Να που ένα ζήτημα που θέτει τόσο ωμά ο Ντόναλντ Τραμπ στους συμμάχους του στο ΝΑΤΟ, το οποίο συμπυκνώνεται στη φράση του νέου προέδρου «δεν θα πληρώνουν οι ΗΠΑ την άμυνα σας αν δεν αυξήσετε τις αμυντικές δαπάνες σας», δεν αφορά, σχεδόν δεν αγγίζει την Ελλάδα. Απλούστατα γιατί τα τελευταία 50 χρόνια, μετά την εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο, η χώρα μας είναι αυτή που πληρώνει ίσως τα περισσότερα. Η φτωχή Ελλάδα δαπανά σταθερά πάνω από το 3% του ΑΕΠ σε αμυντικές δαπάνες, χρήματα στα οποία πρέπει να προστεθούν κατ’ έτος επιπλέον 1% του ΑΕΠ για εξοπλιστικά προγράμματα. Στη γλώσσα του Τραμπ, δηλαδή, η Ελλάδα είναι από τα λίγα κράτη-μέλη του ΝΑΤΟ, μετρημένα στα δάχτυλα, που προσφέρουν κέρδος στις ΗΠΑ, στη Γαλλία και στη Γερμανία, αφού από αυτές αγοράζει (διαχρονικά) τα περισσότερα οπλικά συστήματα. Για να είμαστε ακριβείς, σε αυτό το μείζον ζήτημα –σχεδόν υπαρξιακό–
που θέτει ο Τραμπ για τη συμμαχία του ΝΑΤΟ και το οποίο απασχολεί όλες τις ευρωπαϊκές χώρες, η χώρα μας είναι σε θέση να στείλει το δικό της μήνυμα. Και αυτό είναι ότι λόγω της έντασης με την (κατά τα άλλα σύμμαχο μας στο ΝΑΤΟ) Τουρκία στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο, η κυβέρνηση Μητσοτάκη προχώρησε ήδη στην αύξηση (σχεδόν διπλασιασμό) των αμυντικών δαπανών τα τελευταία πέντε χρόνια. Οπως δείχνουν τα στοιχεία με το τέλος των μνημονίων, οι αμυντικές δαπάνες πήραν την ανιούσα. Από 3,5 δισ. ευρώ που ήταν το 2019, θα ανέλθουν το 2025 σε 6,1 δισ. ευρώ. Επιπροσθέτως, εφέτος θα καταβληθούν 1,6 δισ. ευρώ, καθώς ξεκίνησαν οι παραλαβές των αεροσκαφών Rafale και των γαλλικών φρεγατών Belharra. Οι δαπάνες των χωρών του ΝΑΤΟ για την Αμυνα ως ποσοστό του ΑΕΠ τους: Το συνολικό ποσό για την άμυνα της χώρας προσεγγίζει πλέον το 4% του ΑΕΠ (!) και θα αυξάνεται όσο τρέχουν οι παραλαβές οπλικών συστημάτων, όπως τα F 35 από τις ΗΠΑ και οι φρεγάτες Belharra από τη Γαλλία. Με αυτά τα δεδομένα, στη συγκεκριμένη διένεξη η Ελλάδα δεν έχει λόγους να μπει. Ισα-ίσα, αυτό που μπορεί να διεκδικήσει είναι το ΝΑΤΟ να μας φυλάξει από το ίδιο το ΝΑΤΟ (με άλλα λόγια, την τουρκική επιθετικότητα). Ας δούμε όμως τι μας λέει η ιστορία… Το ΝΑΤΟ, που ιδρύθηκε με το Βορειοατλαντικό Σύμφωνο (γνωστό ως Συνθήκη της Ουάσινγκτον) τον Απρίλιο του 1949, είχε ρόλο και δύναμη την περίοδο που ακολούθησε μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, δηλαδή καθ’ όλη τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου. Η συμμαχία αποτελείται από 31 κράτη, όλα στην Ευρώπη, εκτός από τις ΗΠΑ και τον Καναδά, και όλοι αισθανόταν ασφαλείς καθώς, σύμφωνα με το άρθρο 5 της ιδρυτικής συνθήκης της συμμαχίας, μια επίθεση σε ένα μέλος προκαλεί την απάντηση όλων. Τι λένε οι αριθμοί Η αλήθεια είναι ότι οι αμυντικές δαπάνες του ΝΑΤΟ μειώθηκαν απότομα μετά τον Ψυχρό Πόλεμο –από 4,1% του ΑΕΠ το 1990 σε 2,6% του ΑΕΠ το 2000–, ακόμη και όταν η συμμαχία επεκτάθηκε. Μετά από 15 χρόνια τα μέλη συμφώνησαν στη σύνοδο κορυφής στην Ουαλία το 2014 να συνεισφέρουν τουλάχιστον το 2% του ΑΕΠ τους στη συμμαχία έως το 2024. Ο Τραμπ είχε θέσει το ζήτημα της αύξησης των δαπανών για το ΝΑΤΟ από τα μέλη της συμμαχίας λόγω της στρατιωτικής υπεροχής των ΗΠΑ έναντι των υπόλοιπων μελών και κατά την πρώτη θητεία του, λέγοντας ότι οι ΗΠΑ επωμίζονται το αμυντικό βάρος της συμμαχίας χωρίς κέρδος. Μέχρι το 2017, όταν ο Τραμπ ορκίστηκε πρόεδρος των ΗΠΑ, μόνο τέσσερις χώρες πληρούσαν αυτό το όριο, με τη χώρα μας μάλιστα να βρίσκεται σε αυτή την τετράδα λόγω ανάγκης. Σε όλη τη σύγχρονη ιστορία της, και ειδικά μετά την εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο το 1974, η Ελλάδα υποχρεώθηκε εκ των πραγμάτων να διατηρεί ψηλά τις δαπάνες για την άμυνα, ξεπερνώντας το όριο του 3% του ΑΕΠ, αλλά και να δαπανά περίπου 1% του ΑΕΠ της ετησίως σε εξοπλισμούς. Ποιός δεν θυμάται την «αγορά του αιώνα» το 1985, όταν η Ελλάδα δαπάνησε 200 δισ. (δραχμές τότε) για την αγορά 80 μαχητικών αεροσκαφών (40 F-16 και 40 Μιράζ 2000);. Η Ελλάδα, με αυτό το ύψος δαπανών, βρισκόταν από τότε στην τετράδα των χωρών με τις υψηλότερες αμυντικές δαπάνες, μαζί με τις ΗΠΑ, το Ηνωμένο Βασίλειο και την Πολωνία. Μέχρι το 2022, ο αριθμός των χωρών του ΝΑΤΟ που πληρούν τον πήχη του 2% του ΑΕΠ για την άμυνα είχε φτάσει τις οκτώ: ΗΠΑ, Ηνωμένο Βασίλειο, Ελλάδα, Πολωνία, Λετονία, Λιθουανία, Εσθονία και Κροατία. Στη συνέχεια, καθώς ο πόλεμος στην Ουκρανία συνεχίστηκε και οι φόβοι για τις επεκτατικές φιλοδοξίες της Ρωσίας αυξήθηκαν, περισσότερα ευρωπαϊκά μέλη αύξησαν τους στρατιωτικούς προϋπολογισμούς τους. Ο αριθμός των χωρών αυξήθηκε σε 11 το 2023, με την Ουγγαρία, τη Ρουμανία, τη Σλοβακία και τη νεοεισερχόμενη στο ΝΑΤΟ Φινλανδία να δαπανούν όλες πάνω από 2%, ενώ η Κροατία έπεσε κάτω από το όριο. Μέχρι τον Ιούλιο του 2023 τα περισσότερα κράτη-μέλη δεν πλησίαζαν ούτε καν τον στόχο του 2% και η χώρα μας ήταν τρίτη σε αμυντικές δαπάνες, πίσω από την Πολωνία, που έχει αυξήσει σημαντικά τα ποσά που ξοδεύει λόγω του πολέμου στην Ουκρανία, και τις ΗΠΑ. Στο τέλος του 2023, οι χώρες που ήταν πάνω από τον στόχο ήταν η Πολωνία (3,9%), οι ΗΠΑ (3,49%), η Ελλάδα (3,01%), η Εσθονία (2,73%), η Λιθουανία (2,54%), η Φινλανδία (2,45%), η Ρουμανία (2,44%), η Ουγγαρία (2,43%), η Λετονία (2,27%), το Ηνωμένο Βασίλειο (2,07%) και η Σλοβακία (2,03%). Εκείνοι που εξακολουθούσαν να υπολείπονται του στόχου ήταν η Γαλλία (1,9%), το Μαυροβούνιο (1,87%), η Βόρεια Μακεδονία (1,87%), η Βουλγαρία (1,84%), η Κροατία (1,79%), η Αλβανία (1,76%), οι Κάτω Χώρες (1,7%), η Νορβηγία (1,67 %), η Δανία (1,65 %), η Γερμανία (1,57 %), η Τσεχία (1,5%), η Πορτογαλία (1,48%), η Ιταλία (1,46%), ο Καναδάς (1,38%), η Σλοβενία (1,35%), η Τουρκία (1,31%), η Ισπανία (1,26%) και το Βέλγιο (1,26%). Το Λουξεμβούργο είναι η χώρα που δαπανά τα λιγότερα για τις αμυντικές της δαπάνες, με μόλις 0,72% του ΑΕΠ, αν και επισήμως έχει θέσει τον δικό του στόχο να δαπανά το 2% του ΑΕΠ για τον στρατό του. Η Ισλανδία δεν διαθέτει δικό της στρατό, οπότε δεν περιλαμβάνεται στα στοιχεία.
https://www.protagon.gr/apopseis/ellada-o-kalos-stratiwtis-tou-nato-44343079635
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου