Τον τίτλο του σημερινού σημειώματος τον δανειστήκαμε από τη σκέψη του
Μπρεχτ (
«Ιστορίες του κ. Κόυνερ») και την ενδόμυχη ελπίδα (η οποία πάντα πεθαίνει τελευταία) ότι η ελληνική κοινωνία, παρά τα όσα βιώνει, εξακολουθεί να έχει ανοιχτά τα μάτια της, να βλέπει, να αντιλαμβάνεται, να σκέπτεται... Τα προφανή είναι αδιαμφισβήτητα: τα είδε χθες όλη η Ελλάδα και δεν αξίζει να αφιερώσουμε τίποτε περισσότερο από λίγες μόνο λέξεις.
Είδαμε, λοιπόν, ένα νέο άνδρα, πατριώτη και υπέρμαχο των ιδανικών της ελληνικής (Άριας μήπως;) φυλής πρώτα να επιτίθεται σε μια γυναίκα, μετά να δέρνει μια άλλη (να τον χαίρεται, πράγματι, η μανούλα του) και μετά να φεύγει σαν λαγός, για να κρυφτεί σαν απατεώνας του κοινού ποινικού δικαίου.
Ο εν λόγω κύριος, ο αρχηγός του και ο «στρατός» τους, νταήδες εκ του ασφαλούς (συνήθως δέρνουν ομαδικά), είναι μια καλή ευκαιρία (για όλους μας) να σκεφτούμε. Να σκεφτούμε και να αντιληφθούμε τι ακριβώς ζούμε, τι είναι ο φασισμός, τι ακριβώς αντιμετωπίζουμε, τι πρέπει να κάνουμε.
Είναι στοιχειώδες ιστορικό συμπέρασμα ότι σε συνθήκες (παρακμάζοντος καπιταλισμού) σαν αυτές που ζούμε «αρχίζει το ιστορικό έργο του φασισμού. Στήνει στα πόδια τους τις τάξεις που στέκονται αμέσως πάνω από το προλεταριάτο και φοβούνται μήπως κατρακυλήσουν στις γραμμές του, τις οργανώνει και τις στρατιωτικοποιεί». (
Τρότσκι, «Και Τώρα;»).
Είναι προφανές ότι η φασιστική δεξαμενή στη σημερινή χρεοκοπημένη Ελλάδα είναι τεράστια:
«Το ανθρώπινο υλικό του ο φασισμός το βρίσκει ιδιαίτερα στους κόλπους της μικροαστικής τάξης, η οποία τελικά καταστρέφεται από το μεγάλο κεφάλαιο. Με τη σημερινή κοινωνική διάρθρωση, δεν υπάρχει σωτηρία γι’ αυτήν. Αλλά και εκείνη δεν βλέπει άλλη διέξοδο. Τη δυσαρέσκειά της, την