Του Παναγιώτη Θεοδωρόπουλου
Ο φασίστας Ζαΐρ Μπολσονάρο, νικητής των εκλογών στη Βραζιλία αποτελεί αγαπημένο παιδί των αγορών.
Πρόεδρος της Βραζιλίας εξελέγη ο Ζαΐχ Μπολσονάρου, με ποσοστό 55,2% των ψήφων, έναντι 44,8% του κεντροαριστερού Φερνάντου Αντάτζι, ανακοίνωσε το Ανώτατο Εκλογοδικείο (TSE), η εκλογική επιτροπή της χώρας, με το 99,6% των ψηφοδελτίων να έχει καταμετρηθεί. «Δεν μπορούμε πλέον να συνεχίσουμε να ερωτοτροπούμε με τον σοσιαλισμό, τον κομμουνισμό,
τον λαϊκισμό της αριστεράς», είπε μετά την εκλογική του νίκη ο Ζαΐχ Μπολσονάρου.
Ο Μπολκονάρου εκλεγόταν με την ακροδεξιά στη Βραζιλία για 27 χρόνια και δηλώνει ανοικτά νοσταλγός της στρατιωτικής δικτατορίας (1964-85). Επικεντρώνει τον πολιτικό του λόγο σε θέματα δημόσιας ασφάλειας και οι ρατσιστικές, μισογυνικές και ομοφοβικές απόψεις του περισσεύουν.
Ο ίδιος άνθρωπος, ο πρώην λοχαγός του στρατού Μπολκονάρου, υπόσχεται ότι θα είναι «σκλάβος του Συντάγματος» και ότι θα ασκήσει την εξουσία επιδεικνύοντας πυγμή, αλλά όχι «αυταρχισμό»! Να σημειωθεί πως 63χρονος πρόεδρος απασχόλησε τη βραζιλιάνικη πολιτική ζωή και με δημοσιεύματα για σκάνδαλα διαφθοράς. Παράλληλα, πρόβαλε ως κεντρικό πολιτικό του σχέδιο την χαλάρωση των όρων για την οπλοκατοχή και την οπλοφορία.
Ο Μπολσονάρου την 6η Σεπτεμβρίου δέχθηκε επίθεση με μαχαίρι, πράξη ενός ανισόρροπου σύμφωνα με τις αρχές. Νοσηλεύθηκε για τρεις εβδομάδες, δεν έκανε άλλες προεκλογικές συγκεντρώσεις, δεν πήρε μέρος σε κανένα τηλεοπτικό ντιμπέιτ. Ήταν, όμως, ενεργός στους ιστότοπους κοινωνικής δικτύωσης. Χαρακτηριστικό είναι πως 8 εκατομμύρια άνθρωποι έχουν εγγραφεί για να παρακολουθούν τη ροή των αναρτήσεών του μόνο στο Facebook. Ο Μπολσονάρου, που έχει αποκτήσει το προσωνύμιο «ο τροπικός Τραμπ», επικαλείται συχνά τον πρόεδρο των ΗΠΑ, τον οποίο δηλώνει πως θαυμάζει.
Έχουμε πολλά να μάθουμε για τον Μπολσονάρου, ο οποίος το 2014 προκάλεσε όταν καταφέρθηκε με σκαιό τρόπο εναντίον της αριστερής γυναίκας βουλευτή, της Μαρίας ντου Χοζάριου, λέγοντάς της ότι «δεν της άξιζε» να τη βιάσει διότι ήταν «πολύ άσχημη».
Δύο χρόνια αργότερα, έπλεκε το εγκώμιο ενός από τους βασανιστές της στρατιωτικής δικτατορίας.
Ο Μπολσονάρου κάθε άλλο παρά κρύβει τα ομοφοβικά του αισθήματα. Σε μια συνέντευξη που είχε παραχωρήσει στο περιοδικό Playboy το 2011, ο πολιτικός είχε δηλώσει πως θα προτιμούσε ένας γιος του «να σκοτωθεί σε ατύχημα» μάλλον, παρά να του πει πως είναι ομοφυλόφιλος.
Η άρχουσα τάξη της Βραζιλίας, οι γύπες των αγορών, το ΔΝΤ, τεράστιοι μονοπωλιακοί όμιλοι, αλλά και η κυβέρνηση των ΗΠΑ στηρίζουν πολλαπλώς το Μπολσονάρο. Στη μεγαλύτερη οικονομία της Λατινικής Αμερικής και έκτη ισχυρότερη οικονομία του πλανήτη (πριν το ξέσπασμα της κρίσης), ένα νέο «πείραμα» βρίσκεται προ των πυλών.
Η βραζιλιάνικη φασιστική ακροδεξιά, συνδυάζει τον λαϊκιστικό συντηρητισμό με μια άκρως νεοφιλελεύθερη οικονομική πολιτική. Ένα «μοντέλο» που στα πλαίσια του καπιταλισμού, κερδίζει έδαφος σε πολλές περιοχές του πλανήτη. Από τις ΗΠΑ του Ντόναλντ Τραμπ,μέχρι την Ευρώπη της ανόδου των ακροδεξιών κομμάτων που αναρριχήθηκαν μέχρι και σε κυβερνητικούς συνασπισμούς. Η νέα στρατηγική βασίζεται στην ακραία ρητορεία, το ρατσισμό, τον αυταρχισμό σε συνδυασμό με την εφαρμογή μιας ακραίας οικονομικής πολιτικής προς όφελος των μονοπωλίων.
Στην περίπτωση της Βραζιλίας η προηγούμενη κεντροαριστερή διακυβέρνηση Λούλαπου προωθούσε πολιτικές για την εφαρμογή ενός «καλύτερο καπιταλισμού», βυθίστηκε με την έκρηξη της καπιταλιστικής κρίσης. Γκρεμίστηκε γιατί ακριβώς αυτό που αποκαλούσαν «καλύτερο καπιταλισμό» – με κάποιους να σπεύδουν να τον βαφτίσουν ακόμα και σαν πρώιμο «σοσιαλιστικό μετασχηματισμό» – χτίστηκε πάνω στις δομές του εκμεταλλευτικού συστήματος. Το υπηρέτησε. Δεν τον αμφισβήτησε ποτέ και ως επακόλουθο βρέθηκε στον «κυκλώνα» των κρίσεων του.
Οι παροχές που δόθηκαν στα πιο φτωχά στρώματα της Βραζιλίας εξανεμίστηκαν με την εκδήλωση της κρίσης του 2014-2016. Όπως και άλλοι κεντροαριστεροί ηγέτες της Λατινικής Αμερικής, ο Λούλα (που σήμερα βρίσκεται στη φυλακή για υποθέσεις διαφθοράς) αρκέστηκε σε προγράμματα στήριξης των πιο φτωχών στρωμάτων, αλλά την ίδια στιγμή παραχωρούσε τους πόρους της Βραζίλιας στα μονοπώλια και τους επενδυτές (Ρωσικά, Κινέζικα, Ευρωπαϊκά κεφάλαια). Όμως η κρίση και η μείωση των επενδύσεων, χτύπησε την οικονομία της Βραζιλίας και σε συνδυασμό με την αύξηση του πληθωρισμού, οδήγησε εκατομμύρια Βραζιλιάνους βαθύτερα στη φτώχεια. Η ανέχεια αύξησε και τα ποσοστά της εγκληματικότητας που στην περίπτωση της Βραζιλίας βρίσκονταν έτσι και αλλιώς σε υψηλά επίπεδα.
Ακολούθησε η πραξικοπηματική καθαίρεση από την προεδρία της διαδόχου του Λούλα, Ντίλμα Ρούσεφ –παλιάς αγωνίστριας, που είχε βασανιστεί αγρίως από τη δικτατορία – και η πολιτική κρίση έφερε στην πρώτη γραμμή τον Μπολσονάρο.
Αυτές τις οικονομικές, πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις, αξιοποίησε ο Μπολσονάρο, ο οποίος με την στήριξη της Βραζιλιάνικης αστικής τάξης αλλά και των μικροαστών βρέθηκε στο προσκήνιο. Η άνοδος του στις δημοσκοπήσεις συνοδεύτηκε από εκτίναξη των μετοχών στο χρηματιστήριο της Βραζιλίας, αφού κεφάλαια κινήθηκαν για να δημιουργήσουν ένα τεχνητό κλίμα «ευφορίας».
Ταυτόχρονα η ρητορεία του, όπως όλων των φασιστικών κομμάτων, κερδίζει έδαφος ανάμεσα και στα φτωχά λαϊκά στρώματα, στα οποία υπόσχεται καλύτερες μέρες αλλά και «τάξη και ασφάλεια». Ο Μπολσονάρο έχει προτείνει την ενίσχυση της αστυνομίας, να επιτραπεί η οπλοκατοχή από όλους, ενώ πρόσφατα εξήγγειλε ότι θα βγάλει το στρατό στους δρόμους στο όνομα της πάταξης της εγκληματικότητας. Ταυτόχρονα υπόσχεται νέες θέσεις εργασίας μέσα από την «ανάπτυξη» της οικονομίας.
Στα βήματα του Πινοσέτ
Αυτά για το πόπολο. Ο Μπολσονάρο όμως κέρδισε και την εμπιστοσύνη των αγορών. Πήρε την πλήρη στήριξη τους, όταν προσέλαβε ως οικονομικό του σύμβουλο τον Πάουλο Γκουέντες. Ποιος είναι ο Γκουέντες; Ένα από τα διαβόητα «παιδιά της σχολής του Σικάγου», που διδάχθηκαν τον νεοφιλελευθερισμό από τον πατριάρχη του, Μίλτον Φρίντμαν, τη δεκαετία του ’70, όταν το νέο δόγμα εφαρμοζόταν πειραματικά για πρώτη φορά στη Χιλή του δικτάτορα Πινοσέτ, προτού εισαχθεί στη Βρετανία της Θάτσερ, την Αμερική του Ρέιγκαν και εξαπλωθεί στην πορεία παγκόσμια.
Το οικονομικό πρόγραμμα που εισηγείται ο Γκουέντες, ο οποίος αναμένεται να γίνει και υπουργός Οικονομικών περιλαμβάνει:
— Ένα τεράστιο πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων
— Ευέλικτες εργασιακές σχέσεις
— Μείωση της φορολογίας των επιχειρηματικών ομίλων
— Τερματισμό της αυτόματης τιμαριθμικής αναπροσαρμογής στις συντάξεις
— Κατάργηση κοινωνικών προγραμμάτων.
Όλα τα παραπάνω με πρόσχημα να περιοριστεί το δημοσιονομικό χρέος της Βραζιλίας.
Αστική τάξη, Εκκλησία και πρώην Χουντικοί στο πλευρό του
Ο Ζαΐρ Μπολσονάρο, είναι νοσταλγός της στρατιωτικής δικτατορίας (1964 – 1985) και έχει ταχθεί υπέρ των βασανιστηρίων. Υμνεί τους βασανιστές των Χουντικών! Έχει υποστηρίξει τη θανάτωση των εγκληματιών. Δεν έχει διστάσει να καλέσει τους οπαδούς του να δολοφονήσουν ακόμα και πολιτικούς αντιπάλους! Μισεί τους ομοφυλόφιλους και θεωρεί τις γυναίκες ένα είδος «αδυναμίας» της φύσης.
Το ακροδεξιό νεοφιλελεύθερο δίδυμο Μπολσονάρο – Γκουέντες έρχεται για να ισοπεδώσει και τα ελάχιστα δημοκρατικά δικαιώματα ανοίγοντας ταυτόχρονα το δρόμο σε αγορές και μονοπώλια για να λεηλατήσουν το πλούτο της χώρας.
Ο φασιστικός λαϊκισμός του Μπολσονάρο, βρίσκει απήχηση σε μεγάλο μέρος των οπαδών της Κεντροδεξιάς καθώς και των μεσαίων στρωμάτων που φτωχοποιήθηκαν.
Στο πλευρό του βρίσκεται και η Εκκλησία. Το δεύτερο όνομα του Μπολσονάρο είναι «Μεσσίας» και ο ίδιος είναι Ευαγγελιστής. Οι ευαγγελικοί, οι οποίοι αποτελούν το 29% των Βραζιλιάνων, στηρίζουν τον ακροδεξιό υποψήφιο, ο οποίος έχει υιοθετήσει και την χριστιανική ρητορική με το σύνθημα «Η Βραζιλία πάνω απ’ όλα, ο Θεός πάνω απ’ όλους»…
Κλίμα απειλών και αυταρχισμού
Δίνοντας τα πρώτα δείγματα γραφής, της επικείμενης διακυβέρνησης, οι οπαδοί (μπράβοι) του έχουν αναλάβει ήδη έργο. Δημοσιογράφοι σύμφωνα με καταγγελίες πολλών ΜΚΟ δέχθηκαν «απειλές, διωγμούς και σε ορισμένες περιπτώσεις, υπέστησαν επιθέσεις» καθόλη τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου.
Ανάμεσα στους δημοσιογράφους οι οποίοι κατήγγειλαν ότι δέχθηκαν απειλές είναι η Πατρίσια Κάμπους Μέλο, συντάκτρια της εφημερίδας Folha de São Paulo, η οποία κάλυψε με εκτενή ρεπορτάζ το θέμα των επιχειρηματιών οι οποίοι χρηματοδότησαν μια εκστρατεία διασποράς ψευδών ειδήσεων σε ιστότοπους κοινωνικής δικτύωσης με στόχο να πλήξουν τους πολιτικούς αντιπάλους του.
Η βραζιλιάνικη ένωση ερευνητών δημοσιογράφων (ABRAJI), σύμφωνα με το ΑΠΕ – ΜΠΕ, από την πλευρά της έχει καταγράψει τουλάχιστον 130 κρούσματα απειλών και επιθέσεων εναντίον δημοσιογράφων που καλύπτουν τις εκλογές μέχρι στιγμής φέτος.
Την Κυριακή το βράδυ οι κάλπες στη Βραζιλία μπορεί να φέρουν στην εξουσία ένα φασίστα και οπαδό του ακραίου νεοφιλελευθερισμού. Έναν «νέο Πινοσέτ» …δημοκρατικά μάλιστα εκλεγμένο προωθώντας ένα «πείραμα» που πιθανά τα επόμενα χρόνια να απλωθεί σε πολλές χώρες του κόσμου…
https://outlook.live.com/owa/?path=/mail/inbox/rp
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου