Στις 21 Οκτωβρίου 1996, στις Βρυξέλλες, περίπου 300.000 άνθρωποι, το ένα τρίτο του πληθυσμού της πόλης, βγήκαν στους δρόμους. Οι Βέλγοι, που τους έχουμε λίγο για ξενέρωτους, διαδηλώνουν συχνά: Εναντίον των μέτρων για την πανδημία, εναντίον της Ακροδεξιάς και βέβαια εναντίον της ακρίβειας. Η διαδήλωση του 1996, όμως, μια από τις μεγαλύτερες σε αναλογία πληθυσμού στην ιστορία, έγινε για έναν πολύ διαφορετικό λόγο: Το σκάνδαλο Ντιτρού. Ο Μαρκ Ντιτρού είχε καταδικαστεί το 1989 σε 13 χρόνια κάθειρξη, για βιασμούς ανηλίκων, όμως είχε αφεθεί ελεύθερος το 1992. Μετά την απελευθέρωσή του, ηγήθηκε μιας συμμορίας που απήγαγε και βίαζε ανήλικα κορίτσια. Τέσσερα από αυτά βρήκαν μαρτυρικό θάνατο στα χέρια της συμμορίας. Δύο διεσώθησαν, χάρη στην επιμονή ενός εισαγγελέα, ο οποίος αργότερα εκδιώχθηκε από την υπόθεση. Στο μεταξύ άρχισαν να
κυκλοφορούν φήμες –από λογικοφανείς έως εξωφρενικές– για τη συμμετοχή στο κύκλωμα παιδεραστίας όλου του βελγικού και ευρωπαϊκού πολιτικού συστήματος. Τέμπη: Οι διαδηλώσεις με τον φακό του Reuters Πατήστε εδώ Ο κόσμος εξαγριώθηκε με την εκδίωξη του εισαγγελέα Ζαν-Μαρκ Κονερότ. Ομως ο υφέρπων θυμός δεν αφορούσε καθ’ αυτήν τη συγκεκριμένη εξέλιξη, αλλά τη γενική αντίληψη ότι η δικαιοσύνη στη χώρα ήταν διεφθαρμένη, ή, στην καλύτερη περίπτωση, μη αποτελεσματική και ότι συγκάλυπτε πρόσωπα και καταστάσεις. Η υπόθεση των Τεμπών μου έχει φέρει εδώ και ημέρες στο μυαλό την υπόθεση Ντιτρού. Διότι αμφότερες συσπείρωσαν ένα πρωτοφανές και ετερόκλητο πλήθος πίσω από μια κοινή αλυσίδα δυσαρέσκειας: Τη δυσπιστία στους θεσμούς –και ιδιαίτερα εκείνον της δικαιοσύνης–, τις υποψίες περί συγκάλυψης, τη συνωμοσιολογική ερμηνευτική και τέλος την κοινή συμπάθεια προς τους γονείς των θυμάτων, οι οποίοι όφειλαν ανυπερθέτως να δικαιωθούν. Ο κόσμος μας, βέβαια, είναι πολύ διαφορετικός από εκείνον του 1996, όμως όπως έβλεπα όλους αυτούς τους ανθρώπους στους δρόμους της Αθήνας, σκεφτόμουν ότι κάτω από τις αφορμές και τα παρόντα αιτήματα, υπάρχουν κι άλλα, αόρατα νήματα που τους ενώνουν. Απροστάτευτοι Με μια αναζήτηση στις μεγαλύτερες διαδηλώσεις και μαζικές κινητοποιήσεις που έχουν γίνει τις τελευταίες δεκαετίες, διαπίστωσα ότι έχουν ένα κοινό: Σε όλες τις περιπτώσεις η διαμαρτυρία ήταν θεσμικού και όχι αμιγώς πολιτικού χαρακτήρα. Από το Black Lives Matter, που ξεσήκωσε την Αμερική μετά το φόνο του Τζορτζ Φλόιντ, ως τις «Πορείες των Γυναικών», που έγιναν το 2017, μετά την ανάληψη της προεδρίας από τον Τραμπ και τις διαδηλώσεις των ινδών αγροτών, το 2021, οι εκατομμύρια άνθρωποι που διαδήλωσαν, το έκαναν επειδή αισθάνθηκαν ότι οι θεσμοί τούς είχαν αφήσει εκτεθειμένους. Ή και είχαν στραφεί εναντίον τους. Προφανώς τα πάντα είναι πολιτικά και εν τέλει όταν διαδηλώνεις εναντίον ενός θεσμού που θεωρείς ότι δυσλειτουργεί, καταλήγεις να διαδηλώνεις εναντίον της όποιας κυβέρνησης τον διαχειρίζεται, όμως το πρόβλημα είναι πολύ βαθύτερο. Διότι οι θεσμοί, πέραν όλων των άλλων πραγμάτων που κάνουν, υποτίθεται ότι προστατεύουν τον κόσμο και από την όποια κυβερνητική αυθαιρεσία, ή καθεστωτική νοοτροπία. Αυτό είναι η ουσία της Δημοκρατίας, όχι ότι κάνουμε εκλογές. Εκλογές κάνει και ο Πούτιν. Οταν, λοιπόν, επέρχεται κρίση δυσπιστίας στους θεσμούς, τον κόσμο ενώνει το κοινό αυτό αίσθημα ότι είναι απροστάτευτος. Και δεν έχει και πολύ άδικο, εδώ που τα λέμε. Κάτω απ’ όλα αυτά, λοιπόν, κρύβεται εν αρχή ο φόβος. Η δε δικαιοσύνη είναι το τελευταίο σύνορο. Ακόμη κι αν όλοι οι άλλοι σε αδικήσουν, θεωρητικά καταφεύγεις σε αυτήν και η «τυφλή» Θέμις σε δικαιώνει. Στο σημείο που ένας λαός αισθάνεται ότι χάνει κι αυτό το τελευταίο δίχτυ προστασίας, συστρατεύεται σε μια εννιαία γραμμή άμυνας απέναντι σε ένα κράτος, το οποίο βλέπει πλέον σαν εν δυνάμει αντίπαλο και όχι σύμμαχο. Η αντίληψη ότι το κράτος είναι «εχθρός» μας, είναι σχετικά εμπεδωμένη στη σύγχρονη εποχή, παρότι η αλήθεια είναι ότι στο παρελθόν αυτό ίσχυε πολύ περισσότερο. Πότε ήταν πιο «φίλος» σου το κράτος; Στο Μεσαίωνα, ας πούμε, ή την εποχή των Μεγάλων Αυτοκρατοριών; Δεν σε άκουγε ούτε σαν μακρυνό θόρυβο το κράτος εκείνες τις εποχές. Οταν ο Φράνσις Φουκιουγιάμα είχε γράψει το «Τέλος της Ιστορίας», αποδείκνυε με στοιχεία ότι η εποχή εκείνη (το 1992) ήταν η δημοκρατικότερη που είχε ζήσει ο πλανήτης. Άλλο που τα έκανε μαντάρα στην ανάλυση, υποστηρίζοντας εν ολίγοις ότι αυτό οφειλόταν στον νεοφιλελευθερισμό. Η διαπίστωσή του, παρόλα αυτά, ήταν σωστή. Σε επίπεδο θεσμών και κοινωνικού φιλελευθερισμού, με πισωγυρίσματα, ο κόσμος σαφώς πηγαίνει μπροστά. Στις ημέρες μας, όμως, τα «πισωγυρίσματα» μας βαράνε κατά ριπάς. Και δυσκολευόμαστε να τα διαχειριστούμε, διότι γενικώς έχουμε την πεποίθηση ότι η πορεία οφείλει να είναι γραμμική προς τα μπρος και κάθε πισωγύρισμα είναι η συντέλεια. Δεν είναι, ποτέ δεν ήταν. Το ίδιο ισχύει και στον οικονομικό τομέα. Ναι, οι Ελληνες είμαστε το χάλι μας το μαύρο οικονομικά, ιδιαίτερα συγκρινόμενοι με τους «ομόσταυλούς» μας Ευρωπαίους. Με την εξαίρεση μιας εικοσαετίας, όμως, από τα μέσα της δεκαετίας του 1980 έως τα μέσα της δεκαετίας του 2000 -που πλέον έχει αποδειχθεί ότι η οικονομική ευμάρεια ήταν σε μεγάλο μέρος πλασματική-, πότε ήμασταν καλύτερα; Οι τρελοί κατέλαβαν το άσυλο Κάπου εδώ μπαίνει στη σκηνή και ο καταλύτης της εποχής μας, τα social media. Πλέον, τα social, με τη τη μαζική εργαλειοποίησή τους και τη θηριώδη εξάπλωση των fake news, έχουν εξελιχθεί σε πλατφόρμες με δομικά ακροδεξιό τρόπο λειτουργίας. Δεν είναι θέμα περιεχομένου, είναι ο τρόπος τους που κατ΄εξοχήν εξυπηρετεί αυτήν την πλευρά του πολιτικού και κοινωνικού αφηγήματος: Της ακραίας ρητορικής, της έξαψης των παθών, του ψέματος ή της ανεξακρίβωτης «αλήθειας», της επιδερμικότητας, της επίκλησης στο συναίσθημα, της διάδοσης του μίσους προς κάθε κατεύθυνση, του θυμού, της ταχύτητας, της κάθε είδους υπερβολής. Κι όλα αυτά για να εξυπηρετηθούν κυρίως προσωπικά και εντελώς ναρκισσιστικά κίνητρα: Η συγκομιδή μιας ψευδεπίγραφης «δημοφιλίας». Ολα αυτά δημιουργούν τρομακτική σύγχιση, μέσα σε ένα χάος πληροφοριών, απόψεων, καυγάδων, ρητορικών και βεβαιοτήτων, που έχουν ισοπεδώσει κάθε μορφής διάλογο. Τα σόσιαλ δεν είναι φτιαγμένα για διάλογο, αλλά για παράλληλους μονολόγους. Και δεν τα ενδιαφέρει η αλήθεια, αλήθεια είναι σε αυτά η πεποίθηση του κάθε χρήστη, ή τα fake news των bots. Οσο γράφω αυτό το κείμενο, στο μεταξύ, βλέπω το βίντεο στο οποίο ο Ντόναλντ Τραμπ κάνει σκουπίδι, μπροστά στις κάμερες, τον Βολοντίμιρ Ζελένσκι και σκέφτομαι ότι χρειάζεται τιτάνια ψυχραιμία για να μην αισθανθείς ότι οι τρελοί κατέλαβαν, τελικά, το φρενοκομείο. Το παράδοξο είναι ότι η πολυπλοκότητα των καταστάσεων απαιτεί αυξημένο βαθμό ψυχραιμίας από τη μια και διαρκή επιμόρφωση από την άλλη. Ο κόσμος, κατά κανόνα, δεν έχει τίποτε από τα δύο. Δεν έχει την πολυτέλεια, αλλά συχνά δεν έχει και τη διάθεση. Είναι πολύ πιο εύκολο να βολεύεσαι στις βεβαιότητές σου παρά να τις αμφισβητείς. Και σε έναν κόσμο που όλο και περισσότερο θυμίζει άσυλο φρενοβλαβών, οι βεβαιότητες είναι κάποιου είδους «προστασία» από το φόβο ότι τίποτε δεν είναι όπως μάθαμε ότι πρέπει να είναι και κάθε σταθερά καταρρέει: Ο Θεός πέθανε, ο καπιταλισμός μας έχει γραμμένους, η σοσιαλιστική επανάσταση απέτυχε και ο δυτικός φιλελευθερισμός δεν αισθάνεται πολύ καλά. Δεν μας μένουν και πολλά. Τι μπορεί να αναζητούν, λοιπόν, ένα εκατομμύριο άνθρωποι όταν βγαίνουν στους δρόμους; Πέρα από το πρόταγμα της ημέρας, δικαιοσύνη για τα Τέμπη, απαντήσεις, την αλήθεια, να πέσει ο Μητσοτάκης ο ένας, να μην πέσει ο άλλος, και τα λοιπά; Νομίζω ότι αναζητούν σταθερές. Δός μοι πᾷ στῶ καί τάν γᾶν κινήσω, για να ανατρέξουμε στον Αρχιμήδη. Ο Αρχιμήδης έψαχνε μοχλοβραχίονα για να κινήσει τη γη. Μηχανικός ήταν ο άνθρωπος, δεν ήταν κοινωνιολόγος. Ο σύγχρονος άνθρωπος ψάχνει εστίες σταθερότητας, λογικής και νοηματοδοσίας για να συνεχίσει να κινείται ο ίδιος. Ο θαυμαστός καινούργιος μας κόσμος είναι δεδομένο ότι χρειάζεται καινούργια συλλογικά αφηγήματα. Και δεν είναι καθόλου παράξενο που οι άνθρωποι τα αναζητούν, ο ένας δίπλα στον άλλον, σε δρόμους και πλατείες. Τα θηρία, όμως, όπως κάθονται βαρεμένα και δυσφορώντας στα κλουβιά τους και φαντασιώνονται ότι κάνουν επανάσταση στη ζούγκλα, θέλουν αίμα. Δεν θέλουν ν’ ακούσουν τον εργαζόμενο στου Σκλαβενίτη που τους λέει «παιδιά, είμαστε 30 και βάλε χιλιάδες εργαζόμενοι και είμαστε καλά, μην παίζετε για πλάκα με τις δουλειές μας». Θέλουν cancel. Για να περάσουν οι αφόρητες ώρες που σκοτώνουν στα σόσιαλ και να εκτονωθεί και ο θυμός τους. Κι έτσι ταΐζουν τον κάθε έναν, που θρέφεται με τη σειρά του από τα λάικ, σε έναν κύκλο τυφλού φανατισμού και ακροτήτων, που διευρύνεται διαρκώς. Οχι, δεν πρέπει να απαγορευτούν τα σόσιαλ, δεν λύνονται με τις απαγορεύσεις τα προβλήματα αυτού του είδους. Ισως, όμως, θα οφελούσε να κάτσει λίγο από απόσταση, καθένας, να σκεφτεί τη συμμετοχή του σε αυτόν τον κύκλο. Και που οδηγεί.
https://www.protagon.gr/apopseis/ti-anazitoun-pragmatika-ena-ekatommyrio-anthrwpoi-stous-dromous-44343101728
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου