Η Ευρώπη άκουσε την Παρασκευή (13/2) τον αμερικανό αντιπρόεδρο Τζέι Ντι Βανς να την εξευτελίζει στη διάσκεψη του Μονάχου· σοκαρίστηκε, εξοργίστηκε και (στο βαθμό που υπάρχει «Ευρώπη» ως συλλογική οντότητα) προσπάθησε να απαντήσει. Πάντως, η κατά τα άλλα κραταιά και στιβαρή Ευρωπαϊκή Επιτροπή, δεν άρθρωσε ούτε λέξη. Ο,τι και αν είπαν οι ευρωπαίοι ηγέτες, όποιοι και αν το είπαν, δεν μπόρεσαν να κρύψουν την αμηχανία τους. Οσο και αν δεν ήταν προετοιμασμένοι για κάτι τέτοιο (κακώς), ήρθαν αντιμέτωποι με τη νέα πραγματικότητα και την νέα… αταξία πραγμάτων. Με αφορμή αυτά και εν όψει εξελίξεων, οφείλει κανείς να δει πώς τοποθετείται η Ελλάδα στο νέο περιβάλλον, πώς ενδεχομένως επηρεάζεται και τι εναλλακτικές διαθέτει. Για να γίνει αυτό, οφείλει κανείς να είναι ψυχραιμότερος και πιο προσγειωμένος από τους γνωστούς κύκλους που, ασκόπως, πανηγυρίζουν ότι «και η Ευρώπη και ο Τραμπ έχουν κάνει πέρα τον Μητσοτάκη». Διπλωματικές πηγές θεωρούν ότι θα είναι τουλάχιστον αφελές να θεωρεί κανείς ότι η Ελλάδα θα μείνει ανεπηρέαστη από το νέο δόγμα της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής. Και αυτό που θα πρέπει να αναζητηθεί είναι η αναδιαμόρφωση, αφενός, της στρατηγικής σχέσης με τις ΗΠΑ και, αφετέρου, τι αυτό θα σημάνει στο εξής για τα θέματα άμεσου εθνικού ενδιαφέροντος: τη σχέση με την Τουρκία, το Κυπριακό και, φυσικά, τις όποιες συζητήσεις για την ΑΟΖ, την υφαλοκρηπίδα και τις εκμεταλλεύσεις ενεργειακών πόρων στην ΝΑ Μεσόγειο. Οι ίδιες πηγές επισημαίνουν, εν αναμονή της αποκάλυψης των διαθέσεων της νέας αμερικανικής κυβέρνησης σε σχέση με την Ελλάδα, ορισμένες λεπτομέρειες. Μεταξύ άλλων τονίζουν ότι, παρ’ όλη την προνομιακή σχέση του Κυριάκου Μητσοτάκη με τις ομάδες επιρροής των Δημοκρατικών και του Τζο Μπάιντεν, ο Πρωθυπουργός υπήρξε ιδιαίτερα προσεκτικός στις αναφορές του για τον Ντόναλντ Τραμπ κατά το διάστημα που προηγήθηκε της προεδρικής εκλογής του Νοεμβρίου 2024. Παρά ταύτα, είναι ήδη ορατό ότι η Ελλάδα, η Τουρκία και το Αιγαίο δεν συγκαταλέγονται (και λογικά) αυτή τη στιγμή στις στρατηγικές προτεραιότητες των ΗΠΑ. Και αυτό εξηγεί, εν μέρει, το γιατί ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν συμμετείχε στην Διάσκεψη Ασφαλείας του Μονάχου, δεδομένου ότι δεν έχει ακόμη ανοίξει απευθείας δίαυλος επικοινωνίας με την αμερικανική ηγεσία. Αν υπάρχει μέχρι στιγμής μία ορατή συνέπεια όλων αυτών των νέων αναδιατάξεων, είναι η απόλυτη αοριστία ως προς τις ημερομηνίες για τη συνεδρίαση του Ανωτάτου Συμβουλίου Συνεργασίας με την Τουρκία και την επόμενη συνάντηση Μητσοτάκη – Ερντογάν. Δεν διαψεύδεται δε ότι ο ίδιος ο Πρωθυπουργός ανησυχεί πρωτίστως για τις εξελίξεις στο πεδίο των ελληνοτουρκικών. Αυτό που είναι δύσκολο να διακρίνει κανείς αυτή τη στιγμή, είναι το ισοζύγιο συμφερόντων και το ντόμινο επιρροής σε σχέση με την Τουρκία, η οποία διεκδικεί διαφορετικό ρόλο και στο μέτωπο της Ουκρανίας και στη Μέση Ανατολή, μέσω Συρίας, ενώ παράλληλα έχει μέτωπο με το Ισραήλ και εξακολουθεί να διεκδικεί ηγετικό ρόλο στον αραβικό κόσμο. Πολιτικά και διπλωματικά στελέχη σημειώνουν ότι μία άλλη παράμετρος που θα πρέπει να αξιολογηθεί, είναι η ιδιαιτερότητα της Ελλάδας, αν την εξετάσει κανείς στην τριγωνική σχέση με την ΕΕ και τις ΗΠΑ. Όπως τονίζεται, η χώρα μας ούτως ή άλλως ακολουθεί τη δική της αμυντική πολιτική (με τεράστιο δημοσιονομικό κόστος και κοντά στις «προδιαγραφές» Τραμπ), δεδομένης της εξ ανατολών απειλής και της απάθειας της Ευρώπης ως προς αυτήν. Υπό αυτό το πρίσμα και δεδομένης της αναβαθμισμένης στρατηγικής συνεργασίας με τις ΗΠΑ τα τελευταία χρόνια (είτε σε ΝΑΤΟϊκο πλαίσιο, είτε διμερώς), οι αναφορές της Αθήνας στην Ουάσιγκτον είναι εξίσου σημαντικές με τις αντίστοιχες στις Βρυξέλλες, ή μάλλον σημαντικότερες, αν εξετάσει κανείς την στρατιωτική παράμετρο. Ενα στοιχείο που προκάλεσε συζητήσεις, πέραν της απουσίας του Πρωθυπουργού από τη διάσκεψη του Μονάχου, ήταν ότι δεν προσκλήθηκε στην έκτακτη συνάντηση κορυφής που συγκάλεσε ο Εμανουέλ Μακρόν στο Παρίσι, στον απόηχο της εμπρηστικής ομιλίας του αμερικανού Αντιπροέδρου. Κατά μία εκδοχή, αυτό συνέβη επειδή η εμπλοκή της Ελλάδας και ο ρόλος της στο Ουκρανικό είναι πολύ μικρότερος από εκείνον, φερ’ επείν, της Πολωνίας. Μία άλλη εξήγηση, σύμφωνα με εκτιμήσεις διπλωματικών πηγών, είναι ότι υπό τις παρούσες συνθήκες, κάθε ευκαιρία να απουσιάζει κανείς από το «κάδρο» του προβλήματος της ευρωπαϊκής «Βαβέλ», δεν είναι αναγκαστικά βλαπτική. Στην παραδοξότητα του θαυμαστού νέου κόσμου, ακόμη και κάτι τέτοιο ακούγεται σαν να έχει νόημα.
https://www.protagon.gr/apopseis/i-ellada-sti-nea-ataksia-pragmatwn-44343093638
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου