Η απλή και γραμμική προσέγγιση μας λέει ότι η υγειονομική τιθάσευση της πανδημίας οδηγεί στο «άνοιγμα» της αγοράς, στην επιστροφή της «κανονικότητας». Κάτι που άρχισε ήδη να γίνεται και όλοι ελπίζουμε ότι θα εξελιχθεί ομαλά με τη βοήθεια των μεγάλων υποστηρικτικών μηχανισμών της ΕΕ. Κυρίως του Ταμείου Ανάκαμψης και του πανδημικού προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ (PEPP). Παρόλα αυτά κανείς δεν μπορεί να αγνοήσει τις γερμανικές επιφυλάξεις για τα όρια της νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ σε συνδυασμό με τον ιστορικό φόβο του πληθωρισμού που βρίσκεται στα θεμέλια της νομισματικής ένωσης. Σταδιακά θα μειώνεται επίσης η ευκολία με την οποία χορηγούνται κρατικές ενισχύσεις από τις χώρες μέλη στις επιχειρήσεις τους, ανάλογα με τις δημοσιονομικές
δυνατότητες κάθε κράτους, καθώς σε αυτόν τον μηχανισμό βρίσκεται ο πυρήνας της αλλοίωσης των κανόνων του ανταγωνισμού στο εσωτερικό της ενιαίας αγοράς και άρα η πηγή της δημιουργίας νέων ενδοευρωπαϊκών ανισοτήτων.Όλοι μάλιστα σχεδόν θεωρούν δεδομένο ότι το Σύμφωνο Σταθερότητας, ακόμη και αν δεν τροποποιηθεί ρητά, με τη νομική έννοια του όρου, θα λειτουργεί με πιο ευέλικτο τρόπο, μετά τη λήξη της ισχύος της γενικής ρήτρας διαφυγής που ενεργοποίησε η πανδημία.
Άνοιξε όμως ήδη η συζήτηση για το δημόσιο χρέος, γύρω από δυο ( φαινομενικά τουλάχιστον) συγκρουόμενους άξονες:
Πρώτος άξονας είναι η διαφοροποίηση του «καλού χρέους» που προκάλεσε η ανάγκη ανάσχεσης των οικονομικών επιπτώσεων της πανδημίας από τα αλλά «στρώματα» δημοσίου χρέους (Μ. Ντράγκι). Δεύτερος άξονας, η υπενθύμιση ότι η δημοσιονομική ομοσπονδιοποίηση ( fiscal federalism) της ΕΕ με την έκδοση κοινού χρέους και ιδίως με παρόμοια μικρά επιτόκια δανεισμού, προϋποθέτει την αυστηρή εφαρμογή ενιαίων κανόνων δημοσιονομικής πειθαρχίας. Ο πάντα ευθύς και έγκυρος για τη γερμανική στρατηγική θεώρηση Β. Σόιμπλε, επικαλείται (Project Syndicate 16.4.2021) το αμερικανικό παράδειγμα, τη λεγόμενη Hamiltonian Moment, από το όνομα του Αλεξάντερ Χάμιλτον, ενός εκ των πατέρων του αμερικανικού Συντάγματος που ως υπουργός Οικονομικών της Ομοσπονδίας ανέλαβε τα χρέη των δημοσιονομικά «άσωτων» μεταξύ των τότε 13 πολιτειών, επιβάλλοντας όμως αυστηρούς κανόνες δημοσιονομικής πειθαρχίας.
Ο αμερικανικός fiscal federalism προϋποθέτει όμως και ένα μεγάλο και ισχυρό ομοσπονδιακό προϋπολογισμό που λειτουργεί αναδιανεμητικά μεταξύ των πολιτειών και δεν έχει καμία σχέση με το πάντα πολύ χαμηλό επίπεδο των ιδίων πόρων της ΕΕ και άρα το χαμηλό ύψος του ενωσιακού προϋπολογισμού. Ακόμη και μετά το Ταμείο Ανάκαμψης, ακόμη και μετά την έκδοση κοινού χρέους για την εν μέρει χρηματοδότησή του.
Πίσω από τη συζήτηση αυτή υφέρπει η μνήμη της Ντοβίλ. Της κοινής δήλωσης Μέρκελ - Σαρκοζί τον Οκτώβριο του 2010, για την υποχρέωση των αγορών να λαμβάνουν υπόψη τα θεμελιώδη οικονομικά δεδομένα κάθε χώρας μέλους της Ευρωζώνης στον καθορισμό των επιτοκίων δανεισμού της χωρίς να «παρασύρονται» από το ενιαίο πλαίσιο της Ευρωζώνης. Η δήλωση της Ντοβίλ συνετέλεσε τότε στον οριστικό εκτροχιασμό του πρώτου ελληνικού προγράμματος. Τώρα, χάρη στην πολιτική εύκολης ρευστότητας της ΕΚΤ/ Ευρωσυστήματος, τα επιτόκια έχουν συγκλίνει στο χαμηλότερο σημείο. Υπάρχει φτηνό χρήμα και ρευστότητα ανεξάρτητα από τη διαδρομή που αυτή ακολουθεί μεταξύ κρατών, τραπεζών και επιχειρήσεων. Το σχήμα όμως αυτό, όπως δείχνει η σχετικά πρόσφατη εμπειρία, είναι αρκετά εύθραυστο.
Η συζήτηση αυτή μας αφορά άμεσα. Η Ελλάδα είναι μεν θωρακισμένη μέσα στον υβριδικό χαρακτήρα του δημοσίου χρέους της, πρωτίστως χάρη στη μεγάλη τομή του 2012. Το χρέος της βρίσκεται σε μεγάλο βαθμό ακόμη στα χέρια των θεσμικών της εταίρων ( κυρίως του ESM) και όχι της αγοράς, το δε ετήσιο κόστος εξυπηρέτησής του είναι εντυπωσιακά χαμηλό. Όμως αυτό δεν αρκεί. Με την επάνοδο στην κανονικότητα θα επανέλθουν οι πιέσεις για έστω μικρά πρωτογενή πλεονάσματα. Η δε διεθνής περίσσεια κεφαλαίων σε συνδυασμό με την ποσοτική χαλάρωση της ΕΚΤ, θα αντικαθίσταται σταδιακά από μια πιο «σκληρή» και εξειδικευμένη ανά χώρα στάση των αγορών σε σχέση με τα επιτόκια, υπό το πρίσμα και των πραγματικών διεθνών εξελίξεων που θα καταγράφονται στο μέτωπο του πληθωρισμού.
Η «αποδιασωλήνωση» της ελληνικής οικονομίας από τους υποστηρικτικούς μηχανισμούς που έθεσε σε λειτουργία η πανδημία σε ευρωπαϊκό και εθνικό επίπεδο, είναι συνεπώς μια επιχείρηση πιο δύσκολη και πολύπλοκη από όσο φαίνεται δια γυμνού οφθαλμού. Δεν αρκεί το πολύ σημαντικό Ταμείο Ανάκαμψης με τις συγκεκριμένες προτεραιότητές του (την πράσινη και την ψηφιακή μετάβαση), ούτε οι ιδιωτικές επενδύσεις που μπορεί να χρηματοδοτηθούν μέσω αυτού. Δεν αρκεί η παράταση των πολιτικών ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ. Δεν αρκεί να δημιουργηθούν «υποδοχές» στήριξης και επανένταξης για όσους θα δουν τις επιχειρήσεις τους να κλείνουν ή τις θέσεις εργασίας τους να χάνονται μετά τη λήξη των ενισχυτικών μέτρων της περιόδου της πανδημίας.
Πρέπει επιπλέον να υπάρξει προετοιμασία για το δημοσιονομικό πλαίσιο μέσα στο οποίο θα κληθεί ή θα αναγκασθεί να κινηθεί η χώρα μετά την πανδημία. Δεν παραγνωρίζω ούτε την έκδοση μακροπροθέσμων ομολόγων, ούτε τη σχετική βελτίωση της καμπύλης των λήξεων των ελληνικών ομολόγων, ούτε την περαιτέρω μείωση του μέσου επιτοκίου, ούτε τις άλλες κινήσεις των τελευταίων μηνών, αν και μπορούσαν να γίνουν περισσότερα. Όλα αυτά συντηρούν τον υβριδικό χαρακτήρα του ελληνικού δημοσίου χρέους. Το κρίσιμο όμως ζήτημα είναι η ύπαρξη ενός συμφωνημένου και σαφούς πλαισίου με τον μεγάλο θεσμικό πιστωτή μας, δηλαδή τον ESM, το διοικητικό συμβούλιο του οποίου συμπίπτει με τη σύνθεση του Eurogroup.-
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου