Αναμφίβολα ο πόλεμος είναι πάντοτε μια περιπέτεια, γεγονός που διαπιστώνουμε συνεχώς καθώς εξελίσσονται οι στρατιωτικές επιχειρήσεις στη Λιβύη. Παρ΄ όλα αυτά η συγκεκριμένη εκστρατεία επανασυνδέεται με μια έννοια που είχε περιπέσει σε αχρηστία, δηλαδή το δικαίωμα ή το καθήκον της ανάμειξης. Αυτό που διαχωρίζει την υπόθεση της Λιβύης από άλλες είναι η μαζική εξέγερση των αντικαθεστωτικών εναντίον του Μοαμάρ Καντάφι, οι πρώτες επιτυχίες των ενεργειών τους, έπειτα η μαζική τους συσπείρωση ενάντια στην αντεπίθεση των στρατιωτικών και των μισθοφόρων του Καντάφι και, τέλος, η απειλή ότι θα τους λιώσουν και θα τους εξανεμίσουν.Παρ΄ όλο που κυρίως στον δυτικό Τύπο οι επικρίσεις είναι, όπως είναι φυσιολογικό, συχνότερες, δεν πρέπει να ξεχνά κανείς αυτό που θεμελιώνει τη νομιμότητα της στρατιωτικής επέμβασης. Πρόκειται για την τύχη ενός λαού, ένα σημαντικό μέρος του οποίου ξεσηκώθηκε ύστερα από 42 χρόνια ανηλεούς δικτατορίας ζητώντας να του αναγνωριστούν τα στοιχειώδη δικαιώματα.
Υπάρχουν και θα υπάρχουν πάντα δύο προσεγγίσεις. Η μία είναι η γαλλο-βρετανική και η άλλη η αμερικανική. Η πρώτη, όπως ενσαρκώνεται από τον γάλλο πρόεδρο Νικολά Σαρκοζί, συνίστατο στην πολύ γρήγορη αναγνώριση του μεταβατικού Λιβυκού Εθνικού Συμβουλίου με έδρα τη Βεγγάζη και στο να πείσει τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών να προσδώσει νομική ισχύ σε μια επέμβαση με στόχο την επιβολή ζώνης απαγόρευσης πτήσεων. Επρόκειτο για μια θέση ξεκάθαρη και επιθετική, που ένωσε το Παρίσι και το Λονδίνο. Αν οι επιχειρήσεις στη Λιβύη στεφθούν με επιτυχία, αυτό θα θέσει σε νέα βάση την ιδέα μιας ευρωπαϊκής άμυνας οικοδομημένης πάνω σε έναν γαλλο-βρετανικό πυρήνα.
Η αμερικανική προσέγγιση περιγράφηκε ως διστακτική. Ο Μπαράκ Ομπάμα υποστήριξε την επιχείρηση αλλά ταυτόχρονα οφείλει να λάβει υπόψη του τις επικρίσεις του Κογκρέσου και της κοινής γνώμης, η οποία βρίσκεται σε μια «μετά Ιράκ» φάση (όπως υπήρξε και «μετά Βιετνάμ» φάση), δηλαδή σε μια φάση αντίθεσης για λόγους αρχών προς κάθε στρατιωτική επέμβαση. Ο αμερικανός πρόεδρος απέφυγε συνεπώς να κάνει οποιαδήποτε ιδεολογική διακήρυξη. Επ΄ ουδενί δεν επανέλαβε το λεξιλόγιο του προκατόχου του, Τζορτζ Μπους, αποφεύγοντας έτσι και να υπάρχουν εξαρχής αντιρρήσεις για την επιχείρηση, τόσο στην Ευρώπη όσο και στις αραβικές χώρες. Αλλωστε η υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Χίλαρι Κλίντον πείστηκε για την αναγκαιότητα της επέμβασης από τον Αμρ Μούσα, γενικό γραμματέα του Αραβικού Συνδέσμου και πιθανό πρόεδρο της Αιγύπτου.
Πράγματι, οι Αιγύπτιοι δύσκολα θα μπορούσαν να αποδεχθούν την ιδέα μιας επανάστασης που πέτυχε στο Κάιρο αλλά απέτυχε στη Λιβύη, την ώρα που η Κυρηναϊκή βρίσκεται τόσο κοντά τους. Είναι ενδεικτικό ότι ο ίδιος ο Αμρ Μούσα πήρε δημοσίως θέσεις αντίθετες με την επέμβαση όταν τα αμερικανικά πλοία και υποβρύχια άρχισαν να βομβαρδίζουν νευραλγικά σημεία της Λιβύης.
Δεν θα πρέπει να ξεχνάμε τις συνθήκες υπό τις οποίες επετεύχθη η συναίνεση στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ. Οι ψήφοι συγκεντρώθηκαν παρά την αποχή της Ρωσίας και της Κίνας. Για τη Ρωσία, πρόκειται για επιτυχία του πολιτικού διαλόγου μεταξύ του πρωθυπουργού Βλαντίμιρ Πούτιν και του προέδρου Ντμίτρι Μεντβέντεφ. Η προσωπική στάση του πρώτου είναι κατανοητή, δεδομένου ότι έχει υπογράψει πολλά συμβόλαια, κυρίως εξοπλιστικά, με τη Λιβύη. Παρ΄ όλα αυτά, η άποψη αυτή προκαλεί έκπληξη από κάποιον ο οποίος είχε πραγματοποιήσει επίθεση εναντίον της Γεωργίας. Η Κίνα βρίσκεται σε πιο λεπτή θέση, διότι το καθεστώς φοβάται μια μετάδοση των εξεγέρσεων και στο Πεκίνο. Κανένας κινέζος κυβερνών δεν έχει ξεχάσει τα γεγονότα της πλατείας Τιανανμέν του 1989. Η κινεζική ισχύς χρησιμοποιείται λοιπόν με τέτοιον τρόπο ώστε να αποφευχθεί η δημιουργία ενός μεγάλου δημοκρατικού κινήματος.
Η επιχείρηση στη Λιβύη είναι πιθανότατα μια από τις τελευταίες ή και η τελευταία που οι Δυτικοί καταφέρνουν να πραγματοποιήσουν. Και αυτό διότι, σύμφωνα με τους νέους συσχετισμούς των παγκόσμιων δυνάμεων, όπως διαμορφώνονται στους κόλπους της ομάδας του G20, θα πρέπει να υπολογίζουμε πλέον και το ολοένα αυξανόμενο ειδικό βάρος της Βραζιλίας και της Ινδίας. Και όμως, αυτές οι δύο χώρες εμφανίστηκαν αντίθετες προς κάθε επέμβαση. Βλέπουμε λοιπόν από τη μία πλευρά χώρες που συνεχίζουν να πιστεύουν ότι από την άσκηση του δικαιώματος της ανάμειξης μπορεί να προκύψει μια καλύτερη τάξη πραγμάτων, ενώ άλλες που βιώνουν τη γέννηση ή την αναγέννηση της ισχύος τους να μένουν προσκολλημένες στο «άγιο» δόγμα της εθνικής κυριαρχίας. Πρόκειται αναμφίβολα για μια μεγάλη διαχωριστική γραμμή, την οποία θα πρέπει να λάβουμε σοβαρά υπόψη μας στο μέλλον.
tvxs.gr