Οι
μισθωτοί και οι
συνταξιούχοι είναι οι μεγάλοι χαμένοι της οικονομικής κρίσης και του μνημονίου, καθώς θα δουν το βιοτικό τους επίπεδο να επιδεινώνεται κατά 30% την επόμενη τριετία χωρίς πιθανότητες αποκατάστασης μετά το τέλος της. Αυτό επιβεβαιώνει το
Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ (ΙΝΕ - ΓΣΕΕ) στην ετήσια έκθεση για την οικονομία και την απασχόληση που παρουσίασε την περασμένη εβδομάδα ο επιστημονικός διευθυντής του
Σάββας Ρομπόλης. Οι προβλέψεις της έκθεσης είναι
άκρως δυσοίωνες τόσο για το μέλλον της ελληνικής οικονομίας κατά τη διάρκεια του πακέτου στήριξης αλλά και μετά από αυτό, και προβλέπεται ότι όποια ανάκαμψη παρουσιαστεί την επόμενη δεκαετία θα συνοδεύεται από
υψηλή ανεργία, σε πρωτοφανή επίπεδα μεταπολεμικά.
Η τελευταία, η οποία σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της
ΕΣΥΕ ανέρχεται το β’ τρίμηνο του 2010 στο
11,8%, υπολογίζεται ότι μέσα στο
2011 θα ξεπεράσει το
20% (ο
ΟΟΣΑ την προσδιορίζει στο
14,3%), φτάνοντας στο υψηλότερο σημείο της πεντηκονταετίας.
Σύμφωνα με την έκθεση του ΙΝΕ – ΓΣΕΕ, η εφαρμογή του μνημονίου σε συνδυασμό με την παντελή έλλειψη αναδιανεμητικών και αναπτυξιακών μέτρων θα μετατρέψει την οικονομική ύφεση σε παρατεταμένη
πολύπλευρη οικονομικοκοινωνική κρίση. Αν δεν ανατραπεί αυτή η κατάσταση, η ακολουθούμενη πολιτική της
«εσωτερικής υποτίμησης», μέσω της διαδοχικής μείωσης μισθών και τιμών, θα επιφέρει τα αντίθετα από τα αποτελέσματα που αναμένουν οι φορείς της. Η μεσο- μακροπρόθεσμη παράταση της ύφεσης «εγκυμονεί κινδύνους αύξησης του δημοσίου χρέους». Παράλληλα, «η τριετής απόσυρση από τις χρηματιστικές αγορές θα αποδειχθεί
ανεπαρκής, χωρίς παράλληλα να διαφαίνονται ουσιαστικές προοπτικές για τη χρονική επιμήκυνση του μηχανισμού στήριξης της ελληνικής οικονομίας από τους ευρωπαϊκούς εταίρους μέχρι το τέλος της δεκαετίας 2010». Τα παραπάνω, σύμφωνα με το Ινστιτούτο, εξηγούν γιατί «συντηρούνται τα
σενάρια αναδιαπραγμάτευσης του χρέους».
Η ελληνική οικονομία σε τροχιά βαθιάς ύφεσης
Οι αιτίες που οδήγησαν την ελληνική οικονομία στην προοπτική παρατεταμένης ύφεσης και μακροχρόνιου εργασιακού κραχ, σύμφωνα με την έκθεση του ΙΝΕ, είναι η
δανειακή μεγέθυνση της δημόσιας κατανάλωσης και της ιδιωτικής κατανάλωσης των υψηλών εισοδημάτων, οι
υπερτιμολογήσεις των κρατικών προμηθειών, οι
φοροαπαλλαγές προς τις επιχειρήσεις που στέρησαν από έσοδα τον κρατικό προϋπολογισμό, η
ανισοκατανομή του εισοδήματος, η
απελευθέρωση της φοροδιαφυγής και η κατάρρευση του μηχανισμού ελέγχου είσπραξης των εσόδων του κράτους, η
εισφοροδιαφυγή, η ευέλικτη, η αδήλωτη και
ανασφάλιστη εργασία κ.ά.
Στα κύρια χαρακτηριστικά της οικονομικής κρίσης και ύφεσης στην Ελλάδα συμπεριλαμβάνονται, εκτός από το δημόσιο έλλειμμα, το δημόσιο χρέος και το εξωτερικό έλλειμμα, η έντονη
ανισοκατανομή του εισοδήματος, η
υψηλή ανεργία, η τεχνολογική και καινοτομική
υποβάθμιση της παραγωγικής βάσης της χώρας και η
απαξίωση των γνώσεων και των δεξιοτήτων του εργατικού δυναμικού.
Πλέον, η ελληνική οικονομία μετά την επιβράδυνση της τετραετίας 2005-2008 και την
υποχώρηση του ΑΕΠ κατά 4% το 2009, βρίσκεται σε
βαθιά ύφεση και η αθροιστική μείωση του ΑΕΠ, σε σταθερές τιμές, κατά την τριετία
2009-2011 αναμένεται να ανέλθει σε
5,5%.
Οι
επενδύσεις παγίου κεφαλαίου από το 8% του ΑΕΠ το 2008
κατέρρευσαν κατά το 2009 - 2010 περίπου στο 3% του ΑΕΠ και μάλιστα οι ιδιωτικές επενδύσεις πάγιου κεφαλαίου κατά το 2008 - 2010 μειώθηκαν, για πρώτη φορά από το 1990, ακόμη και σε τρέχουσες τιμές κατά περίπου 30%. Οι δημόσιες επενδύσεις, ως ποσοστό του ΑΕΠ, διατηρούνται σχεδόν αμετάβλητες από το 2005 (ανέρχονται σε 3% του ΑΕΠ ετησίως). Η
μεγάλη μείωση των επενδύσεων κατά την περίοδο 2008 - 2010 και η αναμενόμενη πτώση του 2011 προέρχονται σε μεγάλο βαθμό από τη μείωση των επενδύσεων σε
κατοικίες.
Η
ιδιωτική κατανάλωση (σε σταθερές τιμές), μετά την αύξηση κατά 3,3% του 2007, παρουσίασε βαθμιαία επιβράδυνση στη διάρκεια του 2008, παρά ταύτα παρέμενε ακόμα ο κυριότερος κινητήρας της οικονομικής μεγέθυνσης. Κατά τη διετία 2009 - 2010 ο όγκος της ιδιωτικής κατανάλωσης
συρρικνώθηκε κατά 5,5%, κάτι που αναμένεται να συνεχιστεί το 2011 κατά 2,4%. Έτσι,
αθροιστικά στην τριετία 2009 - 2011 η συνολική μείωση θα ανέρχεται σε
8% έναντι του 2008 και το επίπεδο κατανάλωσης σε πραγματικούς όρους θα έχει επιστρέψει στο επίπεδο του πρώτου εξαμήνου του
2006.
Οι επιπτώσεις στο εισόδημα
Οι εργαζόμενοι αναμένεται να χάσουν σημαντικό τμήμα των αποδοχών τους μέσα στην τρέχουσα διετία (2010 - 2011). Από το 1999 έως σήμερα η αύξηση αποδοχών είχε οδηγήσει σε αύξηση της αγοραστικής δύναμης των μέσων αποδοχών κατά περίπου 20%. Το
ένα τέταρτο αυτής της προόδου που είχε συντελεστεί στη διάρκεια μίας δεκαετίας εκτιμάται ότι
θα αναιρεθεί εντός της διετίας 2010 - 2011.
Οι μέσες
ετήσιες αποδοχές του
2009 στην Ελλάδα ανέρχονταν σε
28.548 ευρώ έναντι 39.562 ευρώ κατά μέσο όρο στην Ε.Ε.-15. Μόνο σε τρεις χώρες (Κύπρο, Σλοβενία, Πορτογαλία) οι αποδοχές ήταν μικρότερες από ό,τι στην Ελλάδα. Οι διάμεσες ακαθάριστες
μηνιαίες αποδοχές στον ιδιωτικό τομέα και τις επιχειρήσεις άνω των 10 ατόμων για τους εργαζόμενους που απασχολούνται με πλήρες ωράριο ανέρχονταν το 2009 σε
1.550 ευρώ.
Έτσι, το
50% των πλήρως απασχολούμενων μισθωτών στην Ελλάδα αμείβονταν το
2009 με ακαθάριστες μηνιαίες αποδοχές
μικρότερες των 1.550 ευρώ. Η αγοραστική δύναμη του μέσου ακαθάριστου μισθού στην Ελλάδα κατά το 2009 ανερχόταν στο
82,4% του μέσου όρου της Ε.Ε.-15. Η αντίστοιχη αγοραστική δύναμη στην Πορτογαλία ήταν 65,7% της Ε.Ε.-15, ενώ το επίπεδο της Ισπανίας ήταν 84,3% της Ε.Ε.-15.
Ο
κατώτατος μηνιαίος μισθός σε ευρώ στην Ελλάδα συνεχίζει να
υστερεί έναντι των κατώτατων μισθών των
πλουσιότερων χωρών - μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στις οποίες ισχύει ο κατώτατος μισθός σε εθνικό επίπεδο) και ανέρχεται περίπου
στο 60% του αντίστοιχου κατώτατου μισθού της πρώτης κατηγορίας χωρών (Αγγλία, Γαλλία, Βέλγιο, Ολλανδία, Ιρλανδία και Λουξεμβούργο), ενώ βρίσκεται σε ευνοϊκότερη θέση έναντι του αντίστοιχου κατώτατου μισθού των χωρών της δεύτερης κατηγορίας χωρών (Πορτογαλία, Σλοβενία, Μάλτα, Ισπανία).
Ψέμα η πτώση ανταγωνιστικότητας λόγω κόστους εργασίας
Στο μεταξύ, την ώρα που το εισόδημα των μισθωτών καταρρέει, όχι μόνο εξαιτίας της μονομερούς περιοριστικής πολιτικής, αλλά και λόγω των μέτρων απορρύθμισης της εργασίας, «ο
ισχυρισμός ότι η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας επιδεινώθηκε εξαιτίας των αυξήσεων των μισθών αποδεικνύεται παντελώς
λανθασμένος». Σύμφωνα με το Ινστιτούτο, το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος στο σύνολο της ελληνικής οικονομίας κατά τη δεκαπενταετία
1995 - 2009, συγκρινόμενο με το αντίστοιχο μέγεθος των 35 βιομηχανικών χωρών,
αυξήθηκε συνολικά κατά
1%, ενώ το επίπεδο
ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας κατά την ίδια περίοδο επιδεινώθηκε κατά
26,8%. Κατά το 2009 το
μηνιαίο κόστος εργασίας στην Ελλάδα ανέρχεται στο 83% του μέσου αντίστοιχου κόστους στην Ε.Ε.-15 και η
παραγωγικότητα της εργασίας ανερχόταν στο 95% της Ε.Ε.-15.
Και όπως παρατηρούν οι συντάκτες της έκθεσης, η πολιτική του «ανταγωνιστικού αποπληθωρισμού» θα μπορούσε να επιτευχθεί «με απευθείας μείωση των τιμών
χωρίς να θιγούν οι μισθοί, εξαιτίας του γεγονότος ότι τα
περιθώρια κέρδους στη χώρα μας είναι
αυξημένα έναντι των άλλων ανεπτυγμένων χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης».
Ανεργία: ρεκόρ πεντηκονταετίας
Το 2009, σύμφωνα με τα στοιχεία της Έρευνας Εργατικού Δυναμικού (β’ τριμήνου), το ποσοστό ανεργίας διαμορφώθηκε από 7,6% (2008) στο 9,4% του εργατικού δυναμικού της χώρας και οι άνεργοι ανέρχονταν σε 442.000 άτομα, ενώ η αντίστοιχη αύξηση στην Ευρωπαϊκή Ένωση διαμορφώθηκε από 7,1% (2008) στο 8,9% (2009).
Το
ποσοστό ανεργίας, σύμφωνα με τις προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, αναμένεται να αυξηθεί σε 12% το 2010 και σε 13,2% το 2011, ενώ σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ σε 12,1% το 2010 και σε 14,3% το 2011. Όμως το Ινστιτούτο Εργασίας εκτιμά ότι το ποσοστό της πραγματικής ανεργίας θα υπερβεί το 20% (1 εκατ. άτομα), φθάνοντας στα υψηλότερα επίπεδα της πεντηκονταετίας.
Η
αύξηση της ανεργίας κατά το 2009 προήλθε από τη
μείωση της απασχόλησης κατά 1,2% αλλά και από την αύξηση κατά 0,8% του εργατικού δυναμικού της χώρας. Έτσι, σύμφωνα με τις προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, στην τριετία 2009-2011 θα έχουν χαθεί σωρευτικά
175.000 θέσεις εργασίας και ο αριθμός των απασχολουμένων θα έχει υποχωρήσει κατά μια πενταετία, δηλ. θα έχει επανέλθει στο επίπεδο του 2006.
Στα επίπεδα του 1968 οι μόνιμοι
Ενδεικτική για το προδιαγραφόμενο εργασιακό και κοινωνικό κραχ είναι και η επισήμανση του ΙΝΕ ότι για πρώτη φορά μετά το
1991 μειώνεται η
μισθωτή απασχόληση, μείωση που υπερβαίνει ακόμη και αυτή της
συνολικής μείωσης της απασχόλησης. Η
μείωση της μισθωτής απασχόλησης οφείλεται στη μείωση των
μόνιμα απασχολούμενων, οι οποίοι μειώνονται για πρώτη φορά από το
1968 καθώς ο αριθμός των προσωρινά, μερικά και
ευέλικτα απασχολουμένων αυξάνεται.
Η απασχόληση στον δημόσιο τομέα της οικονομίας (1.005.000 άτομα) αναλογεί στο
12,2% του συνόλου των απασχολουμένων και στο
34,4% του συνόλου των μισθωτών. Επιπρόσθετα στον δημόσιο τομέα απασχολείται το
11% του συνολικού αριθμού των
μερικώς απασχολουμένων και το 28% των προσωρινά απασχολουμένων (30.410 και 99.670 άτομα αντίστοιχα). Η μείωση που επήλθε στην απασχόληση της χώρας (2009) σε σχέση με τον προηγούμενο χρόνο (2008) κατά 50.215 άτομα οφείλεται κατά τα 2/3 στη μείωση του ιδιωτικού τομέα της οικονομίας (33.515 άτομα, 66,8%). Επιπλέον, οι εξελίξεις αυτές της απασχόλησης, τόσο στον ευρύτερο δημόσιο τομέα όσο και στον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας, αναφέρονται στη μείωση θέσεων πλήρους απασχόλησης και αύξησης θέσεων μερικής απασχόλησης