Ο Ιούλιος του 2024 θα καταγραφεί στην Ιστορία ως ένας από τους πιο σημαντικούς μήνες της αμερικανικής πολιτικής. Λαμβάνοντας υπόψη την απόπειρα δολοφονίας του Ντόναλντ Τραμπ, την αποχώρηση του Τζο Μπάιντεν από την προεδρική κούρσα και την ανάδειξη της Κάμαλα Χάρις ως επικρατέστερης για την υποψηφιότητα του Δημοκρατικού Κόμματος, είναι δύσκολο να συμβαδίσει κανείς με τον ξέφρενο ρυθμό των πολιτικών εξελίξεων. Ενώ ορισμένοι μπορεί να στρέφονται στο παρελθόν για καθοδήγηση ή καθησύχαση, δεν είναι σαφές αν οποιαδήποτε ιστορική σύγκριση μπορεί πραγματικά να ταιριάξει με το απόλυτο δράμα των τελευταίων εβδομάδων. Από τότε που κατέστη σαφές ότι ο Τραμπ θα ήταν και πάλι ο υποψήφιος του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος, οι Δημοκρατικοί άρχισαν να παρουσιάζουν τις εκλογές ως μια υπαρξιακή μάχη μεταξύ
δημοκρατίας και αυταρχισμού. Ο Μπάιντεν αναδεικνυόταν ως ένας ηγέτης όμοιος του Ουίνστον Τσόρτσιλ, ο οποίος όχι μόνο θα προστάτευε τους δημοκρατικούς θεσμούς και τις δημοκρατικές αξίες στις Ηνωμένες Πολιτείες, αλλά θα υπερασπιζόταν επίσης την ελευθερία της Ευρώπης, υποστηρίζοντας την Ουκρανία. Αντιθέτως, ο Τραμπ συχνά παρουσιαζόταν ως «ο Χίτλερ της Αμερικής» –όπως ο δικός του υποψήφιος αντιπρόεδρος, ο γερουσιαστής Τζέι Ντι Βανς, τον είχε χαρακτηρίσει κάποτε–, ο οποίος είναι αποφασισμένος να μετατρέψει τη χώρα σε μια αυταρχική δυστοπία. Αυτό ήταν το αφήγημα της προεκλογικής εκστρατείας του Μπάιντεν, και αν οι πρώτες παρατηρήσεις της προσφέρουν κάποιες ενδείξεις, αυτό θα είναι και το αφήγημα της Κάμαλα Χάρις. Δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι οι Ρεπουμπλικανοί βλέπουν τα πράγματα διαφορετικά. Σε μια ιδιωτική συνομιλία, ένας σύμβουλος της εκστρατείας Τραμπ-Βανς προέβη σε έναν απροσδόκητο ιστορικό παραλληλισμό. Αντί να συγκρίνει τις ΗΠΑ με τη Βρετανία κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, προέβη σε συγκρίσεις με τη μεταπολεμική Βρετανία, η οποία ήταν, κατά την άποψή του, νικήτρια μεν αλλά υπερβολικά επιβαρυμένη. Στον απόηχο του Β’ Παγκοσμίου, η κύρια πολιτική πρόκληση της Βρετανίας ήταν εσωτερική, με το Συντηρητικό Κόμμα, που αντιπροσώπευε τις ελίτ και τη Βρετανική Αυτοκρατορία, να αντιμετωπίζει το φιλικό προς την εργατική τάξη Εργατικό Κόμμα, το οποίο εστιαζόταν στην επίτευξη της ειρήνης στο εσωτερικό. Remaining Time-0:00 Fullscreen Mute Ο συνομιλητής μου είπε ότι οι σημερινοί Δημοκρατικοί τού θυμίζουν τους Συντηρητικούς, οι οποίοι αντιπροσώπευαν την ανώτερη τάξη, ενσάρκωναν το πολιτικό κατεστημένο και επεδίωκαν να διατηρήσουν την αίγλη μιας παγκόσμιας αυτοκρατορίας σε μια περίοδο περιστολής των δαπανών. Το φιλεργατικό πρόγραμμα του Τραμπ και του Βανς, ισχυρίστηκε, αντικατοπτρίζει πιο άμεσα το πρόγραμμα του μεταπολεμικού Εργατικού Κόμματος. Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο το Εργατικό Κόμμα είχε ιδιαίτερη απήχηση στην εργατική τάξη, η οποία αισθανόταν ότι έφερε στις πλάτες της μεγαλύτερο βάρος από εκείνο που αντικειμενικά της αναλογούσε, υπέφερε από τις συνέπειες των διεθνιστικών εξωτερικών πολιτικών και γενικά είχε «αφεθεί πίσω». Παρομοίως, ο Τραμπ και ο Βανς ισχυρίζονται ότι μιλούν για τους «λησμονημένους» Αμερικανούς, ενώ βασικός στόχος της εκστρατείας τους είναι η ανασύσταση της ταξικής βάσης του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος. Ο Τραμπ και οι υποστηρικτές του συχνά επισημαίνουν ότι οι Δημοκρατικοί είναι πλέον το κόμμα της Γουόλ Στριτ, του Χόλιγουντ και της Σίλικον Βάλεϊ. Πλέον, οι σύμβουλοι του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος επιδιώκουν να μεταμορφώσουν τους «Ρεπουμπλικανούς των Εξοχικών Λεσχών» σε «Ρεπουμπλικάνους της Εργατικής Τάξης». Οταν ο Βανς είπε ότι ήλπιζε να γιορτάσει τα δέκα χρόνια νηφαλιότητας της μητέρας του στον Λευκό Οίκο, απευθυνόταν σε ένα πολύ συγκεκριμένο κοινό Αμερικανών της εργατικής τάξης που αγωνίζονται να τα βγάλουν πέρα σε μέρη που «σαρώθηκαν από την παγκοσμιοποίηση», όπως μου το έθεσε ένας σύμβουλος στρατηγικής των Ρεπουμπλικανών. Επιπλέον, ακριβώς όπως η μεταπολεμική βρετανική Αριστερά εκστράτευε κατά της καταστροφικής επιρροής των ελίτ της ανώτερης τάξης, ο Τραμπ και ο Βανς βάλλουν κατά του κατεστημένου της Ουάσινγκτον. Στο εμβληματικό του δοκίμιο «Το Λιοντάρι και ο Μονόκερος» του 1941, ο Τζορτζ Οργουελ –ένθερμος υποστηρικτής των Εργατικών– απηύθυνε έκκληση για την αντικατάσταση του μανδαρινάτου της Βρετανίας, που δεν είχε καμία επαφή με την πραγματικότητα. Το κίνημα MAGA (Make America Great Again) είναι εξίσου καχύποπτο και με την κοινότητα εθνικής ασφάλειας, τη στρατιωτική ηγεσία και τις μεγάλες επιχειρήσεις, τρίτα μέρη τα οποία οι σημερινοί Ρεπουμπλικανοί θεωρούν προσκείμενα στο Δημοκρατικό Κόμμα. Στο πλαίσιο του Project 2025 που κατάστρωσε η (συντηρητική δεξαμενή σκέψης) Heritage Foundation προτείνεται η απόλυση των 50.000 ομοσπονδιακών δημοσίων υπαλλήλων που συναποτελούν το διοικητικό κράτος και η αντικατάστασή τους με μια νέα ηγετική τάξη – πρόταση που ο Τζέι Ντι Βανς έχει υποστηρίξει με ενθουσιασμό. Αλλά για τον συνομιλητή μου, ο πιο σημαντικός παραλληλισμός μεταξύ του σημερινού Ρεπουμπλικανικού Κόμματος των ΗΠΑ και του μεταπολεμικού Εργατικού Κόμματος της Βρετανίας έγκειται στις θέσεις των δύο κομμάτων για τον ρόλο των χωρών τους στη διεθνή σκηνή. Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο η Βρετανία κλήθηκε, είτε να διατηρήσει την αυτοκρατορία της, είτε –όπως υποστήριζαν οι Εργατικοί– να επικεντρωθεί στη βελτίωση της ευημερίας στο εσωτερικό. Σύμφωνα με τους συμβούλους του Τραμπ, οι ΗΠΑ αντιμετωπίζουν σήμερα ένα παρόμοιο δίλημμα. Στις προεκλογικές συγκεντρώσεις του ο Τραμπ επικρίνει συχνά αυτό που θεωρεί στρατηγικό υπερβάλλοντα ζήλο (strategic overreach) των ΗΠΑ, σημειώνοντας ότι ως πρόεδρος δεν προκάλεσε κάποιον μεγάλο πόλεμο ούτε διευκόλυνε ξένες επεμβάσεις. Η (επαν)εκλογή του, υποστηρίζει, θα συνέβαλλε τόσο στην εδραίωση της ειρήνης όσο και στη βελτίωση της ευημερίας στο εσωτερικό. Το όραμα του Βανς, επικεντρωμένο στην αύξηση του κατώτατου μισθού, την επέκταση της κοινωνικής προστασίας και την ενίσχυση των ρυθμιστικών κανόνων για τις πολυεθνικές, έχει μια σχεδόν σοσιαλδημοκρατική ποιότητα. Σίγουρα, οι Δημοκρατικοί φίλοι μου –όπως και οι περισσότεροι έγκριτοι ιστορικοί της μεταπολεμικής Βρετανίας– θα χαρακτηρίσουν τη σύγκριση με τους Εργατικούς παράλογη. Εξάλλου η πρώτη θητεία του Τραμπ επικεντρώθηκε περισσότερο στο φλερτ με τους μεγιστάνες του πλούτου και στη μείωση των φόρων για τους εύπορους παρά στην οικοδόμηση ενός κράτους πρόνοιας. Η κυβέρνηση Μπάιντεν, από την πλευρά της, έκανε πολλά για να συνδράμει τους ψηφοφόρους που «έχουν μείνει πίσω», ειδικά μέσω της λήψης σημαντικών πολιτικών πρωτοβουλιών, όπως ο νόμος για τη μείωση του πληθωρισμού. Αλλά αν η εκστρατεία Τραμπ-Βανς ευοδωθεί, οι ψηφοφόροι δεν θα το αναγνωρίσουν αυτό. Ενόψει των προεδρικών εκλογών του Νοεμβρίου οι Δημοκρατικοί σίγουρα θα επιτεθούν στον Τραμπ και στον Βανς για τις ακραίες απόψεις τους όσον αφορά τις αμβλώσεις, το Σύνταγμα των ΗΠΑ και την Ουκρανία – απόψεις που δεν ευθυγραμμίζονται με την επικρατούσα κοινή γνώμη. Αλλά πρέπει επίσης να καταβάλουν προσπάθεια ώστε να διαλύσουν το αφήγημα που θέλει τον Τραμπ και τον Βανς να είναι προασπιστές της εργατικής τάξης. Κατά μία έννοια, η μεταπολεμική Βρετανία προσφέρει ένα σημαντικό μάθημα για τους Δημοκρατικούς. Ο Τσόρτσιλ αναμενόταν ευρέως να κερδίσει τις γενικές εκλογές του 1945, αλλά η πλειοψηφία των Βρετανών τελικά στήριξε το πρόγραμμα του Εργατικού Κόμματος, με στόχο την ανοικοδόμηση της εγχώριας οικονομίας, σε βάρος της αυτοκρατορικής δόξας. Ο Τραμπ, ο Βανς και οι σύμβουλοί τους ευελπιστούν ότι η υπόσχεσή τους να Κάνουν την Αμερική Μεγάλη Ξανά θα έχει παρόμοιο αντίκτυπο. Συνεπώς, η Χάρις θα χρειαστεί να εστιάσει στην αντιμετώπιση του ανοίγματος των Ρεπουμπλικανών στην εργατική τάξη, όσο και στην αντιμετώπιση των απειλών για τα αναπαραγωγικά δικαιώματα και το Σύνταγμα. Για να νικήσουν τον Τραμπ τον Νοέμβριο, οι Δημοκρατικοί πρέπει να πείσουν τους ψηφοφόρους ότι είναι το αληθινό κόμμα της αμερικανικής εργατικής τάξηςhttps://www.protagon.gr/apopseis/trab-xaris-poios-tha-kerdisei-tin-ergatiki-taksi-44342983189
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου