Την κατάρρευση της μεσαίας τάξης και τη φτωχοποίηση του κόσμου της εργασίας, με έναν στους τέσσερις εργαζομένους να λαμβάνει μισθό κάτω από 500 ευρώ, φωτογραφίζει για μια ακόμη χρονιά η έκθεση του Ινστιτούτου Εργασίας (ΙΝΕ) της ΓΣΕΕ για την ελληνική οικονομία. Αν και οι επιστήμονες που συνέταξαν τη μελέτη δεν διαβλέπουν κάποια πιθανή ανατροπή στη σταθερή πορεία των δημοσιονομικών δεικτών και τον θετικό ρυθμό μεγέθυνσης, εκτιμούν ότι αυτό δεν είναι ικανό να οδηγήσει στη βελτίωση της οικονομικής θέσης των μισθωτών. Είναι δε χαρακτηριστικό ότι εντός της κρίσης, και συγκεκριμένα από το 2015 έως και το 2018, καταγράφεται αύξηση των χαμηλόμισθων και συγκεκριμένα των εργαζομένων με μισθό κάτω των 700 ευρώ, κυρίως λόγω της
επικράτησης των ευέλικτων μορφών απασχόλησης.
Βάσει των στοιχείων του ΕΦΚΑ που επεξεργάστηκε το ΙΝΕ, το 2018 ένας στους τέσσερις εργαζομένους λάμβανε μισθό κάτω των 500 ευρώ τον μήνα. Είναι μάλιστα εντυπωσιακό ότι από το 2010 έως το τέλος του 2018 σχεδόν τετραπλασιάστηκε ο αριθμός όσων αμείβονται με έως 250 ευρώ (64.000 το 2010, 190.927 το 2015 και 251.020 το 2018), ενώ τριπλασιάστηκε ο αριθμός όσων λαμβάνουν μεταξύ 500 - 600 ευρώ. Ετσι εξηγείται άλλωστε το γεγονός ότι, ενώ οι δείκτες φτώχειας βελτιώθηκαν σημαντικά κατά την τελευταία διετία, ειδικά για τους μισθωτούς ο δείκτης υλικής υστέρησης από 14,2% το 2016 αυξήθηκε στο 15,6% το 2018.
Σύμφωνα με την έκθεση, το 2018 το 50% των εργαζομένων ή 1.127.233 άτομα λαμβάνουν μισθό κάτω των 793 ευρώ, ενώ αντίστοιχα κατά το 2010 ο διάμεσος μισθός ανερχόταν σε 1.140,02 ευρώ, γεγονός που επιβεβαιώνει μια μείωση της τάξης περίπου του 30% στα εισοδήματα των εργαζομένων κατά την περίοδο 2010-2018.
Οι ευέλικτες μορφές απασχόλησης, δηλαδή οι προσλήψεις μερικής απασχόλησης και εκ περιτροπής εργασίας, σταθεροποιούνται στις προτιμήσεις των εργοδοτών και των επιχειρήσεων, καθώς καταλαμβάνουν ποσοστιαία αναλογία πάνω από 50% τα πέντε τελευταία έτη (2014-2018).
Το 29% των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα ή 696.825 άτομα, είχε σχέση μερικής απασχόλησης με μέσο μισθό 375,53 ευρώ. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, ένα στα δύο νοικοκυριά να αδυνατεί να καλύψει έκτακτες ανάγκες.
Οσον αφορά ορισμένες καταναλωτικές δαπάνες όπως η δυνατότητα γεύματος με κρέας, ψάρι ή κοτόπουλο κάθε 2η ημέρα, καθώς και κατοχής αυτοκινήτου, το ποσοστό των ελληνικών νοικοκυριών βελτιώνεται κατά 2,8% (από 14,4% σε 11,6%) και 1% (από 10,0% σε 9,0%) αντίστοιχα. Βέβαια, τέσσερα στα δέκα νοικοκυριά εξακολουθούν να καθυστερούν στην αποπληρωμή λογαριασμών ΔΕΚΟ, τόκων, δανείων και δόσεων.
Οσο για το ποσοστό ανεργίας, οι επιστημονικοί συνεργάτες της ΓΣΕΕ εκτιμούν πως η επιστροφή σε επίπεδα κάτω του 10% δεν μπορεί παρά να αναμένεται κατά τα μέσα της επόμενης δεκαετίας.
Μάλιστα για πρώτη φορά, όπως επισήμανε ο επιστημονικός διευθυντής του ΙΝΕ ΓΣΕΕ Γιώργος Αργείτης, η μελέτη καταγράφει το «κόστος απώλειας εργασίας» για τους μισθωτούς στα 8.126 ευρώ τον χρόνο, για έναν απολυμένο 40 ετών με δύο ανήλικα τέκνα, που αντιστοιχεί στο 50% του μέσου καθαρού εισοδήματος από εργασία.
Τα στοιχεία αποδεικνύουν ότι έπειτα από σχεδόν εννέα χρόνια λιτότητας και οικονομικής προσαρμογής, η ελληνική οικονομία δεν εμφανίζει ακόμη ισχυρές ενδείξεις μετάβασης σε μια διατηρήσιμη επεκτατική δυναμική, δήλωσε χαρακτηριστικά ο πρόεδρος της Συνομοσπονδίας Γιάννης Παναγόπουλος. Αναφερόμενος μάλιστα στο θέμα του χρόνου εργασίας των μισθωτών, ο πρόεδρος της ΓΣΕΕ επισήμανε ότι το πρόβλημα βρίσκεται στις δυσμενείς αλλαγές που συντελέστηκαν τα τελευταία χρόνια στη διευθέτηση του χρόνου εργασίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου