Κάθε πρωί, κάμποση ώρα πριν από τις επτά τρυγυρνάω για ένα μισάωρο τους δρόμους της γειτονιάς μου. Το ίδιο και κάθε βράδυ, εκεί γύρω στις εννιά. Καθήκον αλλά και πρόσχημα είναι η βόλτα του σκύλου. Δεν έχω μουσική στ’ αυτιά, θέλω να ακούω τα νύχια του σκύλου στην άσφαλτο, τα αυτοκίνητα από μακριά, κάτι φτερουγίσματα πουλιών το πρωί στα δέντρα. Και μέσα από τα κλειστά παράθυρα, τα κατεβασμένα ρολλά οι άλλοι να κοιμούνται ακόμη. "Μη φαντάζεσαι αγκαλιασμένους με χαμόγελα ιακανοποίησης και γαλήνης πάνω σε καθαρά αφράτα μαξιλάρια", μου πε ένας φίλος που το περιέγραφα χτες το πρωί. "Ξύπνα πια, δε ζει κανείς σα διαφήμιση: έχουν ιδρωμένο σβέρκο, κάφτρες καίνε στο σκοτάδι, άυπνοι αναζητούν το πολλοστό ποτό μπας και τους εξασφαλίσει λίγες ώρες ύπνου".
Eδώ και βδομάδες δεν κινείται τίποτε, μετά την κορύφωση του μελοδράματος έχουμε αποδεχτεί όλη το μούδιασμα και την παραίτηση. Τα λιγοστά αστεία είναι δηλητηριασμένα κι αυτά, όλες οι κουβέντες (κομματιασμένες κι αυτές) έχουν ψηφία, αριθμούς, οφειλές και χρέη. Μόνο.
Εδώ και κάμποσο καιρο δεν καταφέρνω να βάλω το μυαλό μου να κινηθεί πέρα από τη διεκπεραίωση (σπρώχνοντας και αγκομαχώντας) της ημέρας. Πίστεψα πάλι στο απατηλά παρήγορο «Έχει ο Θεός». Θυμάμαι τα τζιπ να κατακλύζουν το Νυμφαίο και τον δημοσιογράφο που έμαθε αίφνης τις τρούφες και πήγε σε ντελικατέσσεν κι όταν τον ρώτησαν «πόσες θέλετε» είπε «ε βάλτε ένα κιλό» και δεν ξέρω αν πρέπει να κλάψω ή να γελάσω. Δεν ξέρω αν αυτός τιμωρείται τώρα για την ξιπασιά και τον άξεστο νεοπλουτισμό του και δεν ξέρω κατά πόσο παίρνει το μάθημά του. Το μάθημα γράφεται με ήτα αλλά αυτό το ήττα, έχει παραδόξως δύο ταυ. Δεν ξέρω για πόσους.
Eδώ και βδομάδες δεν κινείται τίποτε, μετά την κορύφωση του μελοδράματος έχουμε αποδεχτεί όλη το μούδιασμα και την παραίτηση. Τα λιγοστά αστεία είναι δηλητηριασμένα κι αυτά, όλες οι κουβέντες (κομματιασμένες κι αυτές) έχουν ψηφία, αριθμούς, οφειλές και χρέη. Μόνο.
Εδώ και κάμποσο καιρο δεν καταφέρνω να βάλω το μυαλό μου να κινηθεί πέρα από τη διεκπεραίωση (σπρώχνοντας και αγκομαχώντας) της ημέρας. Πίστεψα πάλι στο απατηλά παρήγορο «Έχει ο Θεός». Θυμάμαι τα τζιπ να κατακλύζουν το Νυμφαίο και τον δημοσιογράφο που έμαθε αίφνης τις τρούφες και πήγε σε ντελικατέσσεν κι όταν τον ρώτησαν «πόσες θέλετε» είπε «ε βάλτε ένα κιλό» και δεν ξέρω αν πρέπει να κλάψω ή να γελάσω. Δεν ξέρω αν αυτός τιμωρείται τώρα για την ξιπασιά και τον άξεστο νεοπλουτισμό του και δεν ξέρω κατά πόσο παίρνει το μάθημά του. Το μάθημα γράφεται με ήτα αλλά αυτό το ήττα, έχει παραδόξως δύο ταυ. Δεν ξέρω για πόσους.