Του Θανάση Νικολαΐδη
ΚΙ έμεινε το Κράτος μόνο. Χωρίς φίλους και υπεράσπιση.
Με τους πάντες να το πλήττουν λυσσασμένα. Από
αντικυβερνητισμό και είναι οι λίγοι. Οι υπόλοιποι
βάλλουν γιατί δεν έχουν κάτι να χάσουν. Μέχρι
να…ψοφήσει η γελάδα και να τη θάψουν με τιμές. Και
με…αναμνήσεις (κλεψιές, φοροκλοπή, πολυθεσίτες και πολυμισθίτες…).
Γιατί γίναν’ ένα άσχετοι και αρμεχτές, ξεχνώντας τον εργοδότη τους.
Τέως και σημερινό, με την υποκρισία σύννεφο.
ΜΙΛΑΜΕ για μόνιμη αδιαφορία μας για τα κοινά λες κι είναι ξένα και για
σηκωμένους ώμους πολιτών κουλουριασμένων περί τα ιδιωτικά τους.
Στο βιος και τα δικαιώματα χωρίς υποχρεώσεις(;!).
Ο Τύπος και οι τύποι των πρωινάδικων, για παράδειγμα, δεν έχουν κάποιον λόγο να υπερασπιστούν το Κράτος και του επιτίθενται
λυσσασμένα. Ακόμα και για τα καλά και συμφέροντα. Ανάμεσά τους άνθρωποι που τα ‘κονόμησαν απ’ το κοινό ταμείο γεμάτο για λίγους και άδειο μόνιμα για τους πολλούς. Το άρμεξαν δεόντως ως