Του Σταύρου Χριστακόπουλου
Στη συνέντευξή του χθες με τους πολιτικούς συντάκτες στο Μέγαρο Μαξίμου ο πρωθυπουργός
Γ. Παπανδρέου ρωτήθηκε αν η Ελλάδα πρόκειται να στραφεί
νομικώς κατά «οίκων αξιολόγησης» ή «διεθνών κερδοσκόπων» και από την απάντησή του συνάγεται πως η κυβέρνηση βρίσκεται σε κάποιου είδους
συνεννόηση με τις ΗΠΑ, που διαθέτουν ειδικούς σε παρόμοια νομικά θέματα.
Επιπλέον, στο πλαίσιο της
εξεταστικής επιτροπής για την οικονομία, που ενδέχεται να συσταθεί μέχρι το τέλος του 2010, θα αξιολογηθεί και η συμμετοχή των διεθνών οίκων στη δημιουργία της δραματικής κατάστασης στην οποία βρίσκεται σήμερα η Ελλάδα.
Όταν μάλιστα ρωτήθηκε αν η έρευνα θα περιλάβει και το 2001, όταν η περιβόητη
Goldman Sachs συμμετείχε στο μαγείρεμα των οικονομικών στοιχείων που είχαν χρησιμοποιήθηκαν προκειμένου να επιτευχθεί η είσοδος της χώρας στην ΟΝΕ, ο Γ. Παπανδρέου είπε ότι πράγματι η διερεύνηση θα φθάσει και σε εκείνη την περίοδο.
Λίγο αργότερα ο κυβερνητικός εκπρόσωπος
Γ. Πεταλωτής «τα γύρισε» ελαφρώς με μερικά «αν» και «εφ’ όσον», αλλά το πρόβλημα δεν βρίσκεται εκεί.
Πόσο πρόθυμος;
Το
ερώτημα είναι αν πράγματι ο πρωθυπουργός θα ελέγξει την
περίοδο Σημίτη και τη διάσημη πλέον «δημιουργική λογιστική» εκείνης της κυβέρνησης με το
ολέθριο αποτέλεσμα: η Ελλάδα μπήκε, με πάμπολλες λαϊκές θυσίες, σε μια ένωση της οποίας
δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις, με ένα πανάκριβο νόμισμα, το οποίο
στράγγιξε κάθε οικονομική ικμάδα της χώρας και
συνέβαλε ποικιλοτρόπως στην κατάρρευση της οικονομίας της και τη σημερινή χρεοκοπία.
Πόσο πρόθυμος όμως θα είναι τελικά να εξετάσει μια περίοδο κατά την οποία ο ίδιος ήταν
κορυφαίος υπουργός της κυβέρνησης Σημίτη; Και πόσους... συμμάχους θα βρει,
αν βεβαίως υποτεθεί ότι θα το αποφασίσει, με δεδομένο ότι η Ελλάδα σταμάτησε τα καταστροφικά και πανάκριβα κόλπα με τα swaps μόλις το
2008, όταν πλέον απαγορεύτηκαν;
Ας μην ξεχνάμε ότι ο
Walter Radermacher, επικεφαλής της
Eurostat, σημείωσε στις αρχές Σεπτεμβρίου ότι «η περίπτωση της Goldman Sachs (σ.σ.: των swaps που έγιναν το 2000 και το 2001 με την τράπεζα αυτή) ήταν η αρχή» και ότι «υπάρχουν
περισσότερες, ή αρκετές, συναλλαγές αυτού του είδους που πρέπει να αποσαφηνίσουμε».
Επιπλέον
πόση προθυμία θα μπορούσε να επιδείξει ένας πρωθυπουργός στη διερεύνηση του ρόλου της Goldman Sachs όταν ήδη έχει έναν βασικό οικονομικό σύμβουλο, τον
Τομάζο Σκιόπα, με «διαπρεπή» θητεία στη συγκεκριμένη τράπεζα;
Στο σημείο αυτό αξίζει τον κόπο να παραθέσουμε ένα απόσπασμα από
άρθρο του Δημήτρη Κωνσταντακόπουλου, το οποίο δημοσιεύθηκε στο περιοδικό
Επίκαιρα, στις 26.8.2010:
«Να θυμίσουμε στο σημείο αυτό ότι η τράπεζα αυτή,
πρωτεργάτης των μεγαλύτερων καταστροφών της παγκόσμιας οικονομικής Ιστορίας, κατάφερε το περασμένο φθινόπωρο το
ακατόρθωτο: να είναι, με το αζημίωτο, ο κεντρικός σύμβουλος της Ελλάδας για θέματα χρέους και ιδιωτικοποιήσεων, ο κύριος συνομιλητής του Πρωθυπουργού και της κυβέρνησης και,
ταυτόχρονα, ο αρχιτέκτων της κερδοσκοπικής επίθεσης στην αγορά CDS εναντίον της Ελλάδας!
Η ελληνική κυβέρνηση πληροφορήθηκε με έξι μήνες καθυστέρηση τον ρόλο της, ακόμα και τότε όμως τοποθέτησε τον άνθρωπό της, τον
κ. Χριστοδούλου, αν και τελούντα υπό
έρευνα από τις αρχές των ΗΠΑ, ως επικεφαλής του Οργανισμού Διαχείρισης του Δημοσίου Χρέους».
Πιστεύει λοιπόν κανείς ότι αυτή ακριβώς η κυβέρνηση θα μπορούσε στα σοβαρά να ελέγξει τον ρόλο του εν λόγω χρηματοπιστωτικού ιδρύματος;
Με ποια αξιοπιστία;
Θα μπορούσαμε να πιστέψουμε, ενδεχομένως, ότι πράγματι θα γίνει κάποτε μια έρευνα για το
πώς φτάσαμε εδώ. Μόνο που υπάρχουν μερικά εύλογα
ερωτήματα:
● Μπορεί να γίνει μια αξιόπιστη έρευνα για τη θλιβερή κατάληξη της χώρας χωρίς να ερευνηθεί υπό
ποιες συνθήκες η Ελλάδα ετέθη υπό τη λαιμητόμο του ΔΝΤ και του «μηχανισμού στήριξης»; Ο ισχυρισμός ότι έφταιγε...
αποκλειστικά η κυβέρνηση Καραμανλή τείνει να ακούγεται πλέον ως ανέκδοτο. Μια απλή αναδρομή στην ιστορία της
διαμόρφωσης του ελληνικού χρέους είναι αρκετή για να δείξει ότι υπάρχουν πολλαπλές και
διαχρονικές ευθύνες.
● Μπορεί να γίνει μια
αξιόπιστη έρευνα η οποία να μην διερευνήσει για ποιον λόγο η παρούσα κυβέρνηση υπέγραψε την ανήκουστη και
παγκοσμίως μοναδική δανειακή σύμβαση, η οποία της στερεί ακόμη και το δικαίωμα
υπεράσπισης του εαυτού της ενώπιον των δικαστηρίων – καθώς περιλαμβάνει την
οικειοθελή παραίτηση της Ελλάδας από την ασυλία της, το ύστατο και πανίσχυρο όπλο υπεράσπισης της εθνικής της κυριαρχίας;
● Τι είδους έρευνα θα μπορούσε να γίνει και τι
αποτέλεσμα θα είχε όταν γνωρίζουμε τα αποτελέσματα όλων των παλαιότερων ερευνών για πολιτικά και ποινικά αδικήματα πολιτικών;
Εξ άλλου οι εξεταστικές για το Βατοπέδι και τη Siemens δεν φαίνεται ότι θα καταλήξουν στην ανεύρεση
ποινικής ευθύνης πολιτικού προσώπου. Κι αν στο δικομματικό
Βατοπέδι η δυνατότητα ανεύρεσης ενόχων είναι ήδη μια πολύ δύσκολη υπόθεση, στην επίσης δικομματική – και διαχρονική –
Siemens μάλλον θα την πληρώσουν κάτι από καιρού ξοφλημένοι «κατιμάδες». Άλλωστε ο
Χριστοφοράκος και ο
Καραβέλλας βρίσκονται ήδη ασφαλείς εκτός Ελλάδος χωρίς κανείς να έχει δώσει εξηγήσεις για την άνετη διαφυγή τους.
Η Ισλανδία είναι πολύ μακριά
Κι όμως, στη μακρινή μας και παγωμένη Ισλανδία, την οποία οι χειρισμοί της προηγούμενης κυβέρνησης οδήγησαν στη
χρεοκοπία ήδη η ισλανδική Βουλή αποφάσισε να παραπέμψει τον πρώην πρωθυπουργό
Γκέιρ Χάαρντε σε ειδικό δικαστικό συμβούλιο με την κατηγορία ότι επέδειξε
εγκληματική αμέλεια στα καθήκοντά του, αφήνοντας τη χώρα να φτάσει στο χείλος της οικονομικής καταστροφής.
(Το
αποτέλεσμα εκείνης της χρεοκοπίας δεν ήταν μόνο ότι ο λαός της Ισλανδίας βγήκε στους δρόμους και τα έκανε
λαμπόγυαλο. Με δημοψήφισμα τον περασμένο Μάρτιο, όχι μόνον αρνήθηκε με συντριπτικό ποσοστό να πληρώσει τα
κερατιάτικα κόντρα στη
Βρετανία, την
Ολλανδία, τις
Βρυξέλλες, τις άλλες
σκανδιναβικές χώρες και το
ΔΝΤ, αλλά τους ανάγκασε όλους σε επαναδιαπραγμάτευση. Ένας λαός
320.000 κατοίκων)!.
Ο 59χρονος Χάαρντε, οποίος παραιτήθηκε από πρωθυπουργός τον Ιανουάριο του 2009, χρεώνεται την εν μια νυκτί κατάρρευση του ισλανδικού τραπεζικού συστήματος λόγω της έκθεσης των τραπεζών της χώρας σε
τοξικά παράγωγα, με αποτέλεσμα να χρεοκοπήσει και η Ισλανδία. Ένα χαρακτηριστικό της κατάντιας της Ισλανδίας ήταν ότι η Βρετανία ενεργοποίησε τον...
αντιτρομοκρατικό νόμο για να
ρευστοποιήσει ισλανδικά περιουσιακά στοιχεία στην επικράτειά της και να βγάλει μέρος της ζημιάς.
Η αμέσως επόμενη κυβέρνηση των Σοσιαλδημοκρατών συνέστησε
εξεταστική επιτροπή για το θέμα, η οποία απεφάνθη ότι ο Χάαρντε
επέτρεψε στις τράπεζες να επεκταθούν ανεξέλεγκτα, χωρίς να επιδείξει την αρμόζουσα προσοχή και
εποπτεία.
Εδώ
ποιος πρωθυπουργός,
ποιο πολιτικό σύστημα και
ποια κοινωνία έχει το κουράγιο να ερευνήσει σε βάθος και να στείλει – τεκμηριωμένα και όχι για λόγους άθλιου μικροκομματισμού, όπως συνήθως συμβαίνει – τους υπαίτιους της κατάρρευσης στο
εδώλιο; Όσο τέτοια... κότσια (guts για τους αγγλομαθείς) δεν φαίνονται στον ορίζοντα, ας πάψουν τουλάχιστον να μας
δουλεύουν. Έχει και ο
κυνισμός τα όριά του.