Είμαι δίπλα σου στον αγώνα. Είμαι ο άνεργος, ψάχνω μάταια για δουλειά. Ο άστεγος που σκεπάζομαι με χαρτόκουτα. Ο μαθητής. Κρυώνω στην τάξη και περιμένω τα βιβλία. Ο μετανάστης, αυτός που ζητά μια νέα ζωή .
Είναι μαζί μου στη διαδήλωση. Η νοικοκυρά. Δεν μαγείρεψα μου λέει, γιατί πληρώνωτο χαράτσι δεν φτάνει για φαΐ . Η ηλικιωμένη μου φώναξε: Σκέφτομαι τα εγγόνια μου, βλέπω τη σύνταξη να κόβεται, πάω να τα δω με άδεια χέρια. Αυτός ο οποίος είδε τον άνθρωπό του να υποφέρει στα ράντζα των Νοσοκομείων και πλήρωσε τα φάρμακα.
Στέκομαι πλάι σου. Μπορεί να είμαι οποιοσδήποτε εργαζόμενος που δουλεύει για ένα ξεροκόμματο. Ή ο μικρομεσαίος ο οποίος έκλεισε πρόσφατα το μαγαζί από τους φόρους.
Παλεύουμε μαζί. Με το φοιτητή, τον αυριανό επιστήμονα δίχως αύριο. Με τον υπάλληλο που του λεν να γίνει δούλος. Με τον καθηγητή που είδε το μαθητή να πέφτει από την πείνα στο σχολείο.
Διαδηλώνω με σένα. Είμαι γονιός και κλαίω κρυφά, γιατί δεν ξέρω τι να πω στο παιδί μου, όταν απλώνει τα χέρια ζητώντας κι άλλο φαΐ ή ένα παιχνίδι. Είμαι έμπορος, με γονατίζουν οι φόροι, ενώ δεν έχω λόγω της κρίσης πελάτες. Είμαι αγρότης, πριν λίγο καιρό πήγα την παραγωγή στη χωματερή.
Πως θα τα βγάλω πέρα; Τι να κάνω που δεν έχω για το δάνειο; Συλλογίζεται σκεφτικός ο διπλανός μου. Τον ξέρω. Ποτέ δεν έβγαινε σε διαδηλώσεις. Και τώρα φωνάζουμε μαζί.