 και ο αντίστοιχος της προσφοράς χρήματος (κυκλοφορούν χρήμα + καταθέσεις) διαμορφώθηκε από 8,2%, το 1969 σε 22,7%, το 1973[83]. Είναι χαρακτηριστικό πως τα δυο αυτά μεγέθη υπερέβησαν την αύξηση των πραγματικών εισοδημάτων για το 1973 που ήταν της τάξης του 8,7% και 9,7% αντίστοιχα[84]. Έτσι οι ιδιωτικές καταθέσεις μειώθηκαν από 34,2 δισεκατομμύρια δραχμές το 1972, σε 19,6 δισεκατομμύρια δραχμές το 1973, προξενώντας μειώσεις των επενδύσεων [85]. Αυτή η τάση μείωσης της αποταμίευσης μας καταδεικνύει απώλεια εμπιστοσύνης στην δραχμή.
Την περίοδο 1973-1974 τα θεσμικά βάθρα του Στρατιωτικού Καθεστώτος φάνηκαν τελείως ανίκανα να διαχειριστούν την κατάσταση. Η συνολική ζήτηση προ πολλού είχε αρχίσει να αυξάνεται με ρυθμούς μεγαλύτερους της συνολικής προσφοράς. Έτσι αυξήθηκε ο βαθμός χρησιμοποίησης της παραγωγικής ικανότητας και εντάθηκαν οι πληθωριστικές πιέσεις οι οποίες αρχικά συγκαλύφθηκαν λόγω της παρέμβασης του κράτους.[86] Συνεπώς σε συνδυασμό με την ατελέσφορη νομισματική διαχείριση των Συνταγματαρχών, επήλθαν πολύ υψηλά επίπεδα πληθωρισμού (Διάγραμμα 4). Η Ελλάδα με το χαμηλότερο ποσοστό πληθωρισμού (2,2%) μεταξύ όλων τον χωρών του ΟΟΣΑ το 1961-71, κατέληξε η χώρα με το μεγαλύτερο επίπεδο πληθωρισμού για το 1973[87].
Από το 1971 η δικτατορία προσπάθησε να ακολουθήσει μια πολιτική ελέγχου των τιμών προκειμένου να συγκρατήσει τον πληθωρισμό[88] .Όμως ο δείκτης τιμών καταναλωτή από 2,5%, το 1968, έφτασε το 6,6% το 1972[89]. Έτσι το 1972 το καθεστώς πήρε αυστηρά περιορίστηκα μέτρα νομισματικής και πιστωτικής φύσης τα οποία όμως, επειδή δεν εντάσσονταν σε ένα πλήρες σχέδιο αποδείχθηκαν ανεπαρκή[90]. Έτσι ο πληθωρισμός και το επίπεδο τιμών ήταν μεγαλύτερο στην Ελλάδα – έως και υπερδιπλάσιο το 1974- από το σύνολο των χωρών του ΟΟΣΑ (Διάγραμμα 4) και υποχώρησε μόνο κατά την μεταπολίτευση.
To 1973 λοιπόν – σε συνδυασμό με την πετρελαϊκή κρίση και την κατάρρευση του συστήματος του Bretton Woods – ο δείκτης τιμών καταναλωτή σκαρφάλωσε στο 15,5%, (Διάγραμμα 4) ενώ παρουσίασε αύξηση της τάξης του 37,8% από τον Απρίλιο του 1973 μέχρι τον Απρίλιο του 1974[92]. Οι ανατιμήσεις αφορούσαν κυρίως είδη πρώτης ανάγκης, με ότι αυτό συνεπάγεται για τα μεσαία και κατώτερα εισοδήματα [93]. Ως εκ τούτου το 1973 το ποσοστό του πληθωρισμού είχε επιφέρει μειώσεις των πραγματικών μισθών κατά 4% (Διάγραμμα 7 )[94]. Η Δικτατορία προσπάθησε να αντιμετωπίσει τον πληθωρισμό με την εφαρμογή περιοριστικής πολιτικής αλλά και με αστυνομικά-διοικητικά μέτρα. [95] Παρόλα αυτά στις αρχές του 1974 ο δείκτες τιμών καταναλωτή ανήλθε στο 40% [96].
Ποιες ήταν όμως οι βαθύτερες αιτίες αυτής της κατάστασης ; Ο V. Kafiris, διαφωνεί κάθετα με τον ισχυρισμό του Στρατιωτικού Καθεστώτος ότι ο πληθωρισμός ήταν ουσιαστικά εισαγόμενος[97]. Βασίζει το επιχείρημα του στο γεγονός ότι το αποτέλεσμα των τιμών των εισαγόμενων προϊόντων στον δείκτη χονδρικών πωλήσεων των τελικών προϊόντων ήταν μόλις 0,4%[98]. Εσωτερικά αίτια διακρίνει και ο Σάκης Καράγιωργας, καθώς θεωρεί πως βασική αιτία της κρίσης ήταν η προηγηθείσα αλόγιστη επεκτατική πολιτική[99]. Αυτή η πολιτική, για τον Καράγιωργα, δεν συνδέθηκε με μια μακρόπνοη αναπτυξιακή στρατηγική – κυρίως από την πλευρά της προσφοράς- και είχε ως αποτέλεσμα την συσσώρευση υπερβάλλουσας ζήτησης[100]. Ο πληθωρισμός λοιπόν ήταν αναπόφευκτος ακόμα και χωρίς την επίδραση του εξωτερικού παράγοντα.
Το Ισοζύγιο Πληρωμών στην Επταετία
Από το 1968 το έλλειμμα στο εμπορικό ισοζύγιο αυξάνεται με ταχύς ρυθμούς (Διάγραμμα 5). Χαρακτηριστικό της περιόδου είναι οι διογκούμενες εισαγωγές αγροτικών προϊόντων[101]. –οι οποίες αυξήθηκαν δραματικά κατά την επταετία- , πιθανώς ως απότοκος της αγροτικής της πολιτικής. Το 70% των εισαγωγών αφορούσε καταναλωτικά προϊόντα και κυρίως τρόφιμα. ‘Άλλη μια αδυναμία του ελληνικού εμπορίου, ήταν η παντελής έλλειψη σχεδίου για την ανάπτυξη του κλάδου των μηχανοκατασκευών[102]. Η Ελλάδα συνέχιζε να εξαρτάτε πλήρως από το εξωτερικό για τις ανάγκες της σε μηχανολογικό εξοπλισμό[103]. Έτσι το 1973 το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου παρουσιάζεται σχεδόν τετραπλάσιο από το αντίστοιχο του 1968 (Διάγραμμα 5). Ειδικότερα το 1971 το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου αυξάνεται σχεδόν κατά 21% σε σχέση με το 1970. Αυτή η εξέλιξη, σε συνδυασμό με τον πληθωρισμό, ανάγκασε την Δικτατορία να αναγνωρίσει για πρώτη φορά δημόσια την αποτυχία της οικονομικής της πολιτικής και να εγκαινιάσει τα «νέα οικονομικά μέτρα»[104]. Ακολούθως το 1973, λόγω και της πετρελαϊκής κρίσης, το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών διπλασιάστηκε (Διάγραμμα 5). Η ελλειμματικότητα του εμπορικού ισοζυγίου αντισταθμιζόταν (αλλά όχι επαρκώς) από το πλεόνασμα ισοζυγίου άδηλων συναλλαγών που ωστόσο μειώθηκε από 77% το 1972 σε 58% το 1973[105]. Έτσι το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών οχταπλασιάστηκε μεταξύ του 1967 και 1972 (Διάγραμμα 8)[106]. Τούτο δοθέντος, το «βασικό ισοζύγιο» μετατράπηκε από πλεονασματικό (κατά μέσο όρο της τάξεως των 14,6 εκατομμυρίων δολαρίων) το 1960-66, σε ελλειμματικό (κατά μέσο όρο της τάξεως των 117,0 εκατομμυρίων) το 1967-73[107].
Η Δικτατορία δεν αντιμετώπισε την ανισόμετρη ανάπτυξη μεταξύ των γεωγραφικών διαμερισμάτων της Ελλάδας. Στην περιοχή της Αττικής συνέχισε να παράγεται περίπου το 55% του ακαθάριστου βιομηχανικού προϊόντος ενώ το υπόλοιπο παραγόταν κατά κύριο λόγω σε ορισμένα βιομηχανικά κέντρα όπως η Θεσσαλονίκη, η Πάτρα, και ο Βόλος[109]. Η υπόλοιπή Ελλάδα λοιπόν και ιδιαίτερα η ύπαιθρος παρέμενε καθυστερημένη. Αυτή η εικόνα εξηγεί το φαινόμενο της αστικοποίησης. Τη διαφορά που υπάρχει στα κατά κεφαλήν εισοδήματα κατά περιφέρεια, μας δίνουν τα στοιχεία της Επιτροπής της ΕΟΚ για το 1972[110] (Διάγραμμα 6)[111].
Επίσης σημαντική διαφορά υπήρξε στην αύξηση των κερδών από την μια πλευρά και των μισθών και ημερομισθίων από την άλλη. Ενώ την προδικτατορική περίοδο 1961-1966 ο πραγματικός μισθός αυξήθηκε κατά 7,07%, την περίοδο 1967-1964 αυξήθηκε μόλις κατά 5,25%[112] (Διάγραμμα 7 ) . Ακόμα σύμφωνα με στοιχεία της ΕΣΥΕ τα κέρδη των βιομηχανικών, εμπορικών και λοιπών επιχειρήσεων την περίοδο 1967-1971 αυξήθηκαν περίπου 250%, ενώ τα ημερομίσθια κατά 40%[113]. Παράλληλα το 1973 – σε μια περίοδο έντονων πληθωριστικών πιέσεων – οι πωλήσεις αυξηθήκαν σε σχέση με το 1970 κατά 109% αλλά, τα καθαρά κέρδη αυξήθηκαν κατά 143,5%[114]. Ο Σάκης Καράγιωργας μας καταδεικνύει ότι τα κέρδη των Βιομηχάνων αυξήθηκαν την περίοδο 1967-1974 κατά 80% ενώ οι μισθοί στον αντίστοιχο κλάδο 46%[115]. Έτσι πολλοί Έλληνες επέλεγαν να εγκαταλείψουν την χώρα. Το 1968 μεταναστεύουν περίπου 51.000 άτομα, το 1969, 91.500 και το 1971, 62.000[116]. Αυτοί οι μετανάστες θα «στηρίξουν» το ελληνικό ισοζύγιο πληρωμών. Σύμφωνα με στοιχεία της Τραπέζης της Ελλάδος τα εμβάσματα θα αυξηθούν από 239 εκ. δολάρια το 1968 σε 673 εκ. δολάρια το 1974[117].
Αγροτικός & Βιομηχανικός Τομέας, Ναυτιλία και Επενδύσεις στην Επταετία
Η Δικτατορία προσπάθησε να επιτύχει ανάπτυξη με υποφορολόγηση των ιδιωτικών επιχειρήσεων, με προγράμματα δημοσίων επενδύσεων αλλά και μέσω της περεταίρω ενθάρρυνσης της οικοδομικής δραστηριότητας[119]. Βασικό εργαλείο για την αύξηση των επενδύσεων υπήρξε ο ΑΝ 147/1967. Αυτός καθιέρωσε σειρά πιστωτικών προνομίων και φορολογικών απαλλαγών όπως η επιδότηση επενδυτικών βιομηχανικών δανείων, με στόχο την μαζική προσέλευση ξένων επενδύσεων και κεφαλαίων [120]–[121]. Όλα αυτά συνδυάστηκαν με απαγόρευση των απεργιακών κινητοποιήσεων. Όμως παρά τις διευκολύνσεις στο μεγάλο κεφάλαιο, το 1967 οι επενδύσεις εμφάνισαν μείωση κατά 4,7%[122]. Ως αντιστάθμισμα την διετία 1967-1968 παρατηρείται μια σχετική αύξηση της συμμετοχής του δημοσίου σύνολο των επενδύσεων[123].
Έτσι το 1968 οι ιδιωτικές επενδύσεις αυξήθηκαν κατά 16,7% με την οικοδομή να είναι η ατμομηχανή της μεγέθυνσης[124]. Από το 1968 στο 1969, οι πιστώσεις στον οικοδομικό τομέα αυξήθηκαν κατά 64% και 44%, στον τουρισμό 39% και 33%[125], ενώ συνολικά στον ιδιωτικού τομέα 12% και 21,5% αντίστοιχα[126]. Αυτή η «στρεβλή» χρησιμοποίηση των πόρων της χώρας είχε όμως και μια θετική δευτερογενή επίπτωση. Η Βιομηχανία βρήκε πρόσφορο έδαφος προκειμένου να παράγει, καθώς οι οικοδομές χρειάζονταν τσιμέντα, οικοδομικά υλικά κλπ[127]. Όμως το «πληθωριστικό έτος» 1974 η κατασκευαστική δραστηριότητα υποχώρησε κατά 30% θίγοντας τρομερά εργαζόμενους (Διάγραμμα 4) αλλά και κατασκευαστές[128]. Πρέπει να τονίσουμε πως οι παραγωγικές επενδύσεις δεν σημείωσαν πρόοδο με συνέπεια να ανακοπεί η διαδικασία εκβιομηχάνισης της χώρας, η οποία είχε αρχίσει από το 1961[129]. Μάλιστα το σύνολο των επενδύσεων έπεσε από το 46% της περιόδου 1964-1966, σε 39% την χρονική περίοδο 1970-1972[130]. Οι ιδιωτικές επενδύσεις στην βιομηχανία επιβραδύνθηκαν αισθητά σε αντίθεση με αυτές στον τομέα του τουρισμού[131].
Χαρακτηριστικό γνώρισμα της Δικτατορίας είναι πως σε ολόκληρη την διάρκεια της οι βιομηχανικές επενδύσεις βασίστηκαν εξ ολοκλήρου στις τραπεζικές πιστώσεις. Το μερίδιο των πιστώσεων στο σύνολο των βιομηχανικών επενδύσεων άγγιξε το 1967 το 90%, το 1968 το 70%, το 1969 το 81%, το 1970 το 87% και το 1971 το 90%[132]. Οι βραχυπρόθεσμες πιστώσεις αφορούσαν ακόμα και επενδύσεις παγίου κεφαλαίου[133]. Παρόλα αυτά δεν είχαμε το φαινόμενο μετοχικών συμμετοχών Τραπεζών σε μεγάλες βιομηχανικές επιχειρήσεις. Ο δανεισμός όμως, δεν γινόταν χωρίς πολιτικές σκοπιμότητες. Περίπου το 25% της νέας πιστωτικής επέκτασης το 1972 ήρθε από χρήμα που «κόπηκε» στην Κεντρική Τράπεζα της Ελλάδας και παραχωρήθηκε επιλεκτικά σε πιστούς φίλους του καθεστώτος, εμπόρους και δημόσιες εταιρίες[134]. Αποτέλεσμα της δανειακής οικονομίας ήταν η δημιουργία ενός αριθμού – μη βιώσιμων μακροπρόθεσμα – μικρών βιομηχανικών μονάδων πλήρως εξαρτημένων από τον «γενναίο» δανεισμό και την δασμολογική προστασία[135]. Ακόμα – και αυτό είναι ιδιαίτερα αρνητικό – παρά τις πιστώσεις η παραγωγή μέσων παραγωγής ήταν από καθυστερημένη έως ανύπαρκτη[136]. Το ποσοστό ανάπτυξης των ιδιωτικών επενδύσεων παγίου κεφαλαίου μειώθηκε σταδιακά από 57% το 1964-66 σε 32% το 1967-1969 και σε 39% το 1970-72[137]. Έτσι οι ακαθάριστες επενδύσεις παγίου κεφαλαίου στην βιομηχανία έδειξαν μείωση από 12% το 1964-66, σε 10% το 1970-72[138]. Ωστόσο, δεν πρέπει να παραβλέψουμε την δυναμική που είδη είχε αναδειχτεί από την δεκαετία του 1950, δηλαδή την αύξηση των βιομηχανικών εξαγωγικών επιχειρήσεων[139]. Παρόλα αυτά κάποιες σημαντικές βιομηχανίες παρήγαγαν ελάχιστα ή παρέμειναν ακόμα και στάσιμες[140].
Έτσι λοιπόν κατά την περίοδο της Επταετίας παρά τα «κίνητρα και τις διευκολύνσεις» που παρείχε το καθεστώς είχαμε μόνο τρία μεγάλα επενδυτικά έργα[141], τα διυλιστήρια των Βαρδινογιάννη και Λάτση και τα Ναυπηγεία Ελευσίνας ιδιοκτησίας Ανδρεάδη[142]. Όμως, η πτώση των ναύλων το 1971 απέτρεψε άλλους εφοπλιστές από το να επενδύσουν σε ναυπηγεία[143]. Οι υπόλοιπες επενδύσεις αφορούσαν κυρίως επεκτάσεις βιομηχανιών που είδη υπήρχαν. Αυτές οι νέες μονάδες λειτουργούσαν με υψηλό κόστος παραγωγής στο οποίο πρέπει να συνυπολογίσουμε και την επιβάρυνση των τόκων λόγω του «αφειδούς» δανεισμού[144]. Δεν είναι τυχαίο λοιπόν που αρκετές εξ αυτών χαρακτηρίστηκαν ως «προβληματικές» και κρατικοποιήθηκαν την δεκαετία του 1980[145]. Ακόμα πρέπει να συνυπολογίσουμε πως, τα μείζονος σημασίας έργα είχαν αρχίσει, πραγματοποιηθεί ή αποφασισθεί πριν από την Δικτατορία[146]. Όλα σε ένα επενδυτικό περιβάλλον όπου με την θέσπιση 300 συγκεκριμένων μέτρων (πχ 89/1967 και 378/1968) δόθηκε πλήρης ελευθερία κινήσεων στο εγχώριο και ξένο κεφάλαιο[147].
Σε αυτό το σημείο, ας δούμε τα κοινά χαρακτηριστικά του «γραφειοκρατικού αυταρχισμού[148] – συμμαχία μεταξύ των οικονομικών και κρατικών/στρατιωτικών ελίτ με στόχο την εγκαθίδρυση αυταρχικών καθεστώτων – που παρατηρήθηκαν σε χώρες τις Λατινικής Αμερικής την δεκαετία του ΄70 όπως εμφανίστηκαν και στην Ελλάδα. Και στην τελευταία, η ανάπτυξη τομέων όπως των μεταφορών, της χημικής βιομηχανίας, της μεταλλουργίας, των ηλεκτρικών υποδομών είχε περιοριστεί στα χέρια λίγων επιχειρηματιών οι οποίοι ανήκαν σε εγχώρια ή ξένα μονοπώλια φιλικά προσκείμενα προς το καθεστώς, όπως οι Pappas, Ωνάσης, και Νιάρχος[149]. Η καθεστωτική υποστήριξη προς τις επιχειρήσεις τους εκφράστηκε με την ελευθερία εξαγωγής προϊόντων και κερδών, με την δυνατότητα απόκτησης φθηνού συναλλάγματος, με φορολογικά προνόμια, με την δυνατότητα εισαγωγής μηχανημάτων άνευ δασμών και την «παραχώρηση» φθηνού εργατικού δυναμικού[150].
Στον αγροτικό τομέα την περίοδο της Επταετίας, παρά την δραστική αντιμετώπιση των αγροτικών χρεών[151], η οικονομία γνώρισε αποδιοργάνωση στην παραγωγή παραδοσιακών προϊόντων όπως η σταφίδα, οι ελιές τα μήλα κλπ[152]. Αυτή ήταν μια ιδιαίτερα αρνητική εξέλιξη, καθώς παρά την μεταπολεμική αναδιάρθρωση της ελληνικής οικονομίας, στον αγροτικό τομέα απασχολούταν το 44% του εργαζόμενου πληθυσμού[153]. Στο επίπεδο των προθέσεων η Δικτατορία έθεσε ως στόχο την αύξηση του αγροτικού προϊόντος κατά 5,2% για την επόμενη πενταετία ωστόσο αυτό γνώρισε μεγέθυνση μόνο κατά 1,8% κατά την περίοδο 1967-1974, ρυθμός που σαφώς υπολείπεται του 4,2% της περιόδου 1963-1966[154]. Παράλληλα η αγροτική πολιτική που επιλέχθηκε, προέβλεπε περικοπές των επιδοτήσεων και δραστικούς έλεγχους στις τιμές των αγροτικών προϊόντων[155]. Ως αποτέλεσμα το κατά κεφαλήν αγροτικό εισόδημα συμπιέσθηκε[156]. Έτσι συρρικνώθηκαν οι επενδύσεις στον ιδιωτικό αλλά και δημόσιο τομέα της αγροτικής οικονομίας.[157]
Ως προς την Ναυτιλία, η Δικτατορία βρέθηκε σε μια ιδιαιτέρως ευνοϊκή συγκυρία. Την περίοδο 1967-1974 τα ναύλα παρουσίασαν τις υψηλότερες τιμές σε όλη την μεταπολεμική περίοδο[158]. Ο Αραβοϊσραηλινός πόλεμος, έκλεισε το Σουέζ, αποδιοργάνωσε τις θαλάσσιες οδούς προς Μέση και Άπω Ανατολή και αύξησε την ζήτηση για χωρητικότητα[159]. Ως εκ τούτου οι τιμές των ναύλων εκτινάχθηκαν στα ύψη. Έτσι δεκαπέντε μόλις μέρες μετά το πραξικόπημα η Κυβέρνηση ήρθε σε επαφή με τους εφοπλιστές και μετά από έντεκα μήνες ο Γ. Παπαδόπουλος επισκέφθηκε την Ένωση Ελλήνων Εφοπλιστών (ΕΕΕ) και δήλωσε πως η ελληνική κυβέρνηση είναι διατεθειμένη να της προσφέρει κάθε υλική βοήθεια[160]. Τον Μάρτιο του 1972 σε δείπνο της ΕΕΕ προς τιμήν της Κυβέρνησης ο Σ. Ανδρεάδης ανακοίνωσε στον Γ. Παπαδόπουλο πως η ΕΕΕ τον ανακήρυξε επίτιμο Πρόεδρο[161].
Δεν είναι τυχαίο λοιπόν το γεγονός ότι η Δικτατορία συνεργάστηκε στενά με τους εφοπλιστές στους οποίους έδωσε όμως ελευθερία κινήσεων. Βασικός στόχος των Συνταγματαρχών ήταν ο «επαναπατρισμός» της ελληνικής ναυτιλίας δηλαδή η ένταξη τους στο ελληνικό νηολόγιο μέσω μιας πολιτικής φοροαπαλλαγών και η σύνδεση των ναυτιλιακών επιχειρήσεων με την ελληνική οικονομία μέσω χερσαίων επενδύσεων[162]. Για αυτό το λόγο το νομικό πλαίσιο άλλαξε άρδην. Πριν το 1968 η φορολογία στα πλοία βασίζονταν στα μεικτά κέρδη των ναύλων τους[163]. Ωστόσο με τον ΑΝ 465/1968 και τις μετέπειτα τροποποιήσεις του (ΝΔ 509/1970, ΒΔ 800/1970) η φορολογία υπολογιζόταν με βάση το καθαρό τονάζ σε συνδυασμό με την ηλικία τους[164]. Όπως αντιλαμβανόμαστε λοιπόν αυτή η μέθοδος υπολογισμού των φόρων δεν συμπεριλαμβάνει στον υπολογισμό της των όγκο των επιχειρήσεων των πλοίων (Διάγραμμα 8) . Έτσι η Ελληνική Σημαία κατέστη ιδιαίτερα συμφέρουσα επιλογή για κάθε έλληνα πλοιοκτήτη. Έτσι οι φόροι στην Ναυτιλία μειώθηκαν στο ελάχιστο από 3,6 εκατομμύρια δολάρια το 1968 σε 980.000 δολάρια το 1971 και 1,4 εκατομμύρια δολάρια το 1974 (Διάγραμμα 8). Η μείωση των συνολικών φορολογικών εσόδων του Ελληνικού Κράτους από την Ναυτιλιακή δραστηριότητα έγινε σε μια περίοδο (1968-1974) που τα κέρδη των ελλήνων εφοπλιστών εξαπλασιάστηκαν[165]. Ενδεικτικά το 1967-1974 οι έλληνες εφοπλιστές πλήρωσαν κατά μέσο όρο 2,7 δις δραχμές, ενώ την μεταπολιτευτική διετία 1975-1976 34,89 δις (Διάγραμμα 8) .
Με τον Νόμο 551/1970 έγινε μια ανεπιτυχής προσπάθεια για την δημιουργία «ναυτιλιακής» ασφαλιστικής αγοράς[166]. Ο Νόμος 378/68 επέκτεινε τα προνόμια που δίνονταν σε νεοεισερχόμενες στην ελληνική αγορά ξένες εμπορικές και βιομηχανικές επιχειρήσεις και στις είδη υπάρχουσες ναυτιλιακές επιχειρήσεις ελλήνων ή αλλοδαπών[167]. Οι εφοπλιστές απολάμβαναν το προνόμιο της εξαίρεσης «από οποιονδήποτε φόρο εισοδήματος, ή άλλου είδος φόρο, δασμούς συνεισφορές ή κρατήσεις…»[168]. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο που μια σειρά από ξένες ναυτιλιακές εταιρίες που βρίσκονταν στο εξωτερικό, εγκαταστάθηκαν στον Πειραιά[169].
Μέχρι το 1960 δεν υπήρχε κάποιος ειδικευμένος θεσμός επιφορτισμένος με την δανειοδότηση της ναυτιλίας. Οι εμπορικές τράπεζες χορηγούσαν δάνεια τα όποια όμως κάλυπταν μόνο το 1,5%-3% των οικονομικών και εγγυητικών απαιτήσεων των εφοπλιστών[170]. Κατά την διάρκεια της Επταετίας οι συνολικές πιστώσεις προς την ναυτιλία εξαπλασιάστηκαν καθώς κρατικοί πιστωτικοί οργανισμοί και κυρίως η ΕΤΒΑ εξουσιοδοτήθηκαν από την Κυβέρνηση να χορηγήσουν πιστωτικές διευκολύνσεις σε πλοία που κατασκευάζονταν στην Ελλάδα[171]. Η ελληνική ναυσιπλοΐα αναπτύσσονταν και στην προδικτατορική περίοδο με αποτέλεσμα είδη από το 1970 οι έλληνες εφοπλιστές να είναι οι ιδιοκτήτες του μεγαλύτερου εμπορικού στόλου στον κόσμο κατέχοντας το 13,6% του παγκόσμιου τονάζ[172]. Ωστόσο η οικονομική πρόοδος της «ελληνικής» ναυτιλίας δεν συνεπάγεται και γενικότερη ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας αν αναλογιστούμε την πρακτική των «σημαιών ευκαιρίας». Ενδεικτικό είναι ότι μεταξύ των ετών 1967-74 μόνο το 11% των συνολικών ναυτιλιακών κερδών εισέρευσε στην Ελλάδα[173].Οι κύριες Ναυτιλιακές δραστηριότητες όπως χρηματοδότηση, η ναύλωση, η ασφάλιση και οι επισκευές των πλοίων γίνονταν στο εξωτερικό.
Αντί Επιλόγου
Συμπερασματικά το Στρατιωτικό Καθεστώς απέτυχε να κινητοποιήσει το παραγωγικό δυναμικό της χώρας. Αναπτύχθηκαν δηλαδή αντιπαραγωγικοί και ελάχιστα παραγωγικοί κλάδοι[175]. Το μόνο επίτευγμα της δικτατορίας ήταν η συγκυριακή άνθιση του εφοπλισμού εις βάρος όμως του δημοσίου συμφέροντος. Η συμμετοχή του βιομηχανικού τομέα στην σύνθεση του ΑΕΠ παρέμεινε σε πολύ χαμηλά στάδια, ειδικά συγκρινόμενη με άλλες ανεπτυγμένες χώρες[176]. Μετά την εμφάνιση του πληθωρισμού η άνευ κριτηρίων πιστώσεις της οικοδομικής, τουριστικής και εμπορικής δραστηριότητας σταμάτησαν[177]. Συνεπώς το 1975, σύμφωνα με στοιχεία της Στατιστικής Υπηρεσίας, οι παραγωγικοί τομείς – πρωτογενής και δευτερογενής τομέας– κάλυπταν το 47,3% του ακαθάριστου εθνικού εισοδήματος[178].
Καταλήγοντας, πρέπει να τονίσουμε τα εξής. Η επταετία αναδεικνύει την δυνατότητα σύνθεσης του οικονομικού νεοφιλελευθερισμού και του πολιτικού αυταρχισμού. Ενώ λοιπόν οι δαπάνες για κοινωνική πρόνοια περικόπτονταν, αυξάνονταν δραματικά τα έξοδα υπέρ του αστυνομικού κράτους. Στο πεδίο της φορολογικής πολιτικής διακρίναμε την «ταξική μεροληψία» των Πραξικοπηματιών υπέρ της οικονομικής ελίτ. Οι υψηλοί ρυθμοί μεγέθυνσης κυρίως των ετών 1969-1972 δεν ήταν τόσο απότοκος της οικονομικής πολιτικής της Επταετίας όσο λογική συνέπεια της οικονομικής ανάπτυξης που γνώριζε η Ελλάδα όπως και ολόκληρος ο Δ. Κόσμος από την δεκαετία του 1950. Αντίθετα η Δικτατορία, ακολουθώντας ανερμάτιστη νομισματική και πιστωτική πολιτική κατέστησε την ελληνική οικονομία αυτή με τον μεγαλύτερο πληθωρισμό μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ για το 1973. Ακόμα το 1974 η ελληνική οικονομία γνώρισε ύφεση της τάξης του 6,4%[179]. Μεταξύ άλλων είναι γεγονός πως ο δημόσιος δανεισμός υπερέβη κατά τρείς φορές σχεδόν το σύνολο των δανείων που είχε λάβει το ελληνικό κράτος από την ίδρυση του μέχρι το 1967, ωστόσο δεν υπερέβαινε το 1/4 του ΑΕΠ. Βασικό χαρακτηριστικό της περιόδου είναι ότι το «βασικό ισοζύγιο» από πλεονασματικό το 1960-66, μετατράπηκε σε ελλειμματικό το 1967-73. Τελικά οι ίδιοι οι νόμοι της αγοράς, που επικαλούνταν οι δικτάτορες, ήταν αυτοί που εξέθεσαν ανεπανόρθωτα την οικονομική τους πολιτική.
https://eleutheriellada.wordpress.com/2018/04/22/%CF%87%CE%BF%CF%8D%CE%BD%CF%84%CE%B1-%CF%84%CE%BF-%CE%BF%CE%B9%CE%BA%CE%BF%CE%BD%CE%BF%CE%BC%CE%B9%CE%BA%CF%8C-%CE%B8%CE%B1%CF%8D%CE%BC%CE%B1-%CE%AE%CF%84%CE%B1%CE%BD-%CF%8C%CE%BB%CE%B5/#more-95890
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου