Το ιστορικό «Ολύμπιον», στην πλατεία Αριστοτέλους της Θεσσαλονίκης, χτίστηκε το 1938, σχεδιασμένο από τον Ζακ Μωσσέ, με στοιχεία εμπνευσμένα από πλατείες του Παρισιού, της Ρώμης και της Αλεξάνδρειας. Επί δεκαετίες υπήρξε το στολίδι της πόλης, στεγάζοντας, από το 1951, το ομώνυμο καφέ. Ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Μάνος Χατζιδάκις, η Ειρήνη Παππά και η Τζένη Καρέζη ήταν ανάμεσα στους τακτικούς θαμώνες του. Σήμερα, καθώς παραμένει κλειστό και αντιμετωπίζει ένα θηριώδες ενοίκιο, της τάξης των 40.000 ευρώ το μήνα, το «Ολύμπιον», σύμφωνα με πληροφορίες, ετοιμάζεται να γίνει McDonald’s. Η διεθνής αλυσίδα φέρεται να έκανε πρόταση γύρω στα 1,2 εκατ. ευρώ σε ετήσια βάση, ή αντίστοιχη οικονομική συμφωνία για την μίσθωση. Οπως θα έλεγαν και οι Αμερικάνοι, «beat that»! Πολύ δύσκολα οποιαδήποτε ελληνική εταιρεία, ακόμη και από τις μεγάλες
αλυσίδες, θα μπορούσε να ισοφαρίσει ή να ξεπεράσει αυτήν την προσφορά. Γιατί το κάνει η McDonald’s; Επειδή μπορεί, είναι η βασική απάντηση. Αλλά και επειδή θέλει να επιστρέψει στο ιστορικό κέντρο της Θεσσαλονίκης. Το πρώτο McDonald’s άνοιξε το 1994 στη συμβολή Εγνατίας και Αγίας Σοφίας. Οπως και άλλες μεγάλες αλυσίδες γρήγορου φαγητού, δεν τα κατάφερε να εδραιωθεί, σε μια πόλη που φημίζεται για την τοπική της κουζίνα. Το τελευταίο κατάστημα έκλεισε στις 31 Ιουλίου 2013, σηματοδοτώντας την προσωρινή αποχώρηση της αλυσίδας από τη συμπρωτεύουσα. Δεν το έβαλε κάτω, όμως. Το 2015 επέστρεψε και σήμερα λειτουργούν τέσσερα καταστήματά της σε όλη τη Θεσσαλονίκη. Κανένα, όμως, στην πλατεία Αριστοτέλους. Είναι, πέρα από θέμα εσόδων και θέμα γοήτρου. Remaining Time-0:20 Fullscreen Unmute Προσβάλει το κόκκινο «Μ» την αισθητική μας; Η προοπτική της μετατροπής του «Ολύμπιον» σε McDonald’s, αναμενόμενα άναψε τη συζήτηση στη Θεσσαλονίκη. Η συζήτηση αυτή περιστρέφεται κυρίως γύρω από τον πολιτιστικό και τον αισθητικό άξονα: Το μεγάλο κόκκινο «Μ» θα «μαγαρίσει» αισθητικά την ιστορική πλατεία, λένε κάποιοι. Δεν έχουν άδικο να ανησυχούν: Η Πλατεία Αριστοτέλους είναι ένας από τους λίγους ενιαία σχεδιασμένους δημόσιους χώρους στην Ελλάδα, έχει αυστηρή αρχιτεκτονική συνοχή σε νεοκλασικά πρότυπα, ανήκει σε ζώνη προστασίας από το ΥΠΠΟ και έχει κανονισμούς για τις όψεις και χρήσεις. Η McDonald’s από την πλευρά της μπορεί να δημιούργησε ένα κατ’ εξοχήν σύμβολο της μετανεωτερικότητας στην αισθητική, αυτό παραμένει όμως πολύ «φωνακλάδικο» για σημεία όπως η Πλατεία Αριστοτέλους και ενδέχεται να δημιουργήσει αισθητική δυσαρμονία. Εκτός αν προσαρμοστεί. Υπάρχει προηγούμενο: Σε ιστορικά ή τουριστικά σημεία παγκοσμίως, όπως το Λούβρο και η Πιάτσα ντι Σπάνια, καταστήματα McDonald’s λειτουργούν μεν, με ελάχιστο εξωτερικό branding, και σεβασμό στην τοπική αρχιτεκτονική δε. Το ίδιο μπορεί να γίνει και στη Θεσσαλονίκη, εάν η η πρόσοψη ακολουθήσει τους όρους του ΚΑΣ/ΥΠΠΟ, δεν τοποθετηθούν έντονα φώτα, επιγραφές ή πλαστικά στοιχεία που αλλοιώνουν τη συνολική εικόνα, υπάρξει σχεδιαστική διακριτικότητα και βέβαια εάν η λειτουργία του είναι ήσυχη, χωρίς θόρυβο, εκτεταμένα τραπεζοκαθίσματα ή ρύπανση. Πολλά «εάν» για μια χώρα σαν την Ελλάδα, που δικαίως αγχώνεται ότι οι κανόνες που η ίδια θέτει, είναι πολύ πιθανό να μην τηρηθούν. Από την άλλη πλευρά, υπάρχουν και θέματα συμβολισμού. Το «Ολύμπιον» δεν είναι ένα τυχαίο κτήριο: Είναι ένα ζωντανό σύμβολο του πολιτισμού της Θεσσαλονίκης, στεγάζοντας και το Φεστιβάλ Κινηματογράφου. Η McDonald’s από την πλευρά της συμβολίζει την εικονικότητα αντί της ουσίας και τη μαζική κουλτούρα ως «νέα κανονικότητα». Το «Μ» της είναι σύμβολο μαζικοποίησης, παγκοσμιοποίησης και πολιτιστικής ισοπέδωσης, ακριβώς το αντίθετο δηλαδή από αυτό που εκπροσωπούσε πάντα το «Ολύμπιον». Ο Ουμπέρτο Εκο είχε γράψει για το «Disneyland effect»: «Είναι ένας κόσμος που προτιμάει τα σημεία της πλαστικής πραγματικότητας (π.χ. McDonald’s) από το πρωτότυπο (π.χ. τοπική κουζίνα)». Κουζίνα, είπαμε, όμως κι ερχόμαστε σε ένα κρίσιμο ερώτημα: Η Ελλάδα προτιμάει αυτήν την «πλαστική γευστική πραγματικότητα»; Η αγωνία της πολυεθνικής μπροστά στο σουβλάκι Μέχρι στιγμής η απάντηση είναι κατηγορηματικά «όχι». Σύμφωνα με τα οικονομικά στοιχεία (που δεν λένε ποτέ ψέματα, σε αντίθεση με το μάρκετινγκ), οι ελληνικές αλυσίδες γρήγορου φαγητού (Goody’s, Everest, Γρηγόρης) καταλαμβάνουν σημαντικά μεγαλύτερο μερίδιο σε σχέση με τις ξένες, αλλά την μεγαλύτερη κατηγορία σε αριθμό καταστημάτων και τζίρους αποτελούν, χωρίς αμφιβολία, οι ανεξάρτητες ψησταριές· το αθάνατο συνοικιακό σουβλατζίδικο έχει μερίδιο 50%-60% της αγοράς, που δεν το αγγίζουν ούτε κρίσεις ούτε τίποτε. Τουναντίον, οι κρίσεις ενισχύουν και πολλαπλασιάζουν τα μικρά σουβλατζίδικα, που λειτουργούν συνήθως οικογενειακά και με «μαζεμένο» κόστος, άρα και μικρή έκθεση. Οι ξένες εταιρείες, με μερίδιο περίπου 20%, λειτουργούν συμπληρωματικά, σε μια αγορά όπου η ελληνική κουλτούρα και συνήθειες φαγητού και κυριαρχούν και επιμένουν. Και παρότι το πιτόγυρο κοντεύει στο πεντάευρω, ο Ελληνας εξακολουθεί να το προτιμά, με δεδομένο μάλιστα ότι τα μεγάλα φαστφουντάδικα επίσης δεν είναι φτηνά. Ενα τυπικό combo (μπέργκερ, πατάτες και αναψυκτικό) της McDonald’s κοστίζει κατά μέσο όρο 8 ευρώ στην Αθήνα. Δύο πιτόγυρα, δηλαδή. Κυρίως, όμως, είναι το θέμα της γεύσης. Οι ξένες αλυσίδες γρήγορου φαγητού που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα, κυρίως οι McDonald’s, KFC, Pizza Hut και παλαιότερα η Burger King, έχουν επιχειρήσει πολλαπλές προσαρμογές στο μενού και στο branding τους για να προσεγγίσουν το ελληνικό κοινό. «Greek Mac», «McSouvlaki», «McPita», γνώρισαν βραχύβια επιτυχία και τελικά «πέθαναν», μαζί με τον MacΜπακλαβά και άλλα συναφή. Δεν έφταιγαν τόσο οι πρώτες ύλες, διότι κι εκεί έγινε προσπάθεια να ενσωματωθούν τοπικά προϊόντα, όπως οι πατάτες Νευροκοπίου. Η αποτυχία ήταν πολιτιστική: Οι Ελληνες θέλουμε οπλαρχηγικά τσιμπούσια· να καθόμαστε επί ώρες γύρω από τους μεζέδες μας και να τους κουβεντιάζουμε: «Ωραίο το τζατζίκι, ο κολοκυθοκεφτές ήθελε λίγο περισσότερο ψήσιμο, δεν έχω ξαναφάει τέτοιο κοκκινιστό». Στο γρήγορο φαγητό τι να κουβεντιάσεις; Είναι παντού και πάντα ίδιο. Το «φάε και φύγε» δεν μας πάει. Γι’ αυτό και δεν υιοθετήσαμε ποτέ την κουλτούρα του «ένα εσπρεσάκι στα όρθια». Εσπρεσάκι ναι, αλλά τρίωρο. Θα έχει ενδιαφέρον η εξέλιξη της υπόθεσης του «Ολύμπιον», από πολλές απόψεις. Σε τελική ανάλυση, σε μια χώρα που υποτίθεται ότι πουλάει «τοπικό χρώμα» – είτε αυτό σημαίνει αρχιτεκτονική, είτε φαγητό – η ενσωμάτωση παγκοσμιοποιημένων «σημάτων» είναι μια πολλαπλή πρόκληση. Προσώρας το σουβλάκι κερδίζει. Σ’ εμάς και στους επισκέπτες μας εξίσου. Η προσπάθεια των πολυεθνικών συνεχίζεται. Κι εμείς αντιστεκόμαστε. Είμαστε και σε κάτι πολύ ηρωικοί.
https://www.protagon.gr/apopseis/to-olybion-allazei-xreiazomaste-akomi-ena-fastfountadiko-44343183612
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου