Του Ευάγγελου Κ. Τσεκούρα, δικηγόρου
Αποτελεί κεκτημένο του αποτελέσματος των εκλογών της 6ης Μαΐου και είναι προφανής, μέσα από τις απλές συζητήσεις της καθημερινότητας, η επιβεβαίωσή του στις προσεχείς εκλογές ότι η πολύ μεγάλη πλειοψηφία του εκλογικού σώματος είναι αντίπαλη, όχι απλώς αντίθετη, προς αυτό που αποκαλείται «μνημόνιο», σε συνδυασμό με ένα έντονο αίσθημα απέχθειας, όχι απλώς δυσφορίας, στο πολιτικό προσωπικό, που αφ’ ενός διαχειρίστηκε την ευρωπαϊκή πορεία της χώρας με το γνωστό αποτέλεσμα και αφ’ ετέρου αποδέχθηκε, δίκην προπολεμικής υπηρέτριας, τις επιβληθείσες συνταγές του μνημονίου και κυρίως αυτές της πατριδοκτόνου δανειακής συμβάσεως.
Επειδή η διατήρηση ή όχι (ουσιαστική και νομική) του μνημονίου και της δανειακής συμβάσεως αποτελεί το κύριο και κρίσιμο ερώτημα των προσεχών εκλογών και επειδή με βάση την προφανή καθημερινότητα θα επιβεβαιωθεί, από την κάλπη, η λαϊκή απαίτηση για κατάργηση / αντικατάστασή τους, θα αποτελούσε πολιτικό οξύμωρο η ανάληψη της διακυβέρνησης της χώρας από εκείνο το πολιτικό προσωπικό που αποδοκιμάσθηκε επειδή οδήγησε, επέβαλε και υπεστήριξε με περισσό πάθος το μνημονιακό κατασκεύασμα.
Ένα τέτοιο κυβερνητικό μόρφωμα θα οδηγούσε, κάποιον μη γνώστη, σε υποθέσεις για επιβολή κάποιας δικτατορικής εκτροπής το βράδυ των εκλογών, με το άνοιγμα της κάλπης.
Όμως αυτός ο φόβος για ανάδειξη κυβέρνησης σε προφανή δυσαρμονία αλλά και αντιπαλότητα με την όλως νωπή λαϊκή ετυμηγορία προέρχεται όχι από πραξικοπηματίες, αλλά από τον ισχύοντα εκλογικό νόμο, με βάση τον οποίο διενεργούνται και οι επικείμενες εκλογές, κατά τον οποίο δίδεται στο πρώτο κόμμα «φιλοδώρημα» πενήντα εδρών, χωρίς να λαμβάνεται υπ’ όψιν ούτε η συνολική του δύναμη ούτε η διαφορά του από το δεύτερο κόμμα – ακόμη και αν είναι μία (!) ψήφος.