Από το ξέσπασμα της πανδημίας Covid-19 του νέου κορονοϊού στις αρχές Γενάρη 2020, όταν επιβεβαιώθηκε το πρώτο κρούσμα στην Κίνα, έχουν περάσει επτά μήνες. Τo αποτέλεσμα είναι εκατοντάδες χιλιάδες νεκροί σε ολόκληρο τον κόσμο.
Για να κρύψουν τις τεράστιες και αποκλειστικές ευθύνες τους, η άρχουσα τάξη και το πολιτικό της προσωπικό, μαζί με τα αστικά μέσα ενημέρωσης, επινόησαν το αφήγημα του «αόρατου εχθρού». Ομως αυτός ο εχθρός που σάρωσε τον κόσμο και κυρίως τα φτωχότερα λαϊκά στρώματα, είναι μεν αδίστακτος, αιμοσταγής, αλλά δεν είναι καθόλου αόρατος. Εχει όνομα και επίθετο. Λέγεται μονοπωλιακός καπιταλισμός.
Στο πλαίσιο αυτού του βάρβαρου συστήματος, η Υγεία μπαίνει στην προκρούστεια κλίνη του «κόστους - οφέλους» και μετατρέπεται σε εμπόρευμα. Στο πλαίσιο αυτό προωθούνται και οι λεγόμενες Συμπράξεις Δημόσιου και Ιδιωτικού Τομέα (ΣΔΙΤ) στον τομέα της Υγείας, ως μια πλευρά της ιδιωτικοποίησης που καλπάζει.
Είναι τραγική ειρωνεία το γεγονός ότι λίγο πριν από το ξέσπασμα της πανδημίας, και στην Ελλάδα αλλά και στις άλλες χώρες, και μάλιστα σ' αυτές που επλήγησαν περισσότερο, διαφημιζόταν πόσο «καλό» θα κάνουν αυτές οι συμπράξεις στο λαό ,«για να μπορεί να απολαμβάνει ο πολίτης ποιοτικότερες υπηρεσίες και το αγαθό της υγείας»1.
Εν μέσω της πανδημίας, το μοντέλο των ΣΔΙΤ στην Υγεία παρουσιάζεται από τα αστικά επιτελεία ως «ευκαιρία για τη χώρα», επευφημώντας την επιτυχία που είχαν οι ΣΔΙΤ στο εξωτερικό και τα οφέλη που μπορεί να έχει ο λαός από αυτές2.
Τα γεγονότα όμως είναι πεισματάρικα, τα δεδομένα αμείλικτα. Ας δούμε τι σημαίνει καπιταλιστική ανάπτυξη για την πλειοψηφία του λαού, για την εργατική τάξη, και τι σημαίνει ΣΔΙΤ για το λαό, ποιο ήταν το όφελος που είχε από αυτές τις «καλές πρακτικές» σε άλλα «σύγχρονα» και «προηγμένα» κράτη στην Ευρώπη και στη Βόρεια Αμερική.
Ιταλία: Έρανος στο διαδίκτυο για μάσκες
Η Ιταλία είναι η τρίτη πιο ισχυρή οικονομία στην ΕΕ και η όγδοη στον κόσμο, με εξαγωγές που ξεπερνούν ετησίως τα 514 δισ. ευρώ. Το ΑΕΠ της Ιταλίας φτάνει τα 2 τρισ. δολάρια.
Στον τομέα της Υγείας, η Ιταλία είναι από τις πρώτες χώρες που εφάρμοσαν το μοντέλο των ΣΔΙΤ, ήδη από το 1992 και τη Συνθήκη του Μάαστριχτ. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Κομισιόν, η Ιταλία αποτελεί τη «δεύτερη μεγαλύτερη αγορά ΣΔΙΤ μετά τη Βρετανία»3. Αξίζει να αναφερθεί ότι μέσω του μοντέλου των ΣΔΙΤ στην Υγεία, τα τελευταία δέκα χρόνια έγιναν περικοπές της τάξης των 37 δισ. ευρώ στο δημόσιο σύστημα Υγείας.
Το αποτέλεσμα αυτών των περικοπών ήταν να κλείσουν πολλές δημόσιες νοσοκομειακές πτέρυγες, τα οργανικά κενά σε υγειονομικό προσωπικό να φτάνουν τα 56.000 σε κανονικές συνθήκες, δηλαδή πριν από την εμφάνιση της πανδημίας, ενώ κατά το ξέσπασμα της πανδημίας έλειπε βασικό ιατρικό υλικό από αρκετά νοσοκομεία.
Είναι χαρακτηριστικό ότι σε νοσοκομεία της Λομβαρδίας οι γιατροί έκαναν έρανο μέσω του διαδικτύου για να εξασφαλίσουν μάσκες, γάντια και αντισηπτικά για την προστασία τους και την προστασία των ασθενών. Ενα μεγάλο ποσοστό των επιβεβαιωμένων κρουσμάτων ήταν γιατροί και νοσηλευτές. Στην Ιταλία του G8, σύμφωνα με μελέτη της συνομοσπονδίας αγροτικής παραγωγής της χώρας (Coldiretti) περισσότερα από 2,5 εκατ. άτομα κινδυνεύουν από πείνα, ενώ σύμφωνα με άλλα στοιχεία περισσότερα από 12 εκατ. άτομα δεν λαμβάνουν την αναγκαία ιατρική θεραπεία και περίθαλψη, για οικονομικούς λόγους4.
Βρετανία: 2,8 γιατροί ανά 1.000 κατοίκους
H Βρετανία είναι μία από τις ισχυρότερες καπιταλιστικές οικονομίες στον κόσμο, μέλος του G8, με το ΑΕΠ της να φτάνει το 2019 στα 2,9 τρισ. δολάρια, κάτι που αντιπροσωπεύει το 2,4% του παγκόσμιου ΑΕΠ. Σύμφωνα με στοιχεία της Κομισιόν, η Βρετανία ήταν από τις πρώτες χώρες που εφάρμοσαν το μοντέλο των ΣΔΙΤ στον τομέα της Υγείας, από τη δεκαετία του '80, και κατέχει την πρωτιά στην Ευρώπη στον τομέα αυτό.
To αποτέλεσμα είναι ότι μόνο κατά το διάστημα 2016 - 2020 έγιναν περικοπές της τάξης των 22 δισ. λιρών στον δημόσιο τομέα της Υγείας5. Τα δημόσια νοσοκομεία στη Βρετανία αντιμετωπίζουν τεράστιες ελλείψεις σε κλίνες, προσωπικό και υποδομές. Είναι χαρακτηριστικό ότι στη Βρετανία αναλογούν μόλις 2,76 νοσοκομειακά κρεβάτια ανά 1.000 κατοίκους (το δεύτερο μικρότερο ποσοστό στην Ευρώπη) και μόνο 2,8 γιατροί ανά 1.000 κατοίκους (το μικρότερο ποσοστό στην Ευρώπη). Ως αποτέλεσμα των μεγάλων ελλείψεων, το νοσηλευτικό προσωπικό είναι εξαντλημένο από την εντατικοποίηση της δουλειάς. Η Βρετανία σήμερα έχει ξεπεράσει την Ιταλία σε νεκρούς, με τον φόρο θανάτου να έχει ξεπεράσει τις 41.000.
Σουηδία: Η «βιτρίνα» έσπασε
Στη Σουηδία, την πάλαι ποτέ σοσιαλδημοκρατική «βιτρίνα» του καπιταλισμού, ένα από τα επτά μεγάλα νοσοκομεία της Στοκχόλμης, το «St. Goran», μετατράπηκε το 1994 σε ανεξάρτητο οργανισμό με σκοπό την ιδιωτικοποίησή του. Τέσσερα χρόνια μετά, το νοσοκομείο στο όνομα της «βιωσιμότητάς» του πουλήθηκε σε μια ιδιωτική σουηδική εταιρεία, την «Capio AB», εισηγμένη στο χρηματιστήριο. Τα επόμενα χρόνια, πολλά νοσοκομεία της Σουηδίας ακολούθησαν την ίδια πορεία.
Το 1998 όλες οι ιατρικές υπηρεσίες, εκτός από τις επείγουσες, πέρασαν στην αγορά6. Το αποτέλεσμα αυτών των ιδιωτικοποιήσεων, της εμπορευματοποίησης της Υγείας, ήταν το εξής: Ενώ το 1980 ο συνολικός αριθμός νοσοκομειακών κλινών ήταν 15,1 ανά 1.000 κατοίκους, το 1997 έπεσε κατακόρυφα, σε 5,2 κλίνες ανά 1.000 κατοίκους7.
Στις αρχές του 2010, οι ΣΔΙΤ διαφημίζονταν ως ένα μοντέρνο σχέδιο, ως μια «επανάσταση» στο χώρο της Υγείας, από την οποία ο λαός μόνο οφέλη θα είχε. Το μεγαλύτερο πρότζεκτ ΣΔΙΤ στον κόσμο, όπως το διαφήμιζαν τα αστικά επιτελεία, ήταν το Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο «Karolinska» στη Στοκχόλμη, επένδυση της τάξης του 1,5 δισ. ευρώ, με 700 κρεβάτια8.
Το Νοέμβρη του 2019, λίγο μόνο καιρό πριν από την εμφάνιση της πανδημίας, η διοίκηση του νοσοκομείου ανακοίνωσε την απόλυση 600 υγειονομικών (250 γιατρών ή του 9% του συνόλου των γιατρών, και 350 νοσηλευτών ή του 12% του συνόλου), ενώ το Μάη του 2019 είχαν προηγηθεί 500 απολύσεις διοικητικού προσωπικού9, στη λογική του «κόστους - οφέλους» και της βιωσιμότητας του νοσοκομείου με όρους αγοράς.
Μέσα σε μόλις δύο χρόνια, από το 2010 έως το 2012, πάνω από το 50% των Κέντρων Πρωτοβάθμιας Υγείας (ΚΥ) πέρασαν στα χέρια επιχειρηματικών ομίλων10. Εν μέσω της πανδημίας, το «Καρολίνσκα» και άλλα νοσοκομεία είχαν μεγάλες ελλείψεις σε αναλώσιμα (μάσκες, ιατρικές ποδιές, αντιδραστήρια για τα διαγνωστικά τεστ), ενώ γιατροί και νοσηλευτικό προσωπικό έκαναν υπεράνθρωπες προσπάθειες, βάζοντας σε κίνδυνο κυριολεκτικά τη ζωή τους κάτω από αυτές τις αντίξοες συνθήκες.
Είναι χαρακτηριστικό ότι η Σουηδία έχει έναν από τους χαμηλότερους αριθμούς κρεβατιών εντατικής θεραπείας στην Ευρώπη, με μόλις 565 κρεβάτια ΜΕΘ σε όλη τη χώρα. Μέσα στο Μάη η Σουηδία είχε τον μεγαλύτερο αριθμό θανάτων σε καθημερινή βάση σε αναλογία πληθυσμού, με 6,25 θανάτους κάθε μέρα ανά 1 εκατ. κατοίκους11.
Γερμανία: Στα πρόθυρα κατάρρευσης με την πανδημία
Ας πάμε στην περίπτωση της Γερμανίας και του πολυδιαφημισμένου συστήματος Υγείας της. H Γερμανία είναι η ισχυρότερη οικονομία στην Ευρώπη, μέλος του G8 και με ΑΕΠ που φτάνει τα 4 τρισ. δολάρια. Εχει όμως και άλλη μια πρωτιά: Από το 1990 ήταν η χώρα με τους μεγαλύτερους ρυθμούς ιδιωτικοποίησης της Υγείας.
Λόγω της μεγάλης κλίμακας ιδιωτικοποιήσεων στον τομέα της Υγείας, το 2017 μόνο το 29% των νοσοκομείων είναι δημόσια. Το 37% είναι αμιγώς ιδιωτικά, ενώ άλλο ένα 34% είναι νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου «μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα». Από το 1994 έως το 2016, μέσα σε 22 χρόνια δηλαδή, οι νοσοκομειακές κλίνες μειώθηκαν κατά περίπου 110.000, από 618.000 σε 499.00012.
Το 1998 υπήρχαν 2.263 νοσοκομεία και το 2017 1.942. Σε σχέση με τις αρχές τις δεκαετίας του '90, ο αριθμός των εργαζομένων (μετρούμενος σε ισοδύναμα πλήρους εργασίας) μειώθηκε κατά 9%, ενώ ο φόρτος εργασίας και οι ανάγκες αυξήθηκαν σημαντικά. Αποτέλεσμα αυτών των περικοπών είναι η εντατικοποίηση της δουλειάς του υγειονομικού προσωπικού, με προφανείς αρνητικές επιπτώσεις για τις παρεχόμενες υπηρεσίες στους ασθενείς, αλλά και για την υγεία τόσο του υγειονομικού προσωπικού όσο και των ασθενών.
Σύμφωνα με το ινστιτούτο «RobertKoch», στις αρχές Απρίλη είχαν ήδη νοσήσει πάνω από 2.300 υγειονομικοί στα νοσοκομεία, ενώ η πρακτική ήταν το υγειονομικό προσωπικό που είναι θετικό στον κορονοϊό και είναι ασυμπτωματικό για τουλάχιστον 48 ώρες, να μπορεί να ξαναβρεθεί στο χώρο εργασίας του.
Για την πιθανότητα κατάρρευσης του γερμανικού συστήματος Υγείας αναφέρθηκε η ίδια η Μέρκελ στις 20 Απρίλη, λέγοντας ότι «με ρυθμό αναπαραγωγής (σ.σ. της νόσου) 1,2 θα φτάσουμε στα όρια του συστήματος Υγείας τον Ιούλιο και με 1,3 ήδη από τον Ιούνιο» αλλά ταυτόχρονα ανακοινώνοντας μέτρα χαλάρωσης, ενώ ο αριθμός των νεκρών ήταν ακόμα εκατοντάδες σε καθημερινή βάση.
Χαρακτηριστική του κυνισμού ήταν και η δήλωση του προέδρου της Βουλής, Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, ότι «δεν είναι σωστή στην απολυτότητά της η άποψη πως όλα υποχωρούν μπροστά στην προστασία της ζωής», διατυπώνοντας ωμά την αλήθεια για το άνοιγμα της οικονομίας με τα κριτήρια των αναγκών της αγοράς. Πέντε βδομάδες μετά την ανακοίνωση χαλάρωσης των μέτρων, οι θάνατοι είχαν σχεδόν διπλασιαστεί: Από 4.440 στις 20 Απρίλη, σε 8.302 στις 26 Μάη.
Η κατάσταση στην Ελλάδα
Στην Ελλάδα, σύμφωνα με τα χρηματοδοτικά στοιχεία δαπανών για την Υγεία το διάστημα 2009 - 2013, η δημόσια χρηματοδότηση μειώθηκε κατά 60%13, εντείνοντας τις ήδη μεγάλες ελλείψεις, τόσο σε δομές, νοσοκομειακές κλίνες και μονάδες εντατικής θεραπείας, όσο και σε υγειονομικό προσωπικό.
Η συνολική χρηματοδότηση δαπανών Υγείας σε τρέχουσες τιμές από το 2009 έως το 2013, στο διάστημα του ξεσπάσματος της καπιταλιστικής κρίσης, παρουσίασε μείωση της τάξης του 47%. Σε συνδυασμό με τα μεγάλα ποσοστά ανεργίας και τον επιμερισμό του «κόστους» της Υγείας στον ασθενή, οδήγησε ουσιαστικά σε αποκλεισμό από το σύστημα υγειονομικής περίθαλψης και φροντίδας μεγάλες μάζες λαϊκών στρωμάτων, δημιουργώντας ταυτόχρονα μεγάλους κινδύνους για την πρόκληση ασθενειών και τον χαρακτηρισμό της κατάστασης της υγείας στην Ελλάδα ως «τραγικής»14, 15.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του υπουργείου Διοικητικής Μεταρρύθμισης, από το 2010 έως το 2013 η μείωση των ιατρών του ΕΣΥ έφτασε το 35%14. Από το ξέσπασμα της καπιταλιστικής κρίσης μέχρι και σήμερα, η κατάσταση στο δημόσιο σύστημα Υγείας χειροτέρευσε ακόμα περισσότερο. Σήμερα, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των ομοσπονδιών των γιατρών (ΟΕΝΓΕ) και εργαζομένων (ΠΟΕΔΗΝ) οι ελλείψεις είναι πάνω από 6.000 σε γιατρούς και τουλάχιστον 25.000 σε νοσηλευτές και υπόλοιπο προσωπικό (σε τομείς όπως η καθαριότητα, η φύλαξη και η εστίαση).
Οι τεράστιες ελλείψεις σε προσωπικό έχουν οδηγήσει στην εντατικοποίηση της εργασίας του υγειονομικού προσωπικού, ενώ έχουν γενικευτεί οι ελαστικές σχέσεις εργασίας και οι μισθοί έχουν υποστεί μεγάλες περικοπές. Με βάση τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, ο αριθμός των θεραπευτηρίων (νοσοκομείων) στη χώρα μειώθηκε από 283 το 2015 σε 271 το 2018. To 2018 το μεγαλύτερο ποσοστό των νοσοκομείων (53,1%) ήταν ιδιωτικά (144), 123 ήταν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου (ΝΠΔΔ) και 4 ήταν νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου (ΝΠΙΔ).
Ο αριθμός των δημόσιων νοσοκομείων μειώθηκε από 140 το 2008 σε 123 το 2017, έκλεισαν δηλαδή σε 10 χρόνια 17 δημόσια νοσοκομεία. Ο συνολικός αριθμός των κλινών για το 2017, έτος για το οποίο υπάρχουν τα αντίστοιχα στοιχεία, ήταν 45.267, από τις οποίες 29.495 ήταν σε δημόσια νοσοκομεία, 14.878 σε ιδιωτικά νοσοκομεία και 894 σε νοσοκομεία ΝΠΙΔ. Σημειώνεται ότι το 2008, με βάση πάντα τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, οι κλίνες στα δημόσια νοσοκομεία ήταν 37.027. Μέσα σε 10 χρόνια, δηλαδή, καταργήθηκαν περισσότερες από 7.500 νοσοκομειακές κλίνες.
Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, ενώ απαιτείται τουλάχιστον το 10% των συνολικών νοσοκομειακών κλινών ενός νοσοκομείου να είναι κλίνες Εντατικής Θεραπείας, με βάση τα παραπάνω στοιχεία, με τις ήδη μεγάλες ελλείψεις σε νοσοκομειακές κλίνες το 2008, θα έπρεπε να υπάρχουν περισσότερες από 3.700 κλίνες ΜΕΘ στα δημόσια νοσοκομεία. Πριν από το ξέσπασμα της πανδημίας, στην Ελλάδα λειτουργούσαν περί τις 565 κλίνες ΜΕΘ.
Ο ορατός και πραγματικός εχθρός
Τα εκτεταμένα περιοριστικά μέτρα που πάρθηκαν και στην Ελλάδα και στις άλλες χώρες, από το φόβο της κατάρρευσης των συστημάτων Υγείας σε πολύ μικρό διάστημα λόγω των τραγικών ελλείψεων, αποτελούν ομολογία ήττας των πολιτικών υποχρηματοδότησης, εμπορευματοποίησης και ιδιωτικοποίησης της Υγείας.
Οι δομές προληπτικής ιατρικής σε όλες τις καπιταλιστικές χώρες, δηλαδή πολυιατρεία, πολυκλινικές, ιατρικά εργαστήρια, όπου ο κόσμος θα μπορεί σε τακτά διαστήματα να ελέγχει την υγεία του δωρεάν και απ' όπου το κράτος θα μπορεί ουσιαστικά να αντλεί συμπεράσματα για την εξέλιξη ασθενειών ή την ύπαρξη ασθενειών στον πληθυσμό και πώς μπορεί να τις αντιμετωπίσει, είναι ουσιαστικά ανύπαρκτες. Οπως ανύπαρκτη είναι και η πρόληψη στους χώρους εργασίας για την αντιμετώπιση των επαγγελματικών ασθενειών.
Σε όλο τον καπιταλιστικό κόσμο η υγεία γίνεται ολοένα και περισσότερο ατομική υπόθεση - ατομική ευθύνη για τον κάθε εργαζόμενο, έτσι ώστε από τη μια μεριά η κάλυψη των αναγκών του σε υγειονομική περίθαλψη να βαρύνει τον ίδιο, απαλλάσσοντας έτσι το κεφάλαιο από μια τέτοια δαπάνη, και από την άλλη ανοίγει νέους τομείς για την επένδυση υπερσυσσωρευμένων κεφαλαίων, δηλαδή νέους τομείς κερδοφορίας.
Μ' ένα σμπάρο δυο τρυγόνια, λοιπόν: Από τη μια οι λαϊκές ανάγκες στον καπιταλισμό αντιμετωπίζονται σαν κόστος, το οποίο θα πρέπει να μειωθεί, και από την άλλη σαν εμπόρευμα και «ευκαιρία» για επιχειρηματικά κέρδη.
Ενδεικτικό της σαπίλας του καπιταλισμού είναι ότι στις ΗΠΑ, εν μέσω της επιδημίας με τις εκατοντάδες χιλιάδες νεκρούς, έχασαν την δουλειά τους περισσότεροι από 1,5 εκατομμύριο γιατροί και νοσηλευτές, σε μια περίοδο που οι συνάδελφοί τους στα νοσοκομεία έκαναν εξαντλητικές υπερωρίες για να αντιμετωπίσουν την πληθώρα και τη σοβαρότητα των κρουσμάτων. Κι αυτό γιατί, λόγω των περιοριστικών μέτρων, ακυρώθηκαν χιλιάδες προγραμματισμένες εξετάσεις και εγχειρήσεις που αποφέρουν τεράστια κέρδη στα νοσοκομεία.
Οι θάνατοι από την πανδημία Covid-19 μέχρι σήμερα έχουν ξεπεράσει τους 782.000 σε όλο τον κόσμο. Ομως δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι ακριβώς ο καπιταλισμός είναι υπεύθυνος και για το γεγονός ότι σήμερα το 2020, με τόσο παραγόμενο πλούτο, κάθε χρόνο πεθαίνουν περισσότερα από 300.000 παιδιά κάτω των πέντε ετών από ελονοσία και περισσότερα από 800.000 από πνευμονία16, 17. Δηλαδή, μόνο από πνευμονία και ελονοσία πεθαίνουν καθημερινά περισσότερα από 3.000 παιδιά κάτω των πέντε ετών, από ασθένειες που είναι θεραπεύσιμες, αν υπάρχει βέβαια στοιχειώδης υγειονομική περίθαλψη.
Και αν τα εκτεταμένα περιοριστικά μέτρα αποτελούν αδιαμφισβήτητη ομολογία ήττας των πολιτικών υποχρηματοδότησης της δημόσιας Υγείας και της εμπορευματοποίησής της, οι εκατοντάδες χιλιάδες νεκρών από την πανδημία, τα εκατομμύρια των παιδιών που πεθαίνουν κάθε χρόνο από ασθένειες που είναι θεραπεύσιμες, οι συνεχείς οικονομικές κρίσεις που δημιουργούν στρατιές ανέργων, πολέμους, μετανάστευση, φτώχεια, εξαθλίωση, όλα αυτά αποτελούν μια συνεχή ομολογία ήττας του ίδιου του καπιταλισμού, των αδιεξόδων του, αποκαλύπτουν για ακόμα μια φορά με τον πιο τραγικό αλλά ξεκάθαρο τρόπο στα μάτια της εργατικής τάξης την βαρβαρότητα του καπιταλισμού.
Αποκαλύπτουν όμως ταυτόχρονα και ποιος είναι ο πραγματικός εχθρός των εργαζομένων, ποιον πρέπει να σημαδέψουν στον αγώνα τους. Ποιον πρέπει να τσακίσουν για να απελευθερωθούν, να ξεμπερδέψουν μια και καλή με τη σκλαβιά της εκμετάλλευσης, της εργασιακής αβεβαιότητας, της ανεργίας, της φτώχειας, της εξαθλίωσης.
Σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα;
Την απάντηση σε αυτό το ερώτημα τη δίνει ήδη από τη δεκαετία του '30 ο Henry E. Sigerist (1891 - Παρίσι, 1957 - Ελβετία) στο άρθρο του με τίτλο «Η ουσία του Σοβιετικού Συστήματος Υγείας», που δημοσιεύτηκε το 1937, μόλις 20 χρόνια μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση.
Ο Henry E. Sigerist ήταν κορυφαίος ιστορικός της Ιατρικής. Από το 1932 έως το 1947 ήταν διευθυντής του Ινστιτούτου Ιστορίας της Ιατρικής του Πανεπιστημίου Johns Hopkins, το οποίο θεωρείται το κορυφαίο πανεπιστημιακό νοσοκομείο στις ΗΠΑ. Στο άρθρο του αναφέρει επί λέξει18:
«Το σοβιετικό σύστημα Υγείας χαρακτηρίζεται από τα εξής τέσσερα βασικά σημεία: (1) Οι ιατρικές υπηρεσίες είναι δωρεάν και προσβάσιμες για όλους. (2) Η πρόληψη ασθενειών είναι στο κέντρο όλων των δραστηριοτήτων του συστήματος Υγείας. (3) Όλες οι δραστηριότητες σχεδιάζονται κεντρικά από την Επιτροπή Υγείας της Σοβιετικής Ενωσης, με αποτέλεσμα (4) ο σχεδιασμός τους να είναι δυνατός σε μεγάλη κλίμακα.
Το σοσιαλιστικό κράτος έχει ανακηρύξει ότι η υγεία του λαού είναι ουσιαστική για την ευημερία ενός έθνους. Για να λειτουργήσει μια κοινωνία επιτυχημένα, χρειάζεται υγιή μέλη. Η υγεία είναι ένα από τα αγαθά της ζωής στα οποία ο καθένας πρέπει να έχει δικαίωμα. Στις 13 Νοεμβρίου του 1917, πέντε μόλις μέρες μετά την Επανάσταση, η σοβιετική κυβέρνηση εξέδωσε το ακόλουθο διάταγμα: "To προλεταριάτο έχει βάλει ως στόχο την πλήρη Κοινωνική Ασφάλιση των εργατών και στις πόλεις και στα χωριά. Η τσαρική κυβέρνηση, οι τσιφλικάδες και οι καπιταλιστές απέτυχαν να εξασφαλίσουν τις ανάγκες των εργατών".
Η σοβιετική κυβέρνηση ανακοίνωσε στην εργατική τάξη της Ρωσίας, και σε όλους τους φτωχούς στις πόλεις και στα χωριά, ότι θα λάβει άμεσα μέτρα για την Κοινωνική Ασφάλιση, με βάση τις ιδέες και το πρόγραμμα για Ασφάλιση για όλους τους εργάτες χωρίς εξαίρεση και για τα φτωχά στρώματα στις πόλεις και στα χωριά, για την πλήρη κάλυψη όλων των μορφών ειδικών αναγκών, όπως ασθένειες, ατυχήματα, φροντίδα των μεγαλύτερων σε ηλικία, μητρότητα, ορφάνια, ανεργία, πλήρης αποζημίωση στους ανέργους.
Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι το σοβιετικό σύστημα Κοινωνικής Ασφάλισης είναι απείρως ανώτερο από οποιοδήποτε άλλο ασφαλιστικό σύστημα στις καπιταλιστικές χώρες. Οι δαπάνες είναι αυτές που απαιτούνται, και είναι μέρος του κόστους παραγωγής. Τα οφέλη είναι απείρως μεγαλύτερα από οποιοδήποτε άλλο σύστημα Κοινωνικής Ασφάλισης. Εξασφαλίζεται πλήρης ιατρική φροντίδα και περίθαλψη σε κάθε εργάτη. Και είναι αυτό που αξίζει στους εργάτες, γιατί αυτοί παράγουν τον πλούτο έτσι ώστε ένα τέτοιο σύστημα Κοινωνικής Ασφάλισης να είναι δυνατό να πραγματοποιηθεί.
Ενα άλλο πολύ βασικό χαρακτηριστικό του σοβιετικού συστήματος Υγείας είναι η διαφοροποίηση μεταξύ της προληπτικής ιατρικής και της θεραπευτικής ιατρικής. Μάλιστα, ολόκληρο το σύστημα έχει χτιστεί πάνω στην ιδέα της προληπτικής ιατρικής. Αυτό άλλωστε εκφράζεται στο πρόγραμμα του Κομμουνιστικού Κόμματος: "Το Κομμουνιστικό Κόμμα της Σοβιετικής Ενωσης θα βασίσει την πολιτική του συστήματος Υγείας σε μια ευρεία σειρά από υγειονομικά μέτρα, που θα έχουν ως στόχο την πρόληψη της ανάπτυξης ασθενειών".
Η γενική ιδέα είναι η παρακολούθηση της υγείας καθενός ξεχωριστά, από τη γέννησή του μέχρι το θάνατό του. Το υγειονομικό προσωπικό τοποθετείται ανάλογα με τις ανάγκες οπουδήποτε, κάθε εργάτη που εκτίθεται σε κινδύνους. Η ιατρική επίβλεψη αρχίζει με τις εγκύους και τις νέες μητέρες, συνεχίζεται στα νεογνά στην προσχολική ηλικία, στη σχολική ηλικία, στους εφήβους και τέλος στους εργαζόμενους, άνδρες και γυναίκες. Είναι μια τελείως νέα ιατρική συμπεριφορά. Είναι το αποτέλεσμα μιας νέας κοινωνικής πραγματικότητας και της φιλοσοφικής βάσης του συστήματος.
(...) Η Σοβιετική Ενωση ήταν η πρώτη χώρα που επιχείρησε την κοινωνικοποίηση της ιατρικής, η πρώτη που έθεσε την προστασία της υγείας όλου του λαού ως αποκλειστική υποχρέωση του κράτους. Το συμπέρασμα είναι ότι αυτό που έχει γίνει μόλις σε 20 χρόνια στη Σοβιετική Ενωση είναι η αρχή μιας νέας περιόδου για την ιστορία της Ιατρικής. Ολα όσα επιτεύχθηκαν μέχρι σήμερα, σε πέντε χιλιάδες χρόνια της ιστορίας της Ιατρικής, αντιπροσωπεύουν μόνο την πρώτη περίοδο της Ιστορίας: Την περίοδο της θεραπευτικής ιατρικής. Τώρα μια νέα εποχή, η εποχή της προληπτικής ιατρικής, έχει ξεκινήσει στη Σοβιετική Ενωση».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου