Πέμπτη 17 Αυγούστου 2017

Μια ψυχική γεωγραφία. Του Κώστα Γεωργουσόπουλου

Λογοτεχνία δεν μπορεί να γίνει χωρίς άγκυρα βυθισμένη στο βυθό της γενέθλιας θάλασσας. Όπως κάθε φυτό δεν μπορεί να ριζώσει χωρίς χώμα, όποιο χώμα, έτσι και η ανθρώπινη ψυχή έχει ιθαγένεια. Έχει ρίζες στο γενέθλιο χώμα. Αν ρίξει κανείς μια ματιά στους μεγάλους συγγραφείς όλων των εποχών και όλων των πατρίδων, θα διαπιστώσει πως εκείνοι που ξεπέρασαν τα σύνορα της πατρίδας τους, εκείνοι που έγιναν κοινό κτήμα της ανθρωπότητας, είναι εκείνοι που έχουν τις πιο βαθιές ρίζες με τον τόπο τους, την πιο γνήσια σχέση με το λαό τους και την πλέον γόνιμη επικοινωνία με τη γλωσσική περιουσία του έθνους τους [...]
Κώστας Γεωργουσόπουλος, «Μια ψυχική γεωγραφία», εισαγωγή για το βιβλίο Εν Δωδεκανήσω, των εκδόσεων Κέδρος.
"Η ανθολογία πεζογραφημάτων Δωδεκανήσιων λογοτεχνών, πρωτοβουλία του Πολιτιστικού Ιδρύματος Δωδεκανήσου «Κλεόβουλος ο Λίνδιος», που ίδρυσε ο αείμνηστος και αγνός ιδεολόγος και εθνικός αγωνιστής Ιωάννης Ζίγδης, είναι μια αναμφισβήτητη απόδειξη πως λογοτεχνία δεν μπορεί να γίνει χωρίς άγκυρα βυθισμένη στο βυθό της γενέθλιας θάλασσας.
Όπως κάθε φυτό δεν μπορεί να ριζώσει χωρίς χώμα, όποιο χώμα, έτσι και η ανθρώπινη ψυχή έχει ιθαγένεια. Έχει ρίζες στο γενέθλιο χώμα. Αν ρίξει κανείς μια ματιά στους μεγάλους συγγραφείς όλων των εποχών και όλων των πατρίδων, θα διαπιστώσει πως εκείνοι που ξεπέρασαν τα σύνορα της πατρίδας τους, εκείνοι που έγιναν κοινό κτήμα της ανθρωπότητας, είναι εκείνοι που έχουν τις πιο βαθιές ρίζες με τον τόπο τους, την πιο γνήσια σχέση με το λαό τους και την πλέον γόνιμη επικοινωνία με τη γλωσσική περιουσία του έθνους τους.
Όσο πιο βαθιά ριζωμένος στο ήθος της εποχής του, στη γλώσσα του, στη θρησκεία του είναι ο Όμηρος, τόσο πιο πλατιά έγινε αποδεκτός σ’ Ανατολή και Δύση, όσο περισσότερο Ρώσος είναι ο Ντοστογέβσκι, όσο ισπανικότερος ο Λόρκα, όσο αυθεντικά Βρετανός ο Σαίξπηρ, όσο γνησιότερα Ιταλός ο Γκολντόνι, όσο αναμφισβήτητα Γάλλος ο Μολιέρος, και όσο αληθινά Αμερικάνος και μάλιστα νότιος ο Φώκνερ και ο Τεννεσσή Γουίλλιαμς, τόσο πλατύτερα έγινε και αγαπητό και κατανοητό το έργο τους σε λαούς με διαφορετική παιδεία, διαφορετικά ήθη, διαφορετικά ιστορικά συμφραζόμενα και διαφορετικά θρησκευτικά προαπαιτούμενα ζωής.
Θα μου επιτραπεί, λοιπόν, σ’ αυτό το εισαγωγικό σημείωμα για τα δωδεκανησιακά πεζογραφήματα να εκθέσω κάποιες γενικές, αλλά απαραίτητες για την ερμηνεία μερικών πολιτισμικών φαινομένων, σκέψεις που αναφέρονται στις ταλαιπωρημένες στην παιδεία μας και ιδιαίτερα στην εκπαίδευσή μας έννοιες πολιτισμού όπως η Ιθαγένεια και η Ηθογραφία.
Οι σκέψεις αυτές έρχονται να απαντήσουν στις δίκαιες ανησυχίες των μελών του «Κλεόβουλου του Λίνδιου», μήπως, επειδή ο στοχασμός της ανθολόγησης αναφερόταν στην εντοπιότητα, εκφυλιστεί σε κείμενα «ηθογραφικού και λαογραφικού περιεχομένου». Οι ανησυχίες έχουν τη βάση τους, δεδομένου ότι για πολλές δεκαετίες, ήδη από το τέλος του 19ου αιώνα, η Ηθογραφία και η Λαογραφία στον τόπο μας αλληλοπεριχωρήθηκαν, συνέπλευσαν και αποτέλεσαν έννοιες συγκεχυμένες.
Η Λαογραφία υπήρξε μια από τις νέες επιστήμες, που μια από τις νέες επιστήμες, που εξέθρεψε ο ευρωπαϊκός ρομαντισμός και ο πρώτος ρομαντισμός, πριν γίνει αισθητική σχολή και φορμαλιστική αναζήτηση, υπήρξε ένα ιστορικό και κοινωνικό κίνημα με καθαρά εθνικά χαρακτηριστικά.
Μετά την κατάρρευση της μεσαιωνικής φεουδαρχικής κοινωνίας και όταν, μετά την Αναγέννηση, ο Ευρωπαίος άνθρωπος επέστρεψε στον ουμανιστικό κανόνα, ο Διαφωτισμός, καθαρά αστική ορθολογιστική και ατομοκρατική ιδεολογία, που στήριζε την ατομικότητα, τον αυτοδημιούργητο και δημιουργικό ωφελιμισμό, ώθησε τους ανθρώπους που είχαν απαλλαγεί από την αιγίδα της Αγίας Έδρας, τη μόνη έως την επανάσταση του 1789 εγγύηση ενότητας των Ευρωπαίων, να αναζητήσουν νέα αιγίδα, μια νέα ομπρέλα που να εγγυάται μια κάποια ενότητα και συνοχή.
Έτσι, οι επιστήμονες αναζήτησαν τις ρίζες του έθνους τους στα δημώδη άσματα, στις παραδόσεις, στα παραμύθια, στα ήθη, στις πηγές των διαφοροποιημένων γλωσσών. Η Λαογραφία είναι επιστήμη της μελέτης ενός ζώντος, παρόντος λαού, δεν είναι αρχαιολογία (αν και η αρχαιολογία είναι κι αυτή μια επιστήμη που εξέθρεψε ο ρομαντισμός), δεν είναι παρελθοντολογία.
Η Λαογραφία είναι μελέτη επιβιωμένων, έστω και ως απολιθώματα, αλλά εν χρήσει στοιχείων, που προσδιορίζουν την ταυτότητα, θρησκευτική, ιστορική, γλωσσική, εθιμική ενός λαού. Εξάλλου, αυτό σημαίνει και ό,τι λέμε Παράδοση. Σημαίνει, δηλαδή, ό,τι έχει παραδοθεί, ό,τι έχει φτάσει ως εδώ ως μορφή, ως γλωσσικός κώδικας, ως παροιμιακός λόγος, ως ρυθμός, ως εμμέλεια, ως μιμητική κίνηση, ως τελετή, και είναι στοιχείο αναγνωρίσεως μεταξύ των μελών μιας κοινωνικής ομάδας.
Η Ηθογραφία είναι πολύ παλαιότερη και επιστημονική και λογοτεχνική ζήτηση. Όλοι οι μεγάλοι φιλόσοφοι, όταν καταπιάνονται με τα ηθικά προβλήματα ηθολογούν, δηλαδή προσπαθούν να συλλάβουν από την κοινόχρηστη πράξη κανόνες βίου, να καταγράψουν μορφές συμπεριφοράς και να συνδέσουν τις πράξεις με τις επικρατούσες αξίες, να αξιολογήσουν και να κλιμακώσουν τα κοινωνικά προστάγματα.
Ηθογραφία δεν είναι (και εδώ είναι η παρεξήγηση) περιγραφή εθίμων και καταγραφή λαϊκών τελετών. Δεν είναι οι τελετουργικές καταγραφές των πανηγύρεων, δεν είναι το τυπικό των ευχών, των ξορκιών, δεν είναι οι προλήψεις και οι λαϊκές προκαταλήψεις και δεν είναι η ακριβής αποτύπωση του γλωσσικού ιδιώματος, του μουσικού λαϊκού υλικού και των τρόπων των τοπικών χορών.
Ηθογραφία είναι η καταγραφή των ηθών, δηλαδή του ιδιαίτερου τρόπου με τον οποίο συμπεριφέρεται μια κοινωνική ομάδα ή ακόμα κι ένα μεμονωμένο άτομο μέσα σε μια ιστορικά καθορισμένη ομάδα.
Μ’ αυτή την έννοια ο Ηρόδοτος, ο Θουκυδίδης, ο Πλούταρχος και ο Λουκιανός, η Σαπφώ, ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ο Ρωμανός ο Μελωδός και ο Βιτσέντζος Κορνάρος, ο Μακρυγιάννης και ο Ροϊδης, ο Παπαδιαμάντης και ο Βιζυηνός, ο Βενέζης και ο Καραγάτσης είναι ηθογράφοι, αφού ως παλμογράφοι της εποχής τους καταγράφουν τους κοινωνικούς κραδασμούς, τις ιδιάζουσες σχέσεις που παράγουν οι κοινωνικές και παραγωγικές τάξεις.
Μ’ αυτή τη συλλογιστική, ο Σαίξπηρ στον Οθέλλο και στον Έμπορο της Βενετίας μελετά το πώς ένας έγχρωμος και ένα αλλόθρησκος αντιμετωπίζονται από μια οικονομικά ανοιχτή, αλλά ηθικά συντηρητική δυτική κοινωνία, τη Βενετική Δημοκρατία, σε μια περίοδο που περνάει από το τοκογλυφικό στο τραπεζικό σύστημα οικονομίας, χρησιμοποιώντας ως αιχμή δυναμική του δόρατος την αστική δύναμη και το εφοπλιστικό κεφάλαιο, που λειτουργεί με γνώμονα τη χρησιμοποίηση τεχνοκρατών ανθρώπων κάθε φυλής και καταγωγής.
Ο Τσέχωφ είναι ηθογράφος π.χ. στο Βυσσινόκηπο, καθώς καταγράφει την έκπτωση της παλαιάς ρωσικής αριστοκρατίας της γης και την άνοδο του αυτοδημιούργητου μικροαστού. Ηθογραφεί και ο Γκόργκι π.χ. στους Μικροαστούς, που με τη σειρά του καταγράφει την έκπτωση της πουριτανικής, υποκριτικής μικροαστικής ηθικής και την εμφάνιση στον ορίζοντα της δυναμικής ηθικής του προλεταριάτου.
Η παρεξήγηση με τον όρο «ηθογραφία» στον τόπο μας ξεκίνησε την εποχή που ο Νικόλαος Πολίτης, ο μέγας Έλληνας λαογράφος, συγκέντρωσε τα αριστουργήματα της λαϊκής γλώσσας, τις παροιμίες, τις παραδόσεις και τα παραμύθια του ελληνικού λαού, ενώ ταυτόχρονα κύρωνε την αυθεντία της ελληνικής προφορικής δημοτικής γλώσσας ως ικανής να δημιουργήσει νέα έργα μεγάλης πνοής.
Την ίδια εποχή γίνεται μια πρώτη πολιτική προσπάθεια με τον Τρικούπη να μετατραπεί το ελληνικό κράτος σε μια αστική φιλελεύθερη δημοκρατία. Ο εκσυγχρονισμός του Τρίκούπη δημιούργησε τις γνωστές φοβίες ότι θα εισβάλουν στη χώρα νέα έθνη ξενόφερτα και υπονομευτικά της εθνικής μας ταυτότητας. Έτσι, με το λαογραφισμό δημιουργήθηκε ως αντίπαλον δέος μια ουτοπία, που εμφάνιζε μια ιδανική εικόνα ενός γνήσιου αυθεντικού Έλληνα της υπαίθρου και εγγυητή μιας ηθικής του αγνού παρελθόντος. Έτσι, Ηθογραφία ονομάστηκε στενά η μεταστροφή στα υπαίθρια ήθη, στις βοσκοπούλες, στα πανηγύρια, στις λαϊκές δοξασίες και στις αυθεντικές τάχα ηθικές αρχές.
Ο Ροϊδης, εξάλλου, με τις αστικές συριανές του ιστορίες, ο Καρκαβίτσας, με τους ναυτικούς, ο Παπαδιαμάντης, με τις αθηναϊκές ιστορίες, ο Ξενόπουλος, με τα αστικά ζακυνθινά του δράματα και τα μικροαστικά αθηναϊκά του μυθιστορήματα, ηθογράφοι είναι και βεβαίως δεν υποκύπτουν σε κανενός είδους ωραιοποιημένο λαογραφισμό.
Χάρηκα, λοιπόν, για την συγκομιδή της ανθολόγησης, που απολαμβάνουμε εδώ, σ’ αυτό τον τόμο, τους καρπούς της. Δεν υπέπεσε σωστά σε παρεξηγημένες ηθογραφικές γραφικότητες και λαογραφικές τελετουργίες. Οι συγγραφείς του τόμου, παλαιότεροι και νεότεροι, δόκιμοι και νεοφώτιστοι στο είδος, καταγράφουν νοοτροπίες, μορφές συμπεριφοράς, αξίες και ήθη ανθρώπων ζωντανών, σύγχρονων, υπαρκτών και αυθεντικών, χωρίς την ωραιοποίηση ενός ρομαντικού παρελθόντος, χωρίς κάποια εμβάπτιση σε κολυμπήθρα μιας τάχα γνήσιας εντοπιότητας.
Η λέξη ΗΘΟΣ στα αρχαία ελληνικά σήμαινε τόπο, ενδιαίτημα, φωλιά, κατοικία, επικράτεια. Αυτό βέβαια σήμαινε πως ο τόπος, ο προσανατολισμός, η γεωγραφία, οι ιστορικές συνθήκες, η κοινωνική ζωή ενός λαού καθορίζει και τη συμπεριφορά του.
Τα Δωδεκάνησα είναι ένας ιστορικά, κοινωνικά, γλωσσικά προικισμένος τόπος μέσα στην ελληνική επικράτεια, έχει τις περιπέτειες και τα τραύματά του, έχει διαμορφώσει ιδιαίτερη φυσιογνωμία και έχει συγκροτήσει ιδιάζοντα κώδικα συμπεριφοράς, ελληνικό, νησιωτικό, μεσογειακό, ανατολίτικο.
Και διακρίνω πως στα πεζογραφήματα του βιβλίου «Εν Δωδεκανήσω», των εκδόσεων Κέδρος, αυτή η ιδιαίτερη φυσιογνωμία διατηρείται και με τις πράξεις των ανθρώπων αποδεικνύεται και δικαιώνεται. Ως εκ τούτου, ο παρών τόμος είναι πολύτιμος όχι μόνο ως λογοτεχνικό τεκμήριο μιας ομάδας ταλαντούχων ατόμων, αλλά και ως ντοκουμέντο καταγραφής ηθών, δηλαδή μιας δωδεκανησιακής ψυχικής γεωγραφίας."
http://tvxs.gr/news/biblio/mia-psyxiki-geografia-toy-kosta-georgoysopoyloy

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

«Πολιτική θεολογία και Συνταγματική ηθική»

Η «πολιτική θεολογία» είναι μια διαδεδομένη αλλά αμφίσημη έννοια που χρησιμοποιείται με διαφορετικό περιεχόμενο αφενός σε θύραθεν συμφραζόμε...