Λεγόταν αυτό – από στηλών της «ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑΣ», της περισσότερο-από-εμβληματικής αυτής παρουσίας της δημόσιας ζωής της Μεταπολίτευσης που, παράξενο τώρα που το σκέφτομαι, ακολούθησε μια πορεία παράλληλη με εκείνην του ΠΑΣΟΚ – σε μια εποχή που o Γιώργος Παπανδρέου, πρόδηλα, έβλεπε ότι το πάλαι ποτέ διαλάμψαν Κίνημα είχε ξεπεραστεί από τα γεγονότα. Και, όντας γιος του Ανδρέα και όχι μόνον εγγονός του Γεωργίου, αναζητούσε μέσα του (με ποια νομιμοποίηση; του ότι ήταν Παπανδρέου: ας διαβάσει κανείς ξανά το Father Dancing/Δέκα μύθοι και μια Ιστορία του Νίκου Παπανδρέου, τα λέει όλα…) ένα νέο ξεκίνημα. Το δικό του, δηλαδή, προσωπικό «Ή αλλάζουμε, ή βουλιάζουμε». (Δεν άλλαξε).
Όμως, έχοντας υπάρξει κάτι πολύ περισσότερο από ένα κόμμα ή μια παράταξη ή ένας παραδοσιακός πολιτικός χώρος, το ΠΑΣΟΚ δεν μπορούσε – και δεν μπόρεσε, άλλωστε – ούτε να αλλάξει, ούτε να επαναπροσδιοριστεί, ούτε να επανεκκινήσει. Εδώ, ο Κώστας Σημίτης που τον συνέδεαν με το ΠΑΣΟΚ τόσο απόλυτοι δεσμοί αντιπάθειας και απώθησης (αμοιβαίοι, αμοιβαίοι) και δεν έβγαλε πέρα το πράγμα με το βιωμένο ιδεολόγημα του Εκσυγχρονισμού, που όμως κράτησε ζηλότυπα τις δομές
Όμως, έχοντας υπάρξει κάτι πολύ περισσότερο από ένα κόμμα ή μια παράταξη ή ένας παραδοσιακός πολιτικός χώρος, το ΠΑΣΟΚ δεν μπορούσε – και δεν μπόρεσε, άλλωστε – ούτε να αλλάξει, ούτε να επαναπροσδιοριστεί, ούτε να επανεκκινήσει. Εδώ, ο Κώστας Σημίτης που τον συνέδεαν με το ΠΑΣΟΚ τόσο απόλυτοι δεσμοί αντιπάθειας και απώθησης (αμοιβαίοι, αμοιβαίοι) και δεν έβγαλε πέρα το πράγμα με το βιωμένο ιδεολόγημα του Εκσυγχρονισμού, που όμως κράτησε ζηλότυπα τις δομές