Η απόφαση Σαμαρά – εάν δεν ανακληθεί – να
μην μιλήσει, κατά την επίσκεψή του στη ΔΕΘ τον Σεπτέμβριο,
ούτε στους παραγωγικούς φορείς
ούτε στους δημοσιογράφους δεν είναι
ούτε σωστή
ούτε λάθος. Είναι απλώς η πιο
κραυγαλέα απόδειξη αυτού που επί χρόνια πλέον ισχυριζόμαστε: στο βάθος των μνημονίων δεν υπάρχει ούτε καν επίφαση ανάπτυξης. Διότι
αυτό σηματοδοτούσε παραδοσιακά η επίσκεψη των πρωθυπουργών στη ΔΕΘ: τις – υπαρκτές ή προσχηματικές – προοπτικές ανάπτυξης.
Μπορεί τα μέσα ενημέρωσης να ανακάτευαν πάντοτε την πολιτική σούπα, αλλά το
περιεχόμενο και η σημασία της παρουσίας όλων των πολιτικών ηγεσιών στη Θεσσαλονίκη, στο πλαίσιο της Διεθνούς Έκθεσης, ήταν η παρουσίαση
οικονομικών προτάσεων στους παραγωγικούς φορείς αλλά και στο σύνολο του ελληνικού λαού.
Τα τελευταία χρόνια αυτή η σηματοδότηση
έχανε ραγδαία σε σημασία εξ αιτίας της κρίσης, αλλά και της διαχείρισής της από την ελληνική οικονομική ελίτ, το σύστημα πολιτικής εξουσίας και τους εκπροσώπους των δανειστών. Η διαρροή αυτή λοιπόν, για την απόφαση Σαμαρά, έχει
διπλή σημασία, διότι αναγγέλλει και επισημοποιεί
δύο ταυτόχρονους θανάτους.
Ο θάνατος της οικονομίας
Υποθέτω ότι δεν χρειάζονται πολλές επεξηγήσεις για τα όσα ήδη ζούμε. Είναι όμως σημαντική η επιλογή του πρωθυπουργού να
«δραπετεύσει» από τη ΔΕΘ χωρίς να εκτεθεί – έτσι είναι, αν έτσι νομίζει – διότι στήριξε την αντιπολίτευσή του, αλλά και τον προεκλογικό του λόγο, σε μια
υπόσχεση: στην έξοδο της Ελλάδας από την κρίση μέσω της
ανάπτυξης.
Στην ανάπτυξη υποτίθεται ότι αποσκοπούν οι περίφημες
«διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις», τις οποίες επέβαλε η τρόικα και αποδέχεται να εφαρμόσει, με παιδαριώδεις θεατρικές «αντιρρήσεις», η τριανδρία της
συγκυβέρνησης. Όμως φέρνουν την καταστροφή – κι αυτό
κανείς πια δεν μπορεί να το αμφισβητήσει χωρίς να τον πάρουν με τις πέτρες.
Οι ίδιες αυτές μεταρρυθμίσεις υποτίθεται ότι αποσκοπούν και σε κάτι άλλο: στη διασφάλιση της
βιωσιμότητας των δημόσιων οικονομικών ή – έστω – στη μετάδοση του πολιτικού μηνύματος ότι η Ελλάδα
αποδέχεται το «ευρωπαϊκό» πλαίσιο και, συνεπώς, αξίζει καλύτερης μεταχείρισης από τους «εταίρους» της.
Ούτε ο ένας στόχος επιτυγχάνεται
όμως ούτε ο άλλος. Στη συγκυβέρνηση το γνωρίζουν – όπως γνωρίζουν ότι η
ψευδαίσθηση της πολιτικής αβρότητας εκ μέρους των δανειστών έχει ήδη διαψευστεί και ότι ο βίος αυτής της κυβέρνησης, εξ αιτίας της υπακοής της, θα είναι εξαιρετικά