Πρόλογος – Ο σχηματισμός της Οικουμενικής κυβέρνησης με την συμμετοχή του ΛΚ
Οι εκλογές της 7ης Νοεμβρίου 1926 αποτέλεσαν την πρώτη πολιτική ομαλοποίηση της Χώρας μετά από την πολιτειακή αλλαγή του 1924 και μια τετραετία στρατιωτικών κινημάτων, προνουντσιαμέντων και έντονης εμπλοκής του στρατού στην πολιτική ζωή. Το εκλογικό αποτέλεσμα αποτέλεσε μια εν πολλοίς προδιαγεγραμμένη ισοπαλία μεταξύ βενιζελικών και αντιβενιζελικών κομμάτων λόγω της απλής αναλογικής που χρησιμοποιήθηκε ως εκλογικό σύστημα. Η κρίσιμη κατάσταση των δημοσιονομικών μεγεθών του κράτους και η έντονη λαϊκή επιθυμία σχεδόν εξανάγκασε όλα τα κόμματα να σχηματίσουν Οικουμενική Κυβέρνηση στις 4 Δεκεμβρίου 1926 με πρωθυπουργό τον κοινής αποδοχής Αλέξανδρο Ζαΐμη.
Αναμφίβολα η πλέον σημαντική συμμετοχή στην κυβέρνηση ήταν αυτή του Λαϊκού Κόμματος (ΛΚ), του οποίου ο αρχηγός Παναγής Τσαλδάρης δεν είχε αναγνωρίσει επισήμως την Αβασίλευτη Δημοκρατία, ενώ στέγαζε τα πλέον αδιάλλακτα στοιχεία του αντιβενιζελισμού. Η συμμετοχή του ΛΚ στην κυβέρνηση ήταν απαραίτητη για τους βενιζελικούς ώστε να παρουσιαστεί στο εξωτερικό ένα αρραγές πολιτικό μέτωπο και να διαπραγματευτούν από θέση ισχύος την διευθέτηση των εκκρεμών ζητημάτων. Από την άλλη όμως έπρεπε να δοθούν πολιτικά ανταλλάγματα προς τον αντιβενιζελισμό (διορισμοί αντιβενιζελικών στη δημόσια διοίκηση, λύση του εκκρεμούς αποτακτικού ζητήματος) χωρίς να εξεγερθεί ο βενιζελισμός και το σώμα των βενιζελικών αξιωματικών. Από την άλλη, τόσο οι βουλευτές όσο και οι υπουργοί του ΛΚ που συμμετείχαν στην κυβέρνηση, αλλά κατεξοχήν ο αντιβενιζελικός Τύπος, αντιμετώπιζαν την κυβέρνηση με καχυποψία και αρνητική προδιάθεση.
Η διαρροή των απόρρητων δελτίων πληροφοριών του Α΄ Σώματος Στρατού και το ξέσπασμα πολιτικής κρίσης (16 – 18 Ιανουαρίου 1927).
Μέσα σε αυτό το κλίμα, στις 16 Ιανουαρίου διέρρευσαν από την Καθημερινή δύο σημειώματα εμπιστευτικών πληροφοριών του Α΄ Σώματος Στρατού που έφεραν την υπογραφή του ταγματάρχη Ιωάννη Θεοδοσόπουλου διευθυντή του ΙΙ Επιτελικού Γραφείου, για ύποπτες αντικαθεστωτικές κινήσεις από τους αντιβενιζελικούς υπουργούς Παναγή Τσαλδάρη, Ιωάννη Μεταξά και Γεώργιο Μερκούρη.[1] Τα δύο σημειώματα είχαν συνταχθεί στις 29 Δεκεμβρίου 1926, αφού οι αντιβενιζελικοί υπουργοί είχαν ήδη αναλάβει τα υπουργικά τους καθήκοντα και κοινοποιήθηκαν σε στρατιωτικές φρουρές σε όλη την Ελλάδα αλλά και σε βενιζελικούς αξιωματικούς. Ο συντάκτης τους ταγματάρχης Ι. Θεοδοσόπουλος ήταν φανατικός βενιζελικός αξιωματικός και είχε υπηρετήσει πιστά την δικτατορία του Παγκάλου από διάφορες θέσεις ευθύνης.
Τα σημειώματα όμως ήταν ψευδή σε επίπεδο ανοησίας, καθώς περιέγραφαν τον μετριοπαθή και νομιμόφρονα Τσαλδάρη να προετοιμάζει κίνημα στηριζόμενος σε αντιβενιζελικούς απότακτους αξιωματικούς με τους οποίους βρισκόταν σε επαφή, ενώ και ο Μεταξάς που είχε αναγνωρίσει το αβασίλευτο πολίτευμα στηρίζοντας το πολιτικό του μέλλον σε αυτό, υποτίθεται ότι ετοίμαζε κίνημα στηριζόμενος στον βενιζελικό απόστρατο Παπούλα και στον παγκαλικό Κολιαλέξη.[2] Τα σημειώματα ενέπλεκαν εν ενεργεία και απόστρατους αντιβενιζελικούς αξιωματικούς ως δήθεν μυημένους στο κίνημα, ως δήθεν υπογράφοντες στρατιωτικό πρωτόκολλο, ενώ περιέγραφαν λεπτομερώς συνωμοτικές συναντήσεις τους σε σπίτια αλλά και ταβέρνες. Και όλα αυτά, όχι την προηγούμενη περίοδο που ο αντιβενιζελισμός ήταν εκτός κοινοβουλίου, αλλά μετά από εθνικές εκλογές και αφού οι δύο πολιτικοί αρχηγοί είχαν αναλάβει τα καθήκοντά τους στην Οικουμενική κυβέρνηση!
Ο Τσαλδάρης διέψευσε με οργή το περιεχόμενο και τις πληροφορίες που περιέχονταν στα σημειώματα, αλλά το γεγονός πήρε διαστάσεις στον αντιβενιζελικό Τύπο καθώς θεωρήθηκε ότι αποδείκνυε την ανεντιμότητα των βενιζελικών στην κυβερνητική συνεργασία που εκτυλισσόταν. Εύλογα θεωρήθηκε από τους αντιβενιζελικούς και ως ένδειξη της παραμένουσας ισχύος της βενιζελικής στρατοκρατίας. Επίσης η δημοσίευση των σημειωμάτων δημιουργούσαν ένα θέμα μείζονος τάξης, καθώς φανερωνόταν εμμέσως ότι οι υποτυπώδεις μυστικές υπηρεσίες του κράτους παρακολουθούσαν στενά τις κινήσεις των ηγετών της αντιπολίτευσης. Το εξόφθαλμα ψευδές περιεχόμενο των σημειωμάτων έμοιαζε να είναι μια χαλκευμένη συνομωσία βενιζελικών αξιωματικών για να βρουν δικαιολογία να επέμβουν εκ νέου στα πολιτικά πράγματα της Χώρας, εμποδίζοντας την ομαλοποίηση και την λύση του αποτακτικού. Επίσης ο αντιβενιζελικός Τύπος τόνισε ότι ο ταγματάρχης Θεοδοσόπουλος δεν είχε την δύναμη να προβεί στις ενέργειες αυτές αν δεν είχε την προτροπή ή τουλάχιστον την κάλυψη του διοικητή του Α΄ Σώματος Στρατού, υποστράτηγου Κωνσταντίνου Μανέτα.
Η κορύφωση της κυβερνητικής κρίσης και η απειλούμενη πτώση της Οικουμενικής Κυβέρνησης (19-27 Ιανουαρίου 1927)
Ο Καφαντάρης προσπάθησε με δηλώσεις του να υποβαθμίσει το θέμα, αλλά ο αδιάλλακτος αντιβενιζελικός Τύπος μιλούσε για χτυπήματα που δέχθηκε στο πρόσωπο ο Τσαλδάρης και μιλούσε για ταπείνωση του και για υπουργούς του που επέτρεπαν τον διασυρμό και τον εξευτελισμό του.[3] Τελικά το ζήτημα προκάλεσε σοβαρή κυβερνητική κρίση, καθώς ο Τσαλδάρης, μετά από έντονες πιέσεις που δέχθηκε εσωτερικά από το κόμμα του, απαίτησε την αποστράτευση του βενιζελικού διοικητή του Α΄ Σώματος Στρατού Κωνσταντίνου Μανέτα ενώ ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας του ΛΚ Γεώργιος Μερκούρης απείλησε με παραίτηση.[4] Αλλά και οι βουλευτές των Ελευθεροφρόνων που δεν ήθελαν να χάσουν έδαφος εντός του αντιβενιζελισμού στήριξαν σε πρώτο χρόνο την παροχή ικανοποίησης, πιέζοντας φορτικά τον Μεταξά να μην υποχωρήσει.[5] Ο ίδιος ο Μεταξάς θεωρούσε ότι το ζήτημα ήταν ασήμαντο αλλά έδωσε ευκαιρία στην αδιάλλακτη πτέρυγα των αντιβενιζελικών να δημοκοπήσει.[6] Την επομένη το ΛΚ προσήλθε με νέες απαιτήσεις ζητώντας την παραίτηση του βενιζελικού Υπουργού Στρατιωτικών Αλέξανδρου Μαζαράκη ως υπεύθυνου προϊστάμενου για το ολίσθημα των σημειωμάτων και την απομάκρυνση του Συντάγματος Κρητών από την Αθήνα, καθώς αποτελούσε εστία αντιπειθαρχικής συμπεριφοράς.[7]
Οι δικαιολογίες του Α΄ Σώματος Στρατού για τα σημειώματα δεν έμοιαζαν επαρκείς, ενώ ακόμη χειρότερα, ο διοικητής του Μανέτας δήλωσε σε πρώτο χρόνο ότι δεν θα προέβαινε σε καμία ενέργεια εις βάρος των συντακτών των εγγράφων.[8] Οι Καφαντάρης, Μιχαλακόπουλος και Παπαναστασίου επεδίωξαν να μην υπάρξουν διοικητικές κυρώσεις εναντίον του Μανέτα, ενώ ο Μαζαράκης διαβεβαίωσε ότι το Τμήμα Γραφείου Πληροφοριών είχε ήδη διαλυθεί και οι αξιωματικοί που το στελέχωναν είχαν μετατεθεί.[9] Για να διευθετηθεί το ζήτημα ο Μανέτας απομάκρυνε τον Θεοδόσοπουλο από το Α΄ Σώμα Στρατού στο Φρουραρχείο Πειραιώς, χωρίς όμως να ικανοποιηθούν οι αντιβενιζελικοί που θεωρούσαν την τιμωρία αυτή ως ασήμαντη. Οι βουλευτές του ΛΚ κατέθεσαν επερώτηση στη Βουλή για το ζήτημα αλλά η σχετική συζήτηση αναβλήθηκε με παρέμβαση του Καφαντάρη. Στη συνέχεια οι βουλευτές του ΛΚ διαμαρτυρήθηκαν έντονα για την αναβολή, παρά το γεγονός ότι την στήριξε ακόμη και ο αρχηγός τους Π. Τσαλδάρης.[10] Οι βουλευτές του ΛΚ δεν ικανοποιούνταν από τον συμβιβασμό που προκρινόταν ώστε να διασωθεί η Οικουμενική, ενώ σε κλειστή σύσκεψή τους με τον Τσαλδάρη, ο Σαγιάς πρότεινε ανοιχτά την αποχώρηση του κόμματος από την Οικουμενική Κυβέρνηση.[11]
Η διευθέτηση της κρίσης και ο τελικός συμβιβασμός με την προσωρινή απομάκρυνση Μανέτα (28-29 Ιανουαρίου 1927)
Η πολιτική κρίση σοβούσε για δέκα ημέρες με δηλώσεις των πολιτικών αρχηγών και συνεχή σχετικά δημοσιεύματα στον Τύπο, αλλά ήδη όμως ακούγονταν απόψεις και εντός του ΛΚ να μην πέσει η Οικουμενική Κυβέρνηση για τα σημειώματα, καθώς αυτό θα δυσαρεστούσε την κοινή γνώμη και όλο το πολιτικό κόστος θα το εισέπραττε το ΛΚ.[12] Ο Μεταξάς εργαζόταν πυρετωδώς για ένα συμβιβασμό ενώ σε συνάντησή τους πρότεινε στον Τσαλδάρη να μην επιμείνει στην τιμωρία του Μανέτα για να μην πέσει η κυβέρνηση.[13] Η κρίση εκτονώθηκε στην συνεδρίαση του υπουργικού συμβουλίου της 28ης Ιανουαρίου χάρις σε συμβιβαστική πρόταση του Μεταξά,[14] σύμφωνα με την οποία αφαιρέθηκε για ένα μήνα από τον Μανέτα η διοίκηση του Α΄ Σώματος Στρατού, κάτι που πάντως θεωρήθηκε από τον αντιβενιζελικό Τύπο ως πολιτική νίκη της επιμονής του Τσαλδάρη και όχι ως επιτυχή συμβιβαστικό ελιγμό του Μεταξά.[15]
Επίσης η κυβέρνηση αποφάσισε ομόφωνα να διεξαχθούν ανακρίσεις στην αρμόδια υπηρεσία και στους αξιωματικούς που συμμετείχαν στην σύνταξη των δελτίων πληροφοριών. Πάντως ο αντιβενιζελικός Τύπος κατήγγειλε ότι οι σχετικές ανακρίσεις που διεξήχθησαν από τον υποστράτηγο Ζαφείριο Παπαθανασίου γνωστό βενιζελικό αξιωματικό ήταν προσχηματικές, αφού όσοι ανακρίνονταν δεν έδιναν όρκο, ενώ δεν τηρούνταν καν πρακτικά.[16] Στις ανακρίσεις όσοι αξιωματικοί προσέρχονταν επέμειναν ότι δεν υπήρχε τίποτε αντικανονικό στα σημειώματα, αλλά αυτά είχαν συνταχθεί βάσει των στρατιωτικών κανονισμών. Ο Θεοδοσόπουλος περιέγραψε τον ρόλο του στη σύνταξη των σημειωμάτων ως καθαρά διεκπεραιωτικό, αφού έλαβε τις πληροφορίες από διάφορες υπηρεσίες και τις συνέταξε σε ένα απόρρητο σημείωμα το οποίο διακίνησε βάσει του κανονισμού, ενώ δεν είχε καμμία υποχρέωση να διασταυρώσει το περιεχόμενό τους.
Από τα υπάρχοντα στοιχεία είναι σαφές ότι οι βενιζελικοί πολιτικοί αρχηγοί δεν είχαν εμπλοκή στην δράση των υποτυπωδών μυστικών υπηρεσιών του Στρατού, ούτε και στη σύνταξη των σημειωμάτων. Αντίθετα η δημοσίευσή των σημειωμάτων τους έφερε σε ιδιαίτερα δύσκολη θέση, καθώς τους παρουσίασε ως ανήμπορους να επιβληθούν στους βενιζελικούς αξιωματικούς, κρίσιμο πολιτικό ζητούμενο για την εποχή εκείνη που ήταν και ευρύτερη λαϊκή απαίτηση.
Συμπέρασμα
Τα σημειώματα του Α΄ Σώματος Στρατού φαίνεται από τις υπάρχουσες ενδείξεις να ήταν μάλλον μια σχετικά ανώδυνη προβοκάτσια των βενιζελικών αξιωματικών, ενδεικτική όμως των διαθέσεών τους, καθώς είχαν δυσαρεστηθεί από την μελετούμενη λύση του αποτακτικού και την πιθανή επαναφορά αντιβενιζελικών αξιωματικών στο στράτευμα. Πρόσθετη απόδειξη αυτού, αποτελεί και το τελικό πόρισμα των ανακρίσεων του υποστράτηγου Παπαθανασίου. Εκτός από την εξόφθαλμη προσπάθεια συγκάλυψης, καθώς ουσιαστικά αθώωνε όλους τους εμπλεκομένους ως δήθεν εύπιστους και παρασυρόμενους από φήμες, το πόρισμα έφτανε στο σημείο να προβαίνει σε πολιτικές φανερά αντιπειθαρχικές τοποθετήσεις, αναφέροντας ότι η αναταραχή στο Στρατό προερχόταν από το εκκρεμές του πολιτειακού ζητήματος, η οποία μπορούσε να οδηγήσει ακόμη και σε επικίνδυνα απρόοπτα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου