Δευτέρα 27 Οκτωβρίου 2025

Νιώθουμε φτωχοί – άρα είμαστε;

Η Eurostat ανακοίνωσε την περασμένη Πέμπτη ότι ο δείκτης υποκειμενικής φτώχειας έχει πέσει σε ευρωπαϊκό επίπεδο στο 17,4%, από 19,1% το 2023. Οι Ελληνες, ωστόσο, παραμένουμε, για μία ακόμα χρονιά, μακράν οι πρώτοι στη δήλωση ότι «τα βγάζουμε δύσκολα πέρα», με 66,8% (από 67% την προηγούμενη χρονιά). Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι οι αμέσως επόμενοι είναι οι Βούλγαροι, με ιλιγγιώδη διαφορά, στο 37,4%. Ωστόσο, για την ίδια περίοδο, η Ερευνα Εισοδήματος και Συνθηκών Διαβίωσης των Νοικοκυριών της ΕΛΣΤΑΤ, στο πλαίσιο του προγράμματος «Ευρώπη 2030», δείχνει ότι το ποσοστό πληθυσμού σε κίνδυνο φτώχειας, υλική και κοινωνική στέρηση και χαμηλή ένταση εργασίας φτάνει στο 19,6%. Ακόμα και όταν προστίθεται και η παράμετρος του κοινωνικού αποκλεισμού, το ποσοστό φτάνει στο 26,9%. Είναι δηλαδή πολύ μακριά δηλαδή από το 66,8%. Γίνεται σαφές,

λοιπόν, ότι υπάρχει μια αναντιστοιχία των αριθμών μεταξύ της αντικειμενικής αποτύπωσης και την υποκειμενικής πρόσληψης. Διότι το ποσοστό της υποκειμενικής φτώχειας δεν είναι απλώς ένας αριθμός, είναι μια δήλωση-καθρέφτης της συλλογικής μας ψυχολογίας. Η Ελλάδα, 15 χρόνια μετά την κρίση, συνεχίζει να αισθάνεται φτωχή – ακόμη και όταν στατιστικά η κατάσταση έχει βελτιωθεί. Αυτό προφανώς δεν είναι αρκετό, αλλά τι σημαίνει τελικά να «αισθάνομαι φτωχός»; Και πώς διαμορφώνεται αυτή η αίσθηση; UnmuteRemaining Time -0:00   Fullscreen Advertisement: 0:19 Στο κλασικό έργο «The Social Construction of Reality» (1966), οι Peter Berger και Thomas Luckmann εξηγούν ότι η πραγματικότητα δεν υπάρχει απλώς «εκεί έξω», είναι σε έναν βαθμό κοινωνικά κατασκευασμένη. Δημιουργείται από εμάς – μέσα από τη γλώσσα, τις συνήθειες και τους θεσμούς. Οι επιφανείς κοινωνιολόγοι υποστηρίζουν πως ό,τι βιώνουμε ως πραγματικό περνά από έναν φακό τριών σταδίων: πρώτα το εξωτερικεύουμε (το εκφράζουμε ως εμπειρία), έπειτα το αντικειμενοποιούμε (το μετατρέπουμε σε συλλογική αλήθεια) και τέλος το εσωτερικεύουμε (το κάνουμε μέρος της συνείδησής μας). Πρόκειται δηλαδή για μια σχέση διαρκούς αντανάκλασης μέσα από –συχνά– παραμορφωτικά πρίσματα. Η φτώχεια στην Ελλάδα φαίνεται πως έχει περάσει και αυτή από τα τρία στάδια των Berger και Luckmann. Από την εποχή των μνημονίων και των περικοπών εξωτερικεύτηκε ως ατομική αγωνία πλήρους οικονομικού αδιεξόδου. Μετά αντικειμενοποιήθηκε, έγινε συλλογική πραγματικότητα – «όλοι δυσκολευόμαστε». Και τελικά εσωτερικεύτηκε: η φτώχεια έπαψε να είναι μια προσωρινή κατάσταση και έγινε κομμάτι της ταυτότητάς μας. Η αίσθηση της φτώχειας έγινε μια κουλτούρα αδυναμίας, και όχι απαραίτητα μόνο με οικονομικούς όρους, αλλά με όρους κοινωνικής αυτοαντίληψης, πέραν δηλαδή από τους αριθμούς. Στη γλώσσα της Eurostat η «υποκειμενική φτώχεια» μετράται με μια απλή ερώτηση: «Πώς τα βγάζετε πέρα με το διαθέσιμο εισόδημά σας;» Ομως η απάντηση δεν είναι λογιστική – είναι πολιτισμική. Η έννοια του «να τα βγάζεις πέρα» έχει πολλαπλές διαστάσεις: σημαίνει να έχεις μια αξιοπρεπή ζωή, να μπορείς να προσφέρεις στα παιδιά σου, να μην αισθάνεσαι κατώτερος από τον γείτονα, τον συνάδελφο ή, κυρίως, τον εαυτό σου προ κρίσης. Οταν αυτά τα μέτρα αναφοράς αλλάζουν ή αποδυναμώνονται, η αίσθηση της φτώχειας πολλαπλασιάζεται. Δεν χρειάζεται να είσαι ακριβώς φτωχός για να νιώθεις έτσι – αρκεί να συγκρίνεσαι με έναν παρελθοντικό κόσμο ή με έναν κόσμο που μοιάζει να προχωρά χωρίς εσένα. Στο πλαίσιο κοινωνικών συμβόλων, και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης λειτουργούν ως επιπρόσθετοι παραμορφωτικοί καθρέφτες της φτώχειας. Οι πλατφόρμες της επίδειξης (Instagram, TikTok, Facebook) έχουν μετατρέψει τη φτώχεια σε συναίσθημα σύγκρισης, σε μια διαρκή υπενθύμιση ότι «υπάρχουν άλλοι που τα καταφέρνουν καλύτερα». Βεβαίως, δεν είμαστε μόνοι οι Ελληνες εκτεθειμένοι σε αυτό το φαινόμενο. Ωστόσο στη δική μας περίπτωση η δεκαετία των μνημονίων διαμόρφωσε κάτι πιο βαθύ από την οικονομική δυσπραγία: μια κουλτούρα επισφάλειας. Ακόμη και όταν η οικονομία σταθεροποιήθηκε, η ανασφάλεια παρέμεινε ως μόνιμη μνήμη. Η φτώχεια θεσμοποιήθηκε: πέρασε στη γλώσσα, στα ΜΜΕ, στη δημόσια αφήγηση – έγινε κανονικότητα. Μοιάζει λίγο με την απάντηση «ας τα λέμε καλά» στην ερώτηση «τι κάνεις;». Μια απάντηση που υποκρύπτει την αίσθηση δεν είμαι όσο καλά θα ήθελα, άσχετα αν αντικειμενικά είμαι μια χαρά στην υγεία μου. Πέρα, φυσικά, από αντικειμενικά ζητήματα κατανομής του πλούτου και τις αδυναμίες του οικονομικού μας μοντέλου, οι Berger και Luckmann θα έλεγαν ότι η ελληνική κοινωνία θεσμοποίησε μια αφήγηση ήττας, την οποία τώρα αναπαράγει ασυνείδητα. «Η πραγματικότητα», έγραφαν, «είναι αυτό που όλοι συμφωνούμε πως είναι». Και εμείς συμφωνήσαμε πως είμαστε φτωχοί. Οταν όλοι νιώθουμε φτωχοί, η φτώχεια γίνεται αυτοεκπληρούμενη προφητεία που ξεπερνά την εθνική γκρίνια. Και το 66,8% παύει να είναι στατιστική· γίνεται ψυχολογική κανονικότητα. Αν, όμως,  η φτώχεια έχει και μια διάσταση κοινωνικής κατασκευής, σύμφωνα με τη θεωρία, τότε και η ευημερία μπορεί με έναν τρόπο να στηριχθεί μέχρι να φτάσει να συνδεθεί η υποκειμενική πρόσληψη με την κάπως πιο «αντικειμενική πραγματικότητα». Χρειάζεται όμως κάτι πιο βαθύ από οικονομικά μέτρα: μια μεταρρύθμιση συνείδησης, με εθνική αυτογνωσία, που ξεπερνά τα συμπλέγματα των «κακομαθημένων παιδιών της Ιστορίας». Ισως χρειάζεται να ξανασκεφτούμε τι σημαίνει «ζω καλά». Να ορίσουμε εκ νέου την επάρκεια. Να αποδομήσουμε το εσωτερικευμένο αφήγημα της μόνιμης αποτυχίας. Διότι η φτώχεια δεν είναι μόνο αυτή του πορτοφολιού, αλλά και του φαντασιακού μας, του τρόπου δηλαδή με τον οποίο ορίζουμε τη ζωή που αξίζουμε. «Να επιλέξουμε τον εαυτό μας» όπως θα έλεγε ο Σαρτρ, «για να μπορέσουμε να γίνουμε», όχι ως αιώνιοι επιζήσαντες, αλλά ως δημιουργοί της πραγματικότητας. Για να συμβεί αυτό, βεβαίως, χρειάζεται μια συνολικότερη ενίσχυση της κοινωνικής αυτοπεποίθησης. Οχι με τεχνητά αισιόδοξο λόγο, αλλά με ουσιαστικές πολιτικές συμμετοχής, συνοχής και αξιοπρέπειας, με εκπαίδευση που παράγει ευκαιρίες και εργασία που δίνει αίσθηση σκοπού. Οσο οι πολίτες διαπιστώνουμε ότι μπορούμε να διαμορφώσουμε τη ζωή μας, η φτώχεια –υποκειμενική ή αντικειμενική– αρχίζει να υποχωρεί. Διότι το αίσθημα ανεπάρκειας δεν καταπολεμάται με επιδόματα, αλλά με εμπιστοσύνη στον εαυτό μας και στο σύνολο, με αποφασιστικό ρεαλισμό, τεκμηριωμένη προσδοκία και αισιοδοξία για το αύριο. * Ο Παναγιώτης Κακολύρης είναι αντιπρόεδρος του Ευρωπαϊκού Δικτύου Πολιτικών Ιδρυμάτων στις Βρυξέλλες και συνιδρυτής του Strategic Thinking Lab. 

https://www.protagon.gr/apopseis/niwthoume-ftwxoi-ara-eimaste-44343244288

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΠΑΣΟΚ για Αλέξη Τσίπρα: «Το rebranding αποδείχτηκε rewriting της μεγάλης εξαπάτησης του ελληνικού λαού»

Το κόμμα σχολίασε ότι ο Τσίπρας επέλεξε να μιλήσει για «ιδιοτέλειες», την ώρα που –όπως αναφέρει– ο ίδιος διέλυσε το κόμμα του και συκοφάντη...