Λιτότητα ή ανάκαμψη; Αν και από την αρχή της οικονομικής κρίσης, που ξέσπασε το 2007, οι κυβερνήσεις έχουν ήδη λάβει την απόφασή τους, οι ειδικοί σε διάφορους επιστημονικούς κλάδους συνεχίζουν τις συζητήσεις... με μεγάλη σύνεση και επιφυλακτικότητα, η οποία εντείνεται από το γεγονός ότι οι ίδιοι σπανίως είναι τα πρώτα θύματα των δημοσιονομικών περικοπών. Ωστόσο, εάν εξετάζαμε τις οικονομικές πολιτικές με τα κριτήρια που ισχύουν για την αξιολόγηση της ιατρικής έρευνας, αυτό θα μας επέτρεπε να δώσουμε μια ξεκάθαρη απάντηση στο παραπάνω ερώτημα.
Των David Stuckler και Sanjay Basu
«Σας ευχαριστούμε για τη συμμετοχή σας σε αυτό το κλινικό τεστ. Ίσως εσείς δεν θυμάστε να δώσατε ποτέ τη συγκατάθεσή σας για να συμμετάσχετε σε αυτό, εντούτοις στρατολογηθήκατε τον Δεκέμβριο του 2007, στις αρχές της Μεγάλης Ύφεσης. Η θεραπευτική αγωγή δεν σας χορηγήθηκε από γιατρούς ή νοσοκόμους, αλλά από πολιτικάντηδες, οικονομολόγους και υπουργούς Οικονομικών. Στο πλαίσιο της κλινικής μελέτης, σας υποχρέωσαν να ακολουθήσετε -τόσο εσείς όσο κι εκατομμύρια άλλα άτομα- τα εξής δύο πειραματικά πρωτόκολλα: τη λιτότητα ή την ανάκαμψη. Η λιτότητα είναι ένα φάρμακο που αποσκοπεί στην αντιμετώπιση των συμπτωμάτων του χρέους και του ελλείμματος, έτσι ώστε να γίνει εφικτή η θεραπεία της ύφεσης. Συνίσταται δε στην περικοπή των κυβερνητικών δαπανών που αφορούν την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, την ενίσχυση των ανέργων και την κοινωνική στέγη ή την επιδότηση του ενοικίου.
Εάν έχετε δεχτεί μια πειραματική δόση λιτότητας, ίσως προσέξατε τεράστιες ανατροπές στον κόσμο που σας περιβάλλει. Εάν, αντίθετα, ανήκετε στην πειραματική ομάδα στην οποία χορηγήθηκε δόση ανάκαμψης, ίσως η ζωή σας να μην έχει αναστατωθεί από την ανεργία και την ύφεση. Είναι μάλιστα πιθανόν ότι η κατάσταση της υγείας σας θα είναι καλύτερη απ' ό,τι πριν από την κρίση...».
Βέβαια, στην πραγματικότητα, ποτέ σας δεν δεχθήκατε αυτό το μήνυμα. Κι όμως...
Για να επιλεγεί η καλύτερη θεραπευτική αγωγή, οι ερευνητές στον κλάδο της ιατρικής καταφεύγουν σε «τυχαιοποιημένες ελεγχόμενες μελέτες» μεγάλης κλίμακας.1 Στον τομέα της πολιτικής, αποδεικνύεται εξαιρετικά δύσκολο -αν όχι αδύνατο- να ενταχθεί μια ολόκληρη κοινωνία σε τεστ παρόμοιας κλίμακας, έτσι ώστε να καταστεί εφικτός ο πειραματισμός πάνω στα κοινωνικά μέτρα. Σε ορισμένες περιπτώσεις, όμως, που οι πολιτικοί ιθύνοντες βρίσκονται αντιμέτωποι με παρόμοιες καταστάσεις επιλέγουν μερικές φορές λύσεις που κινούνται προς εντελώς διαφορετικές κατευθύνσεις. Τότε αυτά τα «πειράματα σε φυσική κλίμακα» προσφέρουν στους επιστήμονες τη δυνατότητα να μελετήσουν τις υγειονομικές επιπτώσεις των πολιτικών επιλογών.2
Έτσι, κατά τη διάρκεια των διαφόρων περιόδων της ύφεσης, αναλύσαμε δεδομένα που προέρχονται από τις πλέον διαφορετικές περιοχές του πλανήτη, μετρώντας τις κοινωνικές επιπτώσεις των μέτρων λιτότητας και ανάκαμψης. Πολλά από τα αποτελέσματα στα οποία καταλήξαμε ήταν προβλέψιμα. Όταν οι άνθρωποι χάνουν τη δουλειά τους, υπάρχουν μεγαλύτερες πιθανότητες να στραφούν στα ναρκωτικά, στον αλκοολισμό ή να αναπτύξουν αυτοκτονικές τάσεις, όπως στις Ηνωμένες Πολιτείες, κατά τη δεκαετία του 1930, ή στη Ρωσία, κατά την περίοδο των μαζικών ιδιωτικοποιήσεων, τη δεκαετία του 1990. Αλλά, ανακαλύψαμε, επίσης, ότι το επίπεδο της υγείας ορισμένων κοινοτήτων, ακόμα και ολόκληρων εθνών, βελτιώθηκε από τη στιγμή της κατάρρευσης της οικονομίας τους. Γιατί, όμως;
Ένα μάθημα για τους λαούς
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα των ερευνών μας, δύο χώρες μάς προσφέρουν το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα αυτής της Ευρώπης που έχει βυθιστεί στην κρίση από τα τέλη της δεκαετίας του 2000: η Ισλανδία3 και η Ελλάδα.4
Την περίοδο 2007-2010 -τα χειρότερα χρόνια της κρίσης- το ποσοστό θνησιμότητας μειωνόταν σταθερά στην Ισλανδία, παρά την ελαφρά (όχι όμως και ενδεικτική) αύξηση των αυτοκτονιών λόγω της κατάρρευσης των χρηματαγορών. Κατά τη διάρκεια των ερευνών μας σχετικά με την εκδήλωση της ύφεσης στις χώρες της Ευρώπης, είχαμε ανακαλύψει ότι οι τραπεζικές κρίσεις προκαλούν συνήθως μια βραχυπρόθεσμη αύξηση των καρδιακών επεισοδίων. Ωστόσο, δεν συνέβη κάτι τέτοιο στην Ισλανδία.
Τον Οκτώβριο του 2008, όταν το Ρέικιαβικ βρέθηκε αντιμέτωπο με την κρίση των subprimes στις Ηνωμένες Πολιτείες και με τα αλόγιστα οικονομικά ανοίγματα των τραπεζών της χώρας, κατέφυγε σε πρώτη φάση στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, ζητώντας του να καταστρώσει ένα σχέδιο διάσωσης. Tο σχέδιο προέβλεπε πολιτικές λιτότητας, κυρίως στο επίπεδο του συστήματος δημόσιας υγείας, το οποίο το ΔΝΤ χαρακτήρισε «υπερπολυτελές» και όφειλε συνεπώς, κατά τη γνώμη του, να υποστεί μείωση της χρηματοδότησής του, της τάξης του 30%.
Οι Ισλανδοί αρνήθηκαν το σχέδιο διαδηλώνοντας μαζικά. Τότε, στις αρχές του 2010, συνέβη ένα απρόσμενο γεγονός. Ο Ισλανδός πρόεδρος ρώτησε τον λαό της χώρας τι πραγματικά επιθυμούσε: έπρεπε άραγε το κράτος να απορροφήσει το ιδιωτικό χρέος για να διασώσει τους τραπεζίτες, ενώ παράλληλα θα μείωνε δραστικά τον προϋπολογισμό της κυβέρνησης; Ή μήπως η κυβέρνηση όφειλε να αρνηθεί να πληρώσει, επενδύοντας στην ανασυγκρότηση της οικονομίας; Στο δημοψήφισμα που ακολούθησε, το 93% των Ισλανδών τάχθηκε υπέρ της δεύτερης άποψης.
Με λίγα λόγια, εν μέσω ύφεσης, η Ισλανδία επέλεξε να συνεχίσει να αυξάνει τις δαπάνες που είναι αφιερωμένες στην κοινωνική προστασία: από 280 δισεκατομμύρια κορόνες το 2007 (περίπου 1,6 δισ. ευρώ), αυξήθηκαν στα 379 δισ. κορόνες το 2009 (περίπου 2,3 δισ. ευρώ). Αυτά τα ποσά αναλογούσαν αντιστοίχως στο 21% και στο 25% του ΑΕΠ της χώρας. Οι συμπληρωματικές δαπάνες που αποφασίστηκαν το 2010 διατέθηκαν μεταξύ άλλων για τη χρηματοδότηση των νέων προγραμμάτων «ελάφρυνσης του χρέους» των ιδιοκτητών ακινήτων, των οποίων τα περιουσιακά στοιχεία άξιζαν πλέον λιγότερο από το ύψος των δανείων που είχαν λάβει. Tο εγχείρημα επέτρεψε να αποτραπεί η εκρηκτική αύξηση του αριθμού των άστεγων. Το 2012, η ισλανδική οικονομία κατέγραφε ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης της τάξης του 3%, ενώ η ανεργία έπεφτε κάτω από το 5%. Τον Ιούνιο του ίδιου έτους, η Ισλανδία πραγματοποίησε την αποπληρωμή των δανείων που είχε λάβει νωρίτερα απ' ό,τι προβλεπόταν. Το ΔΝΤ αναγκάστηκε να αναγνωρίσει ότι η ασυνήθιστη προσέγγιση της Ισλανδίας είχε οδηγήσει σε μια «εντυπωσιακά» ισχυρή ανάκαμψη...5
Νοτιότερα, η Ελλάδα χρησίμευσε ως εργαστήριο για τη μελέτη των επιπτώσεων των πολιτικών λιτότητας. Τον Μάιο του 2010, το ΔΝΤ της πρότεινε ένα δάνειο που συνοδευόταν από τους συνηθισμένους του όρους: ιδιωτικοποίηση των δημόσιων επιχειρήσεων και υποδομών και πετσόκομμα των προγραμμάτων κοινωνικής προστασίας. Όπως συνέβη και στην Ισλανδία, οι Έλληνες διαδηλωτές ζητούσαν τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος για να αποφανθεί ο λαός σχετικά με αυτήν τη συμφωνία. Ωστόσο, το σχέδιο λιτότητας εφαρμόστηκε χωρίς να έχει ποτέ ψηφιστεί: αντίθετα απ' ό,τι συνέβη στην Ισλανδία, εδώ είχαμε αναστολή της Δημοκρατίας.
Αντιμέτωποι με την αύξηση της ανεργίας, τη μαζική απώλεια των περιουσιών τους και την αύξηση του ιδιωτικού χρέους, πολλοί Έλληνες, για να επιβιώσουν, αναγκάστηκαν να στραφούν στα προγράμματα κοινωνικής προστασίας. Ωστόσο, καθώς αυτά τα προγράμματα ήταν αποδυναμωμένα από τα μέτρα λιτότητας, δεν ήταν σε θέση να καλύψουν την αυξημένη ζήτηση που εμφανίστηκε ξαφνικά. Στον βαθμό που οι προϋπολογισμοί των νοσοκομείων μειώνονταν, γινόταν ολοένα δυσκολότερη υπόθεση η εξέταση από έναν γιατρό. Οι ουρές διπλασιάστηκαν και στη συνέχεια τριπλασιάστηκαν. Σε συνέντευξη που έδωσε στους «New York Times» ο Κώστας Συρίγος, διευθυντής του Ογκολογικού Τμήματος του νοσοκομείου "Σωτηρία", διηγήθηκε την ιστορία μιας ασθενούς η οποία είχε προσβληθεί από τον χειρότερο καρκίνο που είχε δει στη ζωή του. Οι μεταρρυθμίσεις που επέβαλε η τρόικα την είχαν εμποδίσει επί ένα χρόνο να λάβει ιατροφαρμακευτική περίθαλψη. Όταν εμφανίστηκε σε μια «παράνομη κλινική με εθελοντές γιατρούς»,6 ο όγκος είχε ήδη τρυπήσει το δέρμα της ασθενούς κι είχε αρχίσει να πυορροεί πάνω στα ρούχα της. Η γυναίκα υπέφερε φριχτά και σκούπιζε την πυορροούσα πληγή της με χαρτοπετσέτες.7
Τον Μάιο του 2010, αμέσως μετά την έναρξη της εφαρμογής του πρώτου σχεδίου διάσωσης που είχε εκπονήσει το ΔΝΤ, η φαρμακευτική εταιρεία Novo Nordisk εγκατέλειψε την Ελλάδα επειδή το Ελληνικό Δημόσιο τής όφειλε 36 εκατομμύρια δολάρια. Η συγκεκριμένη αποχώρηση όχι μόνο προκάλεσε την απώλεια θέσεων εργασίας, αλλά άφησε και 50.000 διαβητικούς χωρίς ινσουλίνη.
Το ποσοστό αυτοκτονιών αυξήθηκε, ιδιαίτερα στους άνδρες: μεταξύ 2007 και 2009, προτού καν εφαρμοστεί το πρόγραμμα του ΔΝΤ, είχε ήδη κάνει ένα άλμα της τάξης του 20%. Στις 4 Απριλίου του 2012, ο Δημήτρης Χριστούλας πήγε στην πλατεία Συντάγματος και αυτοπυροβολήθηκε στα σκαλοπάτια της Βουλής δηλώνοντας: «Δεν αυτοκτονώ. Αυτοί με σκοτώνουν». Στην τσέπη του βρέθηκε μια επιστολή, η οποία εξηγούσε το διάβημα του: «Η κυβέρνηση [...] κατέστρεψε το μοναδικό μέσο επιβίωσης που διέθετα, μια ικανοποιητική σύνταξη για την οποία εγώ πλήρωνα εισφορές επί τριάντα πέντε χρόνια. [...] Αφού η προχωρημένη ηλικία μου δεν μου επιτρέπει να αντιδράσω ενεργά (όμως, αν ένας Έλληνας άρπαζε ένα καλάσνικοφ, εγώ θα τον ακολουθούσα), δεν βλέπω άλλη λύση για να τερματίσω με αξιοπρέπεια τη ζωή μου και για να μην αναγκαστώ να ψάχνω την τροφή μου στα σκουπίδια».
Οι οργανώσεις που ασχολούνται με την ψυχολογική υποστήριξη αναφέρουν ότι διπλασιάστηκαν οι κλήσεις των ατόμων που ζητούν βοήθεια. Και πρόκειται μονάχα για την ορατή πλευρά του παγόβουνου. Χωρίς αμφιβολία, ορισμένοι Έλληνες προτίμησαν να μην αναζητήσουν βοήθεια λόγω του στιγματισμού που συνοδεύει την έσχατη ψυχολογική απόγνωση σε αυτή τη χώρα: για παράδειγμα, η Ορθόδοξη Εκκλησία αρνείται να θάψει όσους αυτοκτονούν. Πολλοί γιατροί θεωρούν ότι πίσω από την αύξηση του αριθμού των «τραυματισμών από μη εξακριβώσιμη αιτία» και των διάφορων άλλων περίεργων αιτιών θανάτου κρύβονται μεταμφιεσμένες αυτοκτονίες, σε μια απόπειρα να σωθεί η τιμή των οικογενειών.
Στην Ελλάδα, τα τελευταία σαράντα χρόνια, τα προγράμματα ψεκασμών εμπόδιζαν την ανάπτυξη ασθενειών που μεταδίδονται από τα κουνούπια. Μετά τις δραστικές περικοπές που υπέστησαν οι περιφερειακοί προϋπολογισμοί, τον Αύγουστο του 2010 έκανε την εμφάνισή της στο νότιο τμήμα της χώρας η επιδημία του ιού του Δυτικού Νείλου η οποία προκάλεσε τον θάνατο 62 ατόμων. Η ελονοσία ξαναεμφανίστηκε στη χώρα για πρώτη φορά μετά τη δεκαετία του 1970. Οι αρχές κατέγραψαν επίσης αύξηση του αριθμού των μολύνσεων από τον ιό του AIDS στο κέντρο της Αθήνας, γεγονός πρωτοφανές στην Ευρώπη εδώ και πολλά χρόνια: μεταξύ Ιανουαρίου και Οκτωβρίου του 2011, δεκαπλασιάστηκε ο αριθμός των νέων κρουσμάτων μεταξύ των χρηστών ναρκωτικών. Προηγουμένως είχαν καταργηθεί οι πιστώσεις χάρη στις οποίες διατίθεντο δωρεάν σύριγγες στους τοξικομανείς. Την περίοδο 2010-2011, η χρήση ηρωίνης αυξήθηκε κατά 20%, κυρίως ανάμεσα στους νέους. Δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι η συγκεκριμένη ηλικιακή κατηγορία πλήττεται από επίπεδο ανεργίας της τάξης του 40%.
Το ελληνικό υπουργείο Υγείας διαθέτει ελάχιστα περιθώρια ελιγμών, καθώς ο ετήσιος προϋπολογισμός του έχει περικοπεί κατά το ήμισυ. Παρόλα αυτά, εξακολουθούσε να υφίσταται μια δημοκρατική πολιτική επιλογή: η προσφυγή στη λαϊκή ετυμηγορία. Τον Νοέμβριο του 2011, τη στιγμή που είχε διαπιστωθεί η επιδημία του AIDS, ο πρωθυπουργός της χώρας Γιώργος Παπανδρέου αποπειράθηκε να μιμηθεί το ισλανδικό παράδειγμα εξαγγέλλοντας δημοψήφισμα, στο οποίο ο λαός θα αποφαινόταν για το κατά πόσο θα επιθυμούσε τη συνέχιση της «θεραπείας της λιτότητας». Για τον ελληνικό λαό ήταν ξεκάθαρο ότι τα μέτρα λιτότητας ήταν αναποτελεσματικά. Παρά τις δημοσιονομικές περικοπές, το δημόσιο χρέος εξακολουθούσε να αυξάνεται ως ποσοστό του ΑΕΠ (165% του ΑΕΠ το 2011). Όμως, κάτω από την πίεση της τρόικας και των υπόλοιπων ευρωπαϊκών κυβερνήσεων (κυρίως της γαλλικής και της γερμανικής), ο Παπανδρέου ακύρωσε το δημοψήφισμα και εξωθήθηκε στην παραίτηση.
Όπως συνέβη και στην περίπτωση της Ισλανδίας, το ΔΝΤ αναγκάστηκε τελικά, το 2012, να προβεί στην εξής ομολογία: «Υποτιμήσαμε τις αρνητικές επιπτώσεις της λιτότητας στην απασχόληση και την οικονομία».8 Όμως, η επιβολή αυτής της δοκιμασίας στην Ελλάδα αποτελούσε λιγότερο μια οικονομική στρατηγική και περισσότερο ένα πολιτικό σχέδιο. Πράγματι, η Γερμανίδα καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ παρουσίασε το σχέδιο βοήθειας προς την Αθήνα ως ένα μάθημα που απευθύνεται προς την υπόλοιπη Ευρώπη: «Αυτές οι χώρες θα δουν ότι ο δρόμος που ακολούθησε η Ελλάδα δεν είναι εύκολος. Θα κάνουν, λοιπόν, τα πάντα για να τον αποφύγουν».9
Οι οικονομικές πολιτικές δεν είναι ούτε παθογόνοι οργανισμοί, ούτε ιοί που προκαλούν άμεσα μια ασθένεια. Ωστόσο, είναι η «αιτία των αιτίων»: ο υπολανθάνων παράγοντας ο οποίος καθορίζει ποιος θα εκτεθεί στους μεγαλύτερους υγειονομικούς κινδύνους. Αυτός είναι και ο λόγος που η παραμικρή τροποποίηση ενός εθνικού προϋπολογισμού μπορεί να έχει σημαντικές -και μερικές φορές ακούσιες- συνέπειες πάνω στην ευημερία του πληθυσμού.
Διαθέτουμε πλέον σοβαρά στοιχεία, τα οποία μας επιτρέπουν να συμπεράνουμε ότι ο πραγματικός κίνδυνος για τη δημόσια υγεία δεν είναι η ύφεση καθεαυτή, αλλά η υιοθέτηση πολιτικών λιτότητας για την αντιμετώπισή της. Με άλλα λόγια, εάν το «ελληνικό πείραμα» είχε πραγματοποιηθεί με κριτήρια εξίσου αυστηρά με εκείνα που ισχύουν για τις κλινικές δοκιμές, θα είχε διακοπεί προ πολλού από το «συμβούλιο ηθικής» που μεριμνά για την τήρηση της ιατρικής δεοντολογίας και της βιοηθικής.
http://tvxs.gr/