Με την Μιράντα Ξαφά έχουμε τελείως διαφορετικές ιδεολογικές και πολιτικές διαδρομές, αλλά τα τελευταία χρόνια έχουμε συμπέσει. Και νομίζω πως ο κοινός παρανομαστής είναι ο ορθολογισμός και η υπευθυνότητα. Η υποχρέωση που έχουμε να λέμε τα πράγματα όπως είναι. Τεχνικά, και σε μεγάλο βαθμό πολιτικά, αλλά σίγουρα ιστορικά. Και χαίρομαι γιατί κάθε φορά που συζητάμε βρίσκουμε κοινά πεδία. Ιδίως δε στο θέμα του δημοσίου χρέους, έχουμε πλήρη ταύτιση. Ίσως έχετε δει το βιβλίο που εξέδωσα πριν λίγους μήνες, για τους μύθους και τις αλήθειες σε σχέση με το δημόσιο χρέος ( Επίκεντρο, 2017), εστιασμένο βέβαια στην εμπειρία της παρέμβασης του 2012 και στα όσα ακολούθησαν.
Το βιβλίο της κυρίας Ξαφά, στις εκδόσεις Παπαδόπουλος, στις μικρές εισαγωγές, είναι πιο γενικού αντικειμένου και πιο δύσκολο στη γραφή του- διότι δεν υπάρχει δυσκολότερο είδος
από τα εισαγωγικά κείμενα με τα οποία πρέπει να μυήσεις κάποιον υποτίθεται «αμύητο» ή κατά τεκμήριο, μη ενημερωμένο αναγνώστη, σε ένα θέμα το οποίο είναι πολύπλοκο. Αυτό είναι απαιτητικό και εύθραυστο και χαίρομαι γιατί το επιχείρησε η κα. Ξαφά με τη βαθιά γνώση που έχει αλλά και την εμπειρία, την πρακτική αντίληψη των θεμάτων.
Όταν έγινα για πρώτη φορά βουλευτής και υπουργός, στην τελευταία κυβέρνηση Ανδρέα Παπανδρέου, το φθινόπωρο του 1993, ο πληθωρισμός έτρεχε με 14% και το μέσο επιτόκιο χορηγήσεων, δηλαδή το επιτόκιο με το οποίο μπορούσε να δανειστεί μια επιχείρηση από το ελληνικό τραπεζικό σύστημα ήταν 25%. Ξεκίνησα την πολιτική μου διαδρομή με τη στενή έννοια του όρου - δεν αναφέρομαι στα προηγούμενα, στο φοιτητικό κίνημα κοκ - με μία προσπάθεια προσαρμογής της ελληνικής οικονομίας στην ήδη αποφασισμένη πολιτικά τότε επιδίωξή μας να ενταχθούμε στην οικονομική και νομισματική ένωση. Σας θυμίζω ότι το καλοκαίρι του 1992, το ΠΑΣΟΚ υπερψήφισε τη Συνθήκη του Μάαστριχτ στη Βουλή των Ελλήνων, όπως και ο τότε μικρός Συνασπισμός.
Η τελευταία κυβέρνηση Α. Παπανδρέου και η κυβέρνηση Σημίτη μέχρι το 2000, πέτυχαν αυτή την ένταξη στη νομισματική ένωση, με τους όρους που έγινε, με φυσική εισαγωγή του ευρώ το 2001. Και πράγματι εκεί έχουμε μια μεγάλη τομή στην Ιστορία της Μεταπολίτευσης και κυρίως στην καμπύλη του δημοσίου χρέους. Πρέπει όμως να θυμόμαστε πάντα και τις πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες μέσα στις οποίες έχουν συντελεστεί τα γεγονότα.
Για να είμαι σύντομος κι ως εκ τούτου κάπως αυθαίρετος βεβαίως, θα επιλέξω δύο τομές.
Η μία τομή είναι η ένταξη στην νομισματική ένωση, η ένταξη στη ζώνη του ευρώ - τι έγινε πριν, τι έγινε μετά. Η δεύτερη τομή είναι το σημείο εκείνο στο οποίο χάνεται πλήρως ο έλεγχος της δυναμικής του δημοσίου χρέους. Ας θέσουμε ως ένα τέτοιο ψυχολογικό και λίγο πολύ και χρηματο-οικονομικό όριο το 100% του ΑΕΠ και όχι βέβαια το 60% που είναι ο ιδεώδης στόχος του συμφώνου σταθερότητας.
Από το 1994, πριν ακόμη το σχηματισμό της κυβέρνησης Σημίτη, μέχρι το 2007, η καμπύλη του δημοσίου χρέους είτε δραχμικά εκφραζομένου είτε σε ευρώ, σε απόλυτους αριθμούς, ως ποσοστό του ΑΕΠ δεν ξεπερνά το 99%. Μετά το 2007 έχουμε εκτίναξη πέραν του 99%. Αυτή είναι μια δεύτερη τομή που πρέπει να έχουμε υπόψη μας.
Και αν θα έπρεπε να κάνω και μια τρίτη διάκριση η οποία δεν είναι τυπική, αριθμητική αλλά έχει σχέση με τις πολιτικές αντιλήψεις, θα έλεγα ότι έχουμε μια μεγάλη περίοδο μέχρι το 2010, μειωμένης επίγνωσης των ζητημάτων του χρέους. Και μια δεύτερη περίοδο μετά το 2010 όπου αποκτούμε, σε όσο βαθμό είναι αυτό εφικτό, πραγματική επίγνωση της σημασίας που έχει η έννοια του δημοσίου χρέους, η δημοσιονομική σταθερότητα και αρχίζουμε να σκεφτόμαστε με άλλο τρόπο. Τουλάχιστον ένα σημαντικό τμήμα της κοινωνίας.
Παρόλα αυτά εξακολουθεί η μεγάλη σύγκρουση στο ζήτημα του δημοσίου χρέους, να είναι η σύγκρουση ανάμεσα στον ορθολογισμό και τη συνωμοσιολογία. Η σύγκρουση ανάμεσα σε μία υπεύθυνη και σε μία δημοσιονομικά λαϊκιστική αντίληψη. Η σύγκρουση ανάμεσα στο μύθο και την αλήθεια. Στην πραγματικότητα υφέρπει μια άλλη σύγκρουση η οποία είναι γενετική στο ελληνικό έθνος και στην ελληνική κοινωνία: η σύγκρουση ανάμεσα σε όσους θεωρούν ότι ‘‘το χρέος είναι ένα εξωγενές στοιχείο το οποίο οφείλεται στους κακούς ξένους οι οποίοι είναι τοκογλύφοι και μας ρουφούν το αίμα’’ και μια ενδογενή αντίληψη στην οποία καταλογίζεται ευθύνη εσωτερική σε πολιτικούς χειρισμούς, πολιτικές αποφάσεις, κοινωνικές συμπεριφορές, τον τρόπο οργάνωσης της δημοσιονομικής διαχείρισης.
Το ανεξάρτητο ελληνικό κράτος γεννιέται με δημόσιο χρέος. Γεννιέται με δημόσιο χρέος μέσα από τα δάνεια της ανεξαρτησίας. Αλλά από την άλλη μεριά- υπάρχει μια ετερογονία των σκοπών- το γεγονός ότι το επαναστατημένο Έθνος μπορεί και δανείζεται έστω με τοκογλυφικούς και καταπλεονεκτικούς όρους, στην τότε αγορά κεφαλαίων, με επίκεντρο το Λονδίνο, είναι μια πράξη ανεξαρτησίας. Είναι μια επένδυση στην πολιτική εκτίμηση ότι θα υπάρξει ένα ανεξάρτητο Έθνος, το οποίο θα γεννηθεί χρεωμένο αλλά ανεξάρτητο. Γιαυτό και το δημόσιο χρέος είναι κυρίαρχο χρέος ( sovereign debt ).
Έχει λοιπόν πολύ μεγάλη σημασία να δούμε ότι πάντοτε, στην παγκόσμια οικονομία μετά τον εκχρηματισμό της, και σίγουρα στην ελληνική Ιστορία, η σύγκρουση ήταν μια σύγκρουση γύρω από την κυριαρχία, σε σχέση με το χρέος. Αυτό όμως φαινότανε μόνο στις στιγμές χρεοκοπίας. Δεν φαινόταν στις ομαλές περιόδους. Ομαλή περίοδος είναι, όπως είπαμε και προηγουμένως, με τις παρεμβολές που έκανε η κα. Ξαφά όταν μιλούσε ο Δήμαρχος, η περίοδος αναχρηματοδότησης, εξυπηρέτησης του χρέους και απομείωσης του μέσα από την ονομαστική διόγκωση του ΑΕΠ. Αυτή είναι και η πιο σύγχρονη αντίληψη για το χρέος. Τα χρέη δεν πληρώνονται. Δεν πρόκειται να πάνε ποτέ οι ΗΠΑ σε ένα διεθνές παγκόσμιο ταμείο, σε ένα γκισέ δηλαδή, όχι στο ΔΝΤ, και να πληρώσουν 20 τρισεκατομμύρια δολάρια χρέος. Ή να εξοφλήσουν τα ομόλογά τους ή τα δάνεια τους στις κινέζικες η άλλες τράπεζες.
Το χρέος απομειώνεται επειδή η μεγέθυνση του ΑΕΠ αλλάζει τον παρανομαστή. Εφόσον έχεις την ικανότητα να το εξυπηρετείς και να το αναχρηματοδοτείς με επιτόκια τα οποία είναι λογικά και δεν το εκτροχιάζουν. Διότι αν αυξηθεί το επιτόκιο εκτροχιάζεται φυσικά η δυναμική του χρέους. Το μέσο επιτόκιο και η μέση διάρκειες είναι οι κρισιμότερες παράμετροι της παρούσας αξίας του δημοσίου χρέους.
Αυτό λοιπόν δεν το συνειδητοποιείς υπό συνθήκες φυσιολογικές. Το συνειδητοποιείς μόνο τις στιγμές της χρεοκοπίας. Αν οι στιγμές της χρεοκοπίας ξεπεραστούν, όπως έγινε επί των ημερών του Χαρίλαου Τρικούπη, όπως έγινε μετά, το 1932, στη δίνη της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης κοκ, το ξεχνάς. Και εμείς τώρα είμαστε στο μεταίχμιο μεταξύ του να συντηρήσουμε την επίγνωση ή να «ξεχάσουμε» την ύπαρξη του χρέους.
Όμως σε ένα μεγάλο τμήμα της κοινωνίας, που πιστεύει πως υπάρχει μια παγκόσμια συνωμοσία κατά του ελληνισμού, που πιστεύει ότι μας ψεκάζουν, που πιστεύει πως δεν πρέπει να εμβολιαζόμαστε, που πιστεύει πως έχει ανακαλυφθεί το φάρμακο του καρκίνου και μας το κρύβουν, επικρατεί, και αυτό εκφράζεται και στο πολιτικό σύστημα, μία αντίληψη συμπαγής, περί «επονείδιστου χρέους». Η αντίληψη περί επονείδιστου χρέους νομικά είναι πάρα πολύ συγκεκριμένη. Το διεθνές οικονομικό δίκαιο, ορίζει ως «επονείδιστο χρέος» το χρέος το οποίο σχηματίζεται σε αυταρχικά καθεστώτα, από δικτατορικές κυβερνήσεις, εν γνώση των δανειστών ότι συναλλάσσονται με μη νομιμοποιημένους δημοκρατικά κυβερνώντες, με δικτάτορες, για να διευκολυνθεί ο προσωπικός πλουτισμός τους. Αυτός είναι ο ορισμός του επονείδιστου χρέους.
Αυτή λοιπόν η εξωγενής αντίληψη αποδέχεται ότι το χρέος πρέπει να διαγραφεί ή έστω να αναδιαρθρωθεί, με πολύ γενναιόδωρο τρόπο, εξωγενώς, με πολιτικό βολονταρισμό, με μια πολιτική απόφαση, με μία διεθνή διάσκεψη, και ότι αυτό δεν συνιστά ευθύνη της κοινωνίας, ευθύνη του εσωτερικού πολιτικού συστήματος ... άρα, «λύστε μας το ζήτημα του χρέους γιατί μπορεί από ένα σημείο και μετά να αποτελούμε και συστημικό κίνδυνο». Άρα αν χρωστάς, σε αντίθεση με αυτό που είπε ο Γιάννης Μπουτάρης, καλό είναι να χρωστάς πολλά για να είσαι συστημικός κίνδυνος, δηλαδή κίνδυνος μετάδοσης της κρίσης.
Αυτό είναι το τέχνασμα με το οποίο κινήθηκε όλη η αντιμνημονιακή αντιπολίτευση, δηλαδή ο εγχώριος δημοσιονομικός εθνικολαϊκισμός, επί πάρα πολλά χρόνια. Και κυρίως από το 2010 και μετά. Με μια θεωρία ότι θα έπρεπε το ζήτημα του χρέους να λυθεί ως εξωγενές πρόβλημα και όχι ως ενδογενές πρόβλημα που αφορά τη σχέση μας με τις διεθνείς αγορές και με τους θεσμικούς μας εταίρους, αλλά πρωτίστως αφορά εμάς τους ίδιους. Έτσι αντιμετωπίζονται τα θέματα του δημοσίου χρέους.
Αντιλαμβανόμαστε προφανώς όλοι μας ότι το δημόσιο χρέος είναι το αποτέλεσμα της συσσώρευσης των ετησίων δημοσιονομικών ελλειμμάτων. Πρωτίστως των πρωτογενών ελλειμμάτων αλλά βεβαίως και των δημοσιονομικών, όταν δεν μπορείς καν να εξυπηρετήσεις χωρίς δανεισμό το χρέος σου. Και βεβαίως εκεί εντάσσονται και πολλά άλλα μεγέθη, οι εγγυήσεις ας πούμε του ελληνικού δημοσίου, και υπάρχει και μη καταγεγραμμένο χρέος το οποίο είναι κρυφό και το οποίο, για παράδειγμα, αφορά την καθυστέρηση στην εξυπηρέτηση των ληξιπροθέσμων οφειλών του δημοσίου, στη μη καταβολή συντάξεων, στη μη επιστροφή του ΦΠΑ, κοκ. Άρα έχεις ένα μέγεθος το οποίο συγκροτείται ως μέγεθος καταρχάς της κεντρικής κυβέρνησης. Δηλαδή αυτού που ορίζεται δημοσιονομικά και στατιστικά «κεντρική κυβέρνηση», που είναι κάτι παραπάνω από το στενό δημόσιο, σύμφωνα με τον ορισμό του διοικητικού δικαίου. Και έχεις και το χρέος της γενικής κυβέρνησης, που είναι ο ευρύτατος δημόσιος τομέας πλέον, ο στατιστικά κι όχι απλώς και μόνο δημοσιονομικά οριζόμενος δημόσιος τομέας – υπάρχουν ορισμένες διαφορές οι οποίες είναι χαρακτηριστικές, ιδίως τώρα. Άρα πάντα ασχολούμαστε με τα μεγέθη του χρέους της γενικής κυβέρνησης, δηλαδή του ευρύτατου κύκλου οντοτήτων που καταγράφεται το χρέος τους και εντάσσονται σε ένα σύστημα ενδοκυβερνητικών συναλλαγών.
Το 2010 άρχισε η απεγνωσμένη προσπάθεια να αποφύγουμε την ασύντακτη χρεοκοπία, διότι σταμάτησε η πρόσβαση στις αγορές. Σταμάτησε η πρόσβαση στις αγορές για πολλούς και διάφορους λόγους. Διότι σταδιακά συνειδητοποίησαν οι εταίροι και οι αγορές ότι δεν μπορεί να σταθεί η ευρωζώνη ως μια οντότητα νομισματική με την εικονική κατασκευή των ίσων όρων δανεισμού των κρατών μελών. Συνειδητοποίησαν ότι δεν μπορεί να ισχύουν τα χαμηλά επιτόκια για όλους, και μάλιστα τα ίδια χαμηλά επιτόκια. Δεν μπορεί η Ελλάδα να δανείζεται με όρους παραπλήσιους με τη Γερμανία.
Αυτή είναι η βασική τομή η οποία έχει συντελεστεί. Κι αυτή η τομή έχει πλέον οριστικοποιηθεί και επισημοποιηθεί. Αυτή είναι η τομή που άρχισε να γίνεται από το 2010. Αυτή είναι η τομή της περιβόητης Ντοβίλ το φθινόπωρο του 2010. Είναι και το τέλος του πρώτου προγράμματος. Η αδυναμία ολοκλήρωσης του πρώτου προγράμματος στήριξης. Και αυτή είναι η σύγκρουση τώρα στη συζήτηση για το μέλλον της οικονομικής διακυβέρνησης της ευρωζώνης.
Μπορεί να υπάρχει μια γοητευτική ρητορεία του προέδρου Μακρόν. Μπορεί να υπάρχει μια εξισορροπητική ρητορεία του προέδρου Γιούνκερ. Αλλά το άτυπο σημείωμα του γερμανικού υπουργείου οικονομικών με το οποίο αποχαιρέτισε το Eurogroup ο Β. Σόιμπλε υπογραμμίζει αυτό. Ότι πρέπει να υπάρχει ίδιος κίνδυνος των πιστωτών όταν δανείζουν κράτη τα οποία έχουν το δικό τους country risk. Δεν υπάρχει ενιαίο country risk της ευρωζώνης αλλά των επιμέρους κρατών.
Αυτή είναι η μεγάλη τομή που έχει γίνει λόγω της κρίσης. Όλα τα άλλα είναι δευτερεύοντα στοιχεία τα οποία εξαρτώνται από αυτή τη μεγάλη διαφοροποίηση, από αυτή τη μεγάλη ανισότητα. Και το μεγάλο στοίχημα για την ευρωζώνη είναι αν υπό τέτοιους όρους τώρα, χωρίς την ψευδαίσθηση των εξίσου χαμηλών επιτοκίων δανεισμού, και παρά την ύπαρξη μηχανισμών καινούργιων όπως είναι ο ESM και η πιθανή μετατροπή του σε ευρωπαϊκό νομισματικό ταμείο μπορεί να προωθηθούν αλλαγές στην οικονομική διακυβέρνηση της ευρωζώνης. Σημειώνω ιδιαίτερα τη διασύνδεση μεταξύ ΕΚΤ και ESM. Η συνύπαρξη αυτών των δύο οντοτήτων διασφαλίζει την ανεξάντλητη ρευστότητα, την χωρίς όριο ρευστότητα. Αντίστοιχη με τη ρευστότητα που μπορεί να διασφαλίζει η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των Ηνωμένων Πολιτειών ή η Τράπεζα της Αγγλίας. Η συνύπαρξη αυτών των δύο οντοτήτων. Αυτό είναι το μεγάλο θέμα και για το μέλλον.
Πολλά κρίνονται στο γεγονός ότι υπήρξε μια συκοφαντική εκστρατεία, μία εκστρατεία άρνησης του εμβολιασμού, γιατί περί αυτού πρόκειται, άρνησης των ιατρικών μεθόδων διάσωσης, το 2012, όταν κάναμε τη μεγάλη τομή στο χρέος. Όταν κουρέψαμε το χρέος ονομαστικά κατά 109 δισεκατομμύρια καθαρά, κατά 50% του ΑΕΠ, και προκαλέσαμε μείωση σε παρούσα αξία άλλα τόσα, δηλαδή άλλα 50% του τότε ΑΕΠ, υπήρξε μια άρνηση να γίνει αυτό αποδεκτό. Αυτή η άρνηση κόστισε στη χώρα την περιπέτεια την οικονομική, την πολιτική, την αναπτυξιακή, την κοινωνική, που έχει αρχίσει από τον Ιανουάριο του 2015 και συνεχίζεται μέχρι τώρα. Το πρώτο εξάμηνο είναι το εξάμηνο Βαρουφάκη – Τσίπρα, το οποίο είναι ωμά καταστροφικό. Τα επόμενα 2,5 χρόνια είναι καταστροφικά λόγω της κακής συμφωνίας. Ποια είναι η κακή συμφωνία; Είναι τα υπερπλεονάσματα. Η ιστορία των υπερπλεονασμάτων. Το εξήγησα πολλές φορές και στη Βουλή.
Είχαμε στόχο το 2016 0,5% (μισό τοις εκατό) πρωτογενές πλεόνασμα. Μισό τοις εκατό είναι, με το σημερινό ΑΕΠ, εννιακόσια εκατομμύρια. Τι πετύχαμε; Πετύχαμε 3,7% τελικώς πρωτογενές πλεόνασμα. Άρα παραπάνω 3,2%. Άρα παραπάνω 6 δισεκατομμύρια τα οποία τραβήχτηκαν από την οικονομία, από την ανάπτυξη. Από τη δυνατότητα να δημιουργείς δουλειές. Να δημιουργείς πλούτο και θέσεις εργασίας. Το 2017 είχαμε στόχο το 1,75%. Αντί για 1,75% έχουμε 2,4%. Το 2018 όμως ο στόχος είναι 3,5%. Συνεχίζει δηλαδή αυτή η αφαίμαξη και η αναδιανομή της μιζέριας σε αυτούς που τους τα έχεις πάρει μέσα από το ΦΠΑ των τροφίμων, μέσα από το καλάθι της νοικοκυράς ή μέσα από τη μείωση των συντάξεων ή μέσα από την κατάργηση του ΕΚΑΣ.
Τώρα οι κυβερνώντες ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ έχουν προσαρμοστεί. Τώρα έχουν ως στέμμα της κεφαλής τους και ως τοτέμ ενώπιον του οποίου προσκυνούν, την παρέμβαση του 2012. Όλες οι παραμετρικές αλλαγές που βελτιώνουν το χρέος σε παρούσα αξία, δεν αφορούν το τρίτο πρόγραμμα, το πρόγραμμα της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ. Αφορούν το δεύτερο πρόγραμμα. Δηλαδή αφορούν τη σύμβαση που υπέγραψα με τον κ. Ρέγκλινγκ τον Φεβρουάριο του 2012. Αυτή η σύμβαση παράγει τις μειώσεις μέχρι και τώρα. Αυτή είναι η μήτρα των μειώσεων.
Και τώρα το θέμα είναι, πώς θα βγει η χώρα από το τρίτο μνημόνιο, υπό ποιές συνθήκες θα βγει η χώρα τον Αύγουστο του 2018; Λέει το αφήγημα τώρα: ‘‘εμείς είμαστε πολύ καλά παιδιά, έχουμε υπερπλεόνασμα, δημιουργούμε ένα δικό μας cash buffer, ταμειακά διαθέσιμα, έχουμε τη δική μας προληπτική πιστωτική γραμμή, θα έχουμε μαζεμένα καμιά δεκαπενταριά δισεκατομμύρια και άρα θα πάμε χωρίς ενισχυμένη προληπτική πιστωτική γραμμή, - όπως θέλαμε εμείς το Νοέμβριο του 2014- , να ζητήσουμε από τις αγορές να μας αναχρηματοδοτούν’’. Αυτό σημαίνει αύξηση του μέσου επιτοκίου. Γιατί τώρα τα επιτόκια είναι χαριστικά. Είναι εξαιρετικά φιλικά, γενναιόδωρα, τα επιτόκια για το 85% του χρέους. Αυτό το σχήμα λοιπόν είναι ένα σχήμα το οποίο βασανίζει την οικονομία, την υπονομεύει αναπτυξιακά. Στην πραγματικότητα υπονομεύει την καμπύλη του χρέους μέχρι το 2060 γιατί υπολογίζει το ΔΝΤ τώρα ότι η μέση αύξηση κατά έτος θα είναι μόλις 1% μέσα από αυτές όλες τις εξελίξεις. Και για να μπορεί να πει ένας πολιτικός ότι ξέρετε δεν υπογράφω μια προληπτική πιστωτική γραμμή αλλά έχω ένα δικό μου cash buffer, εξοντώνουμε την πραγματική οικονομία. Αυτό είναι το θέμα επί του οποίου θα συζητήσει η χώρα και θα διαπραγματευθεί εν όψει του Αυγούστου του 2018.
Άρα λοιπόν το βιβλίο της κυρίας Ξαφά, η ανάλυση που κάνει, οι συζητήσεις που κάνουμε, αυτή η σχεδόν ιεραποστολική προσπάθεια την οποία κάνουν λίγοι άνθρωποι στη χώρα, να εξηγήσουν τι πράγματι συμβαίνει, είναι ο πρόλογος για το εθνικό σχέδιο εξόδου από την κρίση.
Δεν μπορεί να υπάρξει εθνικό σχέδιο εξόδου από την κρίση με μια ψευτό-βολονταριστική προσέγγιση η οποία χειρίζεται κατά αυτό το τρόπο την έννοια του χρέους και όλα όσα συναρτώνται με αυτήν. Αυτό είναι το μεγάλο στοίχημα. Επ’ αυτού πραγματική συζήτηση δεν διεξάγεται. Και δυστυχώς δεν διεξάγεται γιατί ούτε η αντιπολίτευση θέτει τα ζητήματα με τον τρόπο που οφείλει να τα θέσει. Δηλαδή ποια είναι η ουσία τους, τι διακυβεύεται.
Διακυβεύεται, λοιπόν, μία προοπτική καθήλωσης στη στασιμοχρεοκοπία. Στην επιφάνεια του νερού χωρίς να βυθίζεσαι αλλά και χωρίς να απογειώνεσαι. Αυτό είναι το μεγάλο θέμα. Και με ένα άγχος συνεχών διακανονισμών να είσαι εξαρτημένος από την αγορά.
Κλείνω με τη φράση αυτή. Πότε λοιπόν το κυρίαρχο κράτος που έχει «κυρίαρχο χρέος» και εκδίδει «κυρίαρχα ομόλογα» (αν μιλούσαμε στα αγγλικά αυτό το επίθετο θα χρησιμοποιούσαμε) είναι πιο κυρίαρχο; Όταν δανείζεται από τους εταίρους του ή όταν δανείζεται από τις αγορές; Σε συνθήκες κρίσης, όταν δανείζεται από τους εταίρους του που το δανείζουν πιο φτηνά, επειδή έχεις το πλεονέκτημα της νομισματικής ένωσης. Παραδόξως όμως, η κυριαρχία δικαιώνεται στην αγορά. Σας το λέω εγώ που είμαι σοσιαλδημοκρατικής παιδείας και αντιλήψεων. Δικαιώνεται στην αγορά. Πρέπει λοιπόν εκεί να μπορείς να αποδείξεις ότι είσαι κυρίαρχος, διαμορφώνοντας συνθήκες δανεισμού οι οποίες σου διασφαλίζουν το μέλλον σου. Το μέλλον της πραγματικής οικονομίας όμως. Γιατί όλα αυτά ενδιαφέρουν όλους τους πολίτες επειδή συναρτώνται με την πραγματική οικονομία. Επειδή είναι η προϋπόθεση για την πραγματική οικονομία.
Και το κλού: Αυτό το cash buffer, τα λεφτά αυτά, είναι ένα σύστημα χειρισμών που τελεί υπό την αίρεση των ομαλών εξελίξεων στο τραπεζικό σύστημα της χώρας. Διότι αν προκύψει οποιαδήποτε ανάγκη περαιτέρω κεφαλαιακής ενίσχυσης των τραπεζών, θα υπάρξει μια έντονη σύγκρουση ανάμεσα στις ανάγκες του τραπεζικού συστήματος και τις δημοσιονομικές ανάγκες του κράτους να έχει το cash buffer. Γιατί στην πραγματικότητα τα λεφτά είναι περιορισμένα, είναι αυτά τα οποία είναι. Άρα πρέπει να κάνεις μετά άλλου τύπου σταθμίσεις οι οποίες μπορούν να ανατρέψουν οποιαδήποτε μικροκομματική αντίληψη και λογική και οποιοδήποτε τέχνασμα. Εμείς καταφέραμε να κρατήσουμε το τραπεζικό σύστημα της χώρας όρθιο, τη χώρα όρθια, κι αυτό συνέβη μέχρι το 2014. Τώρα, ενώ έχουμε την αίσθηση ότι τελειώνει αυτό και βγαίνουμε το 2018 σε μια άλλη περιοχή, μπορεί ξαφνικά η περιοχή αυτή να έχει μεγαλύτερα προβλήματα από ότι υποθέτει κανείς δια γυμνού οφθαλμού. Εφόσον έχει κανείς τη δυνατότητα να καταλαβαίνει τι συμβαίνει.-
https://www.evenizelos.gr/413-speeches/conferences-events/conferencespeech2017/5695-omilia-ev-venizelou-stin-parousiasi-tou-vivliou-tis-m-ksafa-dimosio-xreos.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου