«Η περιοδεία πέτυχε απολύτως, το κλίμα στη Γερμανία είναι διαφορετικό, η Γαλλία στέκεται σταθερά στο πλευρό μας και τώρα το μόνο που μένει είναι να αποδείξει η κυβέρνηση ότι εννοεί αυτά που λέει, ώστε και οι δανειστές, επιτηρητές, εταίροι κ.λπ. να πειστούν ότι η Ελλάδα έχει τη διάθεση να αυξήσει τον βαθμό πολιτικής αξιοπιστίας της και συνεπώς να αποτελέσει σταθερά μέλος του ευρώ». Αυτά ακούσαμε και διαβάσαμε μετά την ευρωπαϊκή τουρνέ Σαμαρά...
Μόνο που εδώ κάτι είναι επιεικώς περίεργο – ή μάλλον πολλά είναι... πολύ περίεργα, αλλά ας αρκεστούμε στα ελάχιστα. Κατ’ αρχάς ο πρωθυπουργός, ερωτώμενος γι’ αυτά που έλεγε πριν γίνει πρωθυπουργός, τα «αντιμνημονιακά» του δηλαδή, απάντησε ευθέως: «Ουδείς αναμάρτητος». Κοινώς, όταν έκανε την όποια «κριτική» του στις προβλέψεις και την εφαρμογή του μνημονίου, «αμάρτανε». Καλά δηλαδή που δεν ζήτησε άφεση αμαρτιών και συγχωροχάρτι από την... κόρη του παπά.
Τι έλεγε όμως τότε ο νυν πρωθυπουργός; Ότι οι αριθμοί δεν βγαίνουν, ότι το μνημόνιο φέρνει ύφεση και καταστροφή της οικονομίας, ότι πνίγει τη χώρα, ότι φέρνει «εθνική κατάθλιψη», ότι θα κάνει εξεταστική για το ποιοι και πώς έφτασαν τη χώρα στο μνημόνιο και άλλα τέτοια «επαναστατικά».
Επιπλέον έλεγε ότι ο ίδιος θα το επαναδιαπραγματευόταν: στην αρχή γενικώς, ύστερα μερικώς και έπειτα ξέχασε τα πάντα και υιοθέτησε πλήρως τη λογική – και τη φρασεολογία – των κυβερνήσεων Παπανδρέου και Παπαδήμου. Το διατυπωθέν ερώτημα λοιπόν για όσα έλεγε ο Σαμαράς πριν γίνει πρωθυπουργός, αυτομάτως, γεννά και μερικά άλλα, εντελώς ρητορικά, τα οποία δεν ετέθησαν και ως εκ τούτου παρέμειναν αναπάντητα:
● Ομολογώντας ότι τότε... «ημάρτησε», δύο πράγματα μπορεί να εννοεί: ότι, ασκώντας τότε «κριτική», έκανε λάθος ή ότι εκ προθέσεως εξαπάτησε. Τι συνέβη από τα δύο;
● Πότε λοιπόν έκανε λάθος – ή έλεγε ψέματα: τότε ή τώρα;
● Αν τότε έκανε λάθος – ή έλεγε ψέματα – για να προσποριστεί πολιτικά ωφελήματα, τότε γιατί να τον εμπιστευθούμε σήμερα;