Είσαι αυτός που πάντα ήσουν… ένας δειλός κριμένος πίσω από την τσέπη του πατερά σου.
Θες να λέγεσαι έλληνας επειδή είχες το χρόνο να διαβάσεις στο λύκειο και το γυμνάσιο, όταν εγώ δούλευα μαζί με κάτι άλλους συμμαθητές σου, που εσύ το αποκαλούσες κοπάνα.
Όταν έβλεπα τον καθηγητή μου αυτόν που μου μάθαινε γράμματα να απαξιεί, τότε κι εγώ επαναστάτησα και άρχισα να κάνω καταλήψεις επειδή έπαψαν να είναι λειτουργοί και έγιναν απλά εργαζόμενοι του πατέρα σου.
Όταν μπήκα στο πανεπιστήμιο, εσύ ήσουν σε άλλη σχολή πιο ανώτερη από την δική μου. Εμένα η σχολή μου απλά υπήρχε για να βγάζει παραγωγικές μονάδες και όχι μορφωμένους ανθρώπους και πάνω απ όλα δεν έχω κανένα μέλλον σαν επιστήμονας στον κόσμο. Όταν ο πατέρας μου δούλευε στη φάμπρικα, πλήρωνε για να γίνω επιστήμονας… όχι εργάτης σαν κι αυτόν, γι αυτό ζητούσα να κλείσουν. Μαζί με μένα ήταν και άλλοι που ένιωθαν το ίδιο, αλλά εσύ τους ονομάζεις δίκτυο από λαμόγια και κομματόσκυλα.
Συμφωνώ μόνο εδώ μαζί σου. Τα «κομματόσκυλα καπηλεύτηκαν την ανάγκη μου για επιβίωση».
Αν πάρτυ εννοείς την δεύτερη δουλειά σε μπαρ, ναι ήμουν εκεί κάθε βραδύ και κομματιασμένος από το ξενύχτι, με έβλεπες να πηγαίνω σε ένα ανούσιο μάθημα.
Επειδή ποτέ δε με ρώτησες δεν έκλεινα το σπίτι σου και την δουλειά σου όπως εσύ νομίζεις, απλά καθόμουν έξω στον δρόμο να δω την αντίδραση σου και φώναζα. Εσύ που ήσουν καλύτερος από μένα πιο δυνατός περίμενα να με υπερασπιστείς επειδή εμένα μου έπαιρναν το σπίτι και την δουλειά.
Όσο για τα προνόμια στην δουλειά που οι πατεράδες μας αποκτήσαν με αίμα και θάνατο, μη φοβάσαι και τα έχω χάσει εδώ και πολλά χρόνια απλά τα λησμονώ. Γι αυτό και δεν διαμαρτύρομαι απλά με ακούς καμιά φορά να φωνάζω. Είναι κραυγή όχι διαμαρτυρία.
Στα διόδια που με βλέπεις σου βάζω πανό, γιατί εγώ δεν έχω τα λεφτά να βγω από την χώρα μου, ενώ εσύ μπαινοβγαίνεις. Και τα πανό δεν είναι για σένα, αλλά για τους φίλους σου που σε ξέρουν εκεί