"Με τα μέτρα που έχουν ληφθεί και τις παρεμβάσεις που έχουν πραγματοποιηθεί μέχρι σήμερα η Ελλάδα έχει κάνει ένα σημαντικό βήμα για την αποφυγή της στάσης πληρωμών, που θα είχε ολέθριες επιπτώσεις στην ευημερία των πολιτών της"
, επισημαίνει την Τετάρτη (29/09) το ΙΟΒΕ στην
τριμηνιαία έκθεσή του για την ελληνική οικονομία.
Παρά τη συνεχιζόμενη δυσπιστία των διεθνών αγορών, τονίζει το ΙΟΒΕ, ο μηχανισμός στήριξης προσφέρει «παράθυρο ευκαιρίας» προκειμένου να αποκατασταθούν πλήρως η δημοσιονομική ισορροπία, η ρευστότητα του τραπεζικού συστήματος και οι ομαλές πιστωτικές συνθήκες του ιδιωτικού τομέα και να τεθεί η οικονομία εκ νέου σε αναπτυξιακή τροχιά και στη διαδικασία πραγματικής σύγκλισης με την υπόλοιπη Ευρωζώνη.
Ωστόσο, το ΙΟΒΕ
επισημαίνει πως υπάρχουν προβλήματα, κίνδυνοι αλλά και ευκαιρίες, σε βραχυπρόθεσμο όσο και μεσοπρόθεσμο / μακροπρόθεσμο ορίζοντα που πρέπει να συνεκτιμηθούν.
Βραχυπρόθεσμα, οι άμεσοι κίνδυνοι είναι η δημοσιονομική υστέρηση σε σχέση με το στόχο και η έλλειψη ρευστότητας στον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας.
Όπως τονίζεται στην έκθεση, η αιτία πίσω από τον κίνδυνο της δημοσιονομικής υστέρησης είναι ο χαμηλός ρυθμός αύξησης των εσόδων (3,3% το οκτάμηνο) σε σχέση με τον ετήσιο στόχο (13,7%). Ένα μέρος της υστέρησης αυτής, οφείλεται στη θέσπιση υπεραισιοδόξων στόχων μετά τη λήψη των φορολογικών μέτρων, ενδεχομένως λόγω της υποεκτίμησης της ελαστικότητας της ζήτησης ως προς τις τιμές και ως προς το εισόδημα.
Μεγάλο όμως μέρος της οφείλεται στα εγγενή προβλήματα του φοροεισπρακτικού και ελεγκτικού μηχανισμού. «Η περαίωση ανέλεγκτων φορολογικών υποθέσεων είναι μια λύση ανάγκης, η οποία εμπεριέχει πολλούς κινδύνους. Αν η λύση αυτή δεν συνοδευτεί από συστηματική προσπάθεια αναδιοργάνωσης των ελεγκτικών μηχανισμών και από ένα σύγχρονο, απλό, μόνιμο και ανταγωνιστικό φορολογικό σύστημα, το τελικό αποτέλεσμα σε βάθος χρόνου θα είναι αρνητικό: οι συστηματικά φοροδιαφεύγοντες θα έχουν επιβραβευθεί για μια ακόμα φορά, και το πρόβλημα της φοροδιαφυγής θα οξυνθεί», τονίζει το ΙΟΒΕ.
Ο έτερος κίνδυνος,
η έλλειψη ρευστότητας, μπορεί να αμβλυνθεί αν οι τράπεζες προβούν σε αυξήσεις του μετοχικού τους κεφαλαίου, κατά το παράδειγμα της Εθνικής Τράπεζας ή κάνοντας χρήση των €10 δισ. του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας.
Σε
μεσοπρόθεσμο / μακροπρόθεσμο ορίζοντα, το σημαντικότερο πρόβλημα είναι ότι η Ελλάδα
πορεύεται ακόμα με το παλαιό αναπτυξιακό πρότυπο, που διέπεται από φιλοσοφία κρατισμού, τονίζει το ΙΟΒΕ, προσθέτοντας πως «απαιτείται η σαφής περιγραφή ενός νέου αναπτυξιακού προτύπου, φιλικού προς τις αγορές, με έμφαση στην εξωστρέφεια και την ανταγωνιστικότητα, όπου οι ιδιωτικές επενδύσεις και οι εξαγωγές θα αναλάβουν την αναπτυξιακή σκυτάλη, ιδιαίτερα στους κλάδους με αποδεδειγμένα συγκριτικά πλεονεκτήματα».
«Η κυβέρνηση θα πρέπει τώρα να εκπονήσει δεκαετές αναπτυξιακό πρόγραμμα, αποτυπώνοντας με σαφήνεια αυτές τις κατευθύνσεις. Υπενθυμίζεται άλλωστε ότι το Μνημόνιο αποτελεί ένα αναγκαίο μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα δημοσιονομικής και διαρθρωτικής προσαρμογής, αλλά δεν είναι πανάκεια», επισημαίνεταισ την έκθεση
Σύμφωνα με το ΙΟΒΕ,
απαιτείται η υιοθέτηση ενός νέου αναπτυξιακού προτύπου για την ελληνική οικονομία με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά όπως:
α) σταθερό και ανταγωνιστικό φορολογικό πλαίσιο για την αποφυγή του εκπατρισμού επιχειρήσεων και την προσέλκυση ξένου κεφαλαίου,
β) επιτάχυνση και ολοκλήρωση των μεταρρυθμίσεων,
γ) υιοθέτηση γρήγορων διαδικασιών (fast track) για την πραγματοποίηση μεγάλων επενδύσεων,
δ) πώληση-αξιοποίηση ακίνητης κρατικής περιουσίας,
ε) ενίσχυση των ιδίων κεφαλαίων των τραπεζών, είτε από την αγορά κεφαλαίου είτε μέσω του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας,
στ) αποκατάσταση συνθηκών σύγχρονης εταιρικής διακυβέρνησης σε μεγάλες δημόσιες επιχειρήσεις και οργανισμούς,
ζ) εισαγωγή διεθνών λογιστικών προτύπων, συστημάτων πληροφορικής και συστημάτων οργάνωσης και διοίκησης στο δημόσιο και ευρύτερο δημόσιο τομέα,
η) θέσπιση μετρήσιμων στόχων σχετικά με τη θέση της Ελλάδας σε διεθνείς κατατάξεις ανταγωνιστικότητας, διαφάνειας, διαφθοράς, επίδοσης παιδείας και καινοτομικής δραστηριότητας, κλπ.,
θ) διευκόλυνση της κινητικότητας του ανθρώπινου δυναμικού από κλάδους και επιχειρήσεις που «δύουν» σε κλάδους και επιχειρήσεις που «ανατέλλουν»,
και ι) ανάδειξη ενός κοινωνικού προτύπου που εξασφαλίζει ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα, διευκολύνει την προσαρμογή στην αγορά εργασίας και την κινητικότητα του εργατικού δυναμικού, κυρίως όμως εξασφαλίζει ίση πρόσβαση σε υψηλής ποιότητας παιδεία και υγεία.
Τρία τα σενάρια για την οικονομία
Σύμφωνα με το ΙΟΒΕ, τρία είναι τα επικρατέστερα σενάρια για την εγχώρια οικονομία:
α)Το
«σενάριο της ελπίδας
» προβλέπει ότι η Ελλάδα θα ακολουθήσει, σε γενικές γραμμές, το πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής του Μνημονίου και θα εφαρμόσει παράλληλα πολιτικές που διευκολύνουν την οικονομική ανάπτυξη και συνακολούθως, τη δημοσιονομική προσαρμογή (απελευθέρωση επαγγελμάτων και αγορών, ιδιωτικοποιήσεις, ενίσχυση των επενδύσεων κλπ). Στην περίπτωση αυτή το δημοσιονομικό έλλειμμα προβλέπεται να μειωθεί κοντά στο 7% του ΑΕΠ το 2011 και κοντά στο 5% το 2012, ενώ η οικονομική ανάπτυξη θα συνεχίσει να είναι αρνητική το 2011, αλλά ηπιότερη του 2010 και θετική το 2012 (μεταξύ 1,5 και 2,5%).
Είναι πιθανό, όχι όμως βέβαιο, ότι η υλοποίηση του αισιόδοξου σεναρίου θα επιτρέψει σταδιακή επιστροφή της Ελλάδος στις διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές. Δεν είναι βέβαιο, διότι το δημόσιο χρέος συνεχίζει να αυξάνεται, ακόμα και κάτω από αυτό το αισιόδοξο σενάριο (144% του ΑΕΠ το 2012 και το 2013). Κάτω από τις συνθήκες αυτές, οι διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές είναι πιθανό να συνεχίσουν να μην επιθυμούν να μας δανείσουν, δηλαδή τα spreads να μη μειωθούν δραστικά. Η πιθανότερη και λογικότερη έκβαση στην περίπτωση αυτή είναι η επέκταση του χρονικού ορίζοντα των δανείων που μας έχει χορηγήσει η «τρόικα». Σε γενικές γραμμές, η σωτηρία στο σενάριο αυτό εναπόκειται στα χέρια της «τρόικας», και ιδιαίτερα της γερμανικής κυβέρνησης. Ελπίζουμε επομένως, αλλά δεν είμαστε βέβαιοι ότι θα αποφύγουμε τη στάση πληρωμών, καθώς εξαρτώμεθα από οικονομικές, αλλά και πολιτικές εξελίξεις, ιδιαίτερα στη Γερμανία.
β) Το δεύτερο σενάριο, είναι το «σενάριο της καταστροφής
», κατά το οποίο είτε η δημοσιονομική προσαρμογή εγκαταλείπεται λόγω των ποικίλων αντιδράσεων, είτε συνεχίζεται μεν αλλά χωρίς διαρθρωτικές αλλαγές. Στην πρώτη περίπτωση, επέρχεται «ακαριαίος θάνατος» με παύση εκταμίευσης των υπολοίπων δόσεων του δανείου και στάση πληρωμών της Ελλάδας. Στη δεύτερη περίπτωση είναι πολύ πιθανό ότι επέρχεται «αργός θάνατος», υπό την έννοια ότι η οικονομία θα αντιδράσει αρνητικά στη «σκέτη» δημοσιονομική προσαρμογή, αφού η έλλειψη διαρθρωτικών αλλαγών δεν θα μπορέσει να δημιουργήσει «αντισώματα» με την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και τη βελτίωση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Στην περίπτωση αυτή θα αργήσει, αλλά τελικά θα επέλθει, στάση πληρωμών λόγω μακροχρόνιας στασιμότητας του ΑΕΠ. Η εξέλιξη αυτή θα αποβεί καταστρεπτική για την ευημερία της πλειοψηφίας του ελληνικού λαού και θα θέσει σε κίνδυνο τη σταθερότητα του ευρώ.
γ) Το «σενάριο της σωτηρίας»
, προβλέπει ότι η κυβέρνηση υιοθετεί τις πολιτικές του πρώτου σεναρίου ταυτόχρονα με επιθετική πολιτική αξιοποίησης της ακίνητης κρατικής περιουσίας. Το άμεσο αποτέλεσμα είναι να προεξοφληθεί από τις διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές η εξόφληση μέρους του δημόσιου χρέους. Αυτή η, μη αναμενόμενη, θετική εξέλιξη οδηγεί στην προσδοκία ότι, αργά ή γρήγορα, ο λόγος του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ θα υποχωρήσει και απομακρύνει το καταστρεπτικό, για την ευημερία του ελληνικού λαού, ενδεχόμενο της στάσης πληρωμών. Στο πλαίσιο αυτό, είναι σκόπιμο: Πρώτον, να γίνει μια προσπάθεια αποτίμησης της δημόσιας ακίνητης περιουσίας. Δεύτερον, να εξεταστούν οι τρόποι αξιοποίησής της και τα δυνητικά έσοδα του Δημοσίου. Τρίτον, να αποτυπωθεί η δυναμική του δημοσίου χρέους σε βάθος χρόνου (π.χ. για την επόμενη δεκαετία) λαμβάνοντας υπόψη αυτόν τον παράγοντα.
Δυσμενείς επιπτώσεις στην αγορά εργασίας
Η αυξανόμενη υποχώρηση της ζήτησης και της οικονομικής δραστηριότητας, η αβεβαιότητα για την επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων και των συνεπειών αυτού του γεγονότος και η - ορισμένες φορές προτρέχουσα - ανησυχία, για το εύρος και το περιεχόμενο των προωθούμενων μεταρρυθμίσεων, έχουν αναπόφευκτα αρνητικό αντίκτυπο στην αγορά εργασίας.
Παρότι η ανεργία αυξήθηκε οριακά το β’ τρίμηνο φέτος σε σχέση με το πρώτο, από το 11,7%, στο 11,8%, εντούτοις η διαφορά της με το ίδιο τρίμηνο του 2009 διευρύνθηκε, φθάνοντας τις 2,9 εκατοστιαίες μονάδες.
Η ενίσχυση της ανεργίας οφείλεται πρωτίστως στην επιταχυνόμενη μείωση της απασχόλησης
(-2,3% στο β΄τρίμηνο σε σύγκριση με πέρυσι), αλλά και στη συνεχή διεύρυνση του εργατικού δυναμικού, που από τις αρχές του 2010 έχει ξεπεράσει τα πέντε εκατομμύρια άτομα, αυξάνοντας την πιθανότητα δημιουργίας «
νέων» ανέργων.
Αυτές οι επιβαρυντικές για την αγορά εργασίας τάσεις αναμένεται να διατηρηθούν και στη συνέχεια του 2010, αίροντας ακόμα και εποχικές επιδράσεις που διαχρονικά ευνοούσαν την απασχόληση και οδηγώντας την ανεργία ελαφρά υψηλότερα από το 12% στο σύνολο του έτους, αλλά πάνω από 13,5% το 2011.