Θα ήταν 1985, λίγο πριν, λίγο μετά. Στο μπαρ Βιτόφσκι, στις παρυφές του λόφου Στρέφη, άκουσα μια κουβέντα: Προτιμώ έναν υγιή ηδονισμό από τη μίζερη άρνηση της υλικής ευημερίας. Τη θυμάμαι ακόμη αυτή την κουβέντα· ο άνθρωπος που την έλεγε ήταν διανοούμενος, αντικομφορμιστής, με συγκροτημένη σκέψη. Εξέφραζε με ενάργεια το πνεύμα της εποχής: οι Ελληνες έπλεεαν στην ευημερία και στην προσδοκία, στην ακλόνητη πίστη ότι όλα θα είναι διαρκώς καλύτερα, πίστευαν ότι τα φαντάσματα της φτώχειας χάνονταν μαζί με τις μνήμες της Κατοχής.
Για τα επόμενα πολλά χρόνια η εκτίμηση-προτίμηση του συνομιλητή μου εκπληρώθηκε. Η ελληνική κοινωνία βούτηξε στον ευδαιμονισμό, στην κατανάλωση, στον υλισμό, στην αυτοπραγμάτωση. Βούτηξε βαθιά. Τρεις δεκαετίες αργότερα, διαπίστωσε ότι είχε κολλήσει στον βούρκο του πυθμένα.