της Όλγας Μοσχοχωρίτου
«Ο ΠΑΤΕΡΑΣ», μια παράσταση στηριγμένη στο ομώνυμο έργο του Αύγουστου Στρίντμπεργκ, σε Διασκευή και Σκηνοθεσία Βασίλη Μπισμπίκη, στο Θέατρο Αποθήκη
«Ο Πατέρας» είναι η απάντηση του Στρίντμπεργκ στη «Νόρα» του Ίψεν ή ακόμα , ακόμα και στους «Βρυκόλακες» του ίδιου.
Στα 1887, τέλη του 19ου αι., το «γυναικείο ζήτημα» παίρνει τη θέση του στην πάλη των ιδεών μέσα από τον «έλλογο νατουραλισμό» ή τον «ψυχογραφικό ρεαλισμό» των μεγάλων συγγραφέων αυτής της γενιάς που ασχολούνται με αυτό που καθιερώθηκε να ονομάζεται «αστικό δράμα» και το οποίο εμπεριέχει την κριτική των αστικών θεσμών και κοινωνικών διευθετήσεων. Το ρόλο της
οικογένειας, του κλήρου και των γενικότερων ηθών που δημιουργούν το πλαίσιο στο οποίο αναπαράγεται «το κεφάλαιο» και εξ αυτού το καπιταλιστικό σύστημα.
Όμως ο «Πατέρας» αποτελεί για τον Στρίντμπεργκ το λογοτεχνικό ξόρκισμα των πιο εσωτερικών φοβιών και παιδικών τραυμάτων του. Αλλά και θεωρητική απάντηση στα ερωτήματα του καιρού του που σχετίζονταν με τη θέση της γυναίκας στην σύγχρονή του κοινωνία. Ο Στρίντμπεργκ μοιάζει να υποκλίνεται φοβισμένος στην χθόνια δύναμη της φύσης, που είναι θηλυκή. Και το κάνει με ένα έργο τόσο «ρεαλιστικό» στην τεχνοτροπία του, όσο περισσότερο υπαρξιακή είναι η αγωνία του για το γλίστρημα του μυαλού στην παραληρηματική ψύχωση.
Αλλά η σύγκρουση του ζεύγους σχετικά με το μέλλον της κόρης τους ξεπερνά τα όρια της απλής συζυγικής διαμάχης, ακόμα και της προαιώνιας και αρχετυπικής διαμάχης των δύο φύλων. Εξελίσσεται σε ένα σκληρό και ανελέητο αγώνα εξουσίας ανάμεσα σε δύο ισχυρότατους αντιπάλους, το αρχέγονο θηλυκό ένστικτο και τη κατασκευασμένη ανδρική λογική. Αυτή η μονομαχία όμως θέτει σε κίνδυνο τα θεμέλια της ίδιας της κοινωνίας που υπηρετεί.
Με αφορμή λοιπόν το θέμα της πατρότητας που αμφισβητείται, ο Στρίντμπεργκ σαρκάζει την τραγική μοίρα της ανθρώπινης ύπαρξης που αναζητά με κάποιον τρόπο την «αθανασία». Αυτό το μυστικό γυναικείο όπλο (η υπόθεση της πατρότητας) μπορεί να του στερήσει την μόνη ανάσα ή ελπίδα μιας κάποιας «αθανασίας». Έτσι, η γυναίκα από σύντροφος γίνεται μισητός εχθρός, αλλά και ισάξιος αντίπαλος.
Στο έργο αυτό η γλώσσα του Στρίντμπεργκ, είναι ωμή, σκληρή και κόβει σα λεπίδι έτσι ώστε να αφήνει να φανούν οι προεκτάσεις ενός έργου που δεν χωρά μέσα στο στενό πλαίσιο ενός οικογενειακού δράματος.
Είχα την τύχη να παρακολουθήσω το 1988 την παράσταση με σκηνοθέτη και πρωταγωνιστή το Αλέξη Μινωτή και στο ρόλο της Λάουρας τη Νέλλη Αγγελίδου. Αυτό το έργο που εύλογα χαρακτηρίστηκε από κριτικούς της εποχής ως «ο εφιάλτης του Στριντμπεργκ» είχε ξαναπαίξει ο Μινωτής το 1969. Σ’ αυτήν την μάλλον τελευταία του εμφάνιση στη σκηνή, ο Μινωτής το ανέβασε ως «νεοκλασικό ορατόριο». Συγκινητική ανάμνηση, αλλά ίσως το νεαρό της ηλικίας μου τότε με εμπόδισαν να επικοινωνήσω με την «αγριάδα» των υπαρξιακών διλλημάτων του ήρωα.
Αλλά ας μεταφερθούμε στο σημερινό «άγριο» κόσμο μας.
Το 2016 έγραφα με αφορμή την παράσταση της Αλεξάνδρας Κ., «Επαναστατικές μέθοδοι για τον καθαρισμό της πισίνας σας» μεταξύ άλλων:
«Έχω την αίσθηση ότι με αυτό της το έργο η Αλεξάνδρα Κ. βάζει μια τελεία στην όλη φόρμα ενός άγριου ρεαλισμού που προσπάθησε τα τελευταία χρόνια της κρίσης, να δει «στεγνά» τις παθογένειες της ελληνικής κοινωνίας.
Σαν να ολοκληρώθηκε ο «Άγριος Σπόρος» του Τσίρου, να ξεσκίστηκαν εντελώς τα πέπλα της σκηνικής φόρμας του κινηματογραφικού «Σπιρτόκουτου» και του θεατρικού «Στέλλα κοιμήσου» του Γιάννη Οικονομίδη και μαζί του και ο τέταρτος τοίχος του Ζολά και να ξεπρόβαλε γυμνός ο πατέρας – καπιταλιστής – μαφιόζος – αφέντης που πουλάει την κόρη του για να νομιμοποιήσει τις «επιχειρήσεις» του, οπότε ο πατέρας της «Στέλλας Βιολάντη» του Ξενόπουλου των αρχών του 20ου αι., να μοιάζει αριστερός ψάλτης σε εκκλησία μπροστά του. Μαζί μ’ αυτά ολοκληρώθηκε νομίζω και μία φόρμα αφηγηματική παλιότερων ηθογραφικών ή νατουραλιστικών κειμένων…
Και κατέληγα: Τι γίνονται τα συναισθήματα όταν αγριεύει ο νόμος της αγοράς;
Μαζί με την ιδέα ότι ο ρεαλισμός τελικά είναι πολύ σκληρός για να πεθάνει, νομίζω ότι οι νέοι καλλιτέχνες που ζουν πραγματικά τον «καιρό που τους έλαχε» είναι αυτοί που μπορούν να ανταποκριθούν στην ανάγκη που έχουμε όλοι μας για μια νέα «συνολική αφήγηση», που θα συνδέει με κάποιον τρόπο τα πολλά θραύσματα πραγματικότητας που η δεκαετία του ’90 μας κληρονόμησε στις τέχνες και θα δομεί με νέους τρόπους τις εσωτερικές ψηφίδες μιας πραγματικότητας που μας ξεπερνάει…
Άλλωστε, πάντα αυτός δεν ήταν ο ρόλος της τέχνης»;
Έρχεται λοιπόν ο «Πατέρας», το έργο του Β. Μπισμπίκη που κι αυτό διαμορφώθηκε στις πρόβες μαζί με τους ηθοποιούς και στηρίχτηκε στο κλασικό έργο του Στρίντμπεργκ, να μας επιβεβαιώσει πως ούτε η μορφή του «άγριου ρεαλισμού», ούτε το περιεχόμενο «της οικογένειας ως πυρήνα της κοινωνίας στην οποία και αντανακλούνται οι παθογένειές της», έχουν εξαντληθεί.
Στην προκειμένη περίπτωση η οικογένεια μεταφέρεται στην Ελλάδα της κρίσης και ανήκει σε κείνη την καταχρεωμένη μικρομεσαία τάξη, με τα δάνεια που στήριξαν μικρομεσαίες επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών, όπως μπαρ και καφετέριες και τα οποία ως μη εξυπηρετούμενα έγιναν «ληξιπρόθεσμα και απαιτητά», όπως τα συναισθήματα και οι διαρρηγμένες σχέσεις των ζευγαριών, των γονιών με τα παιδιά τους, που ανάγκασαν τις οικογένειες να ξαναζήσουν με τους ανοιακούς γονείς για να εξοικονομήσουν τα χρήματα του ενοικίου.
Έτσι, στην παράστασή μας, ο πατέρας, ματαιωμένος, καταχρεωμένος, ανεπαρκής, σχεδιάζοντας μονίμως νέες μπίζνες, ελπίζοντας σε καινούργια δάνεια με καινούργιες υποθήκες, καταρρέει έως θανάτου στην αμφισβήτηση της πατρότητάς του, μη αρκούμενος σε ένα τεστ dna.
Διότι εδώ η σύζυγος αμφισβητεί το ρόλο του, τη δύναμή του, τη γονεϊκή του εξουσία, την ίδια του την ύπαρξη και σ’ όλα αυτά μικρή σχέση έχει η βιολογία.
Η διαφορά με το κλασικό κείμενο δε βρίσκεται στον εκσυγχρονισμό του αλλά στην ουσία του. Εδώ το ζεύγος κατασπαράσσεται αμοιβαία, καταστρέφεται αμοιβαία δεν πρόκειται για το θανατηφόρο θηλυκό που ευνουχίζει το αρσενικό και η κόρη τους είναι μια σύγχρονη απείθαρχη έφηβη που ψάχνει την αγάπη και την αποδοχή.
Αυτό το αίτημα αγάπης που απουσιάζει στο κλασικό κείμενο, στο έργο είναι παρόν, οξύ, βγαίνει πάνω από τις ύβρεις, τις χυδαιότητες, τις βωμολοχίες που περισσεύουν, την υστερία των μελών αυτής της χαμένης οικογένειας.
Μέσα σε 70 μόλις λεπτά, συμπυκνωμένα, χωρίς καμία ανάσα, το μικροαστικό διαμέρισμα των κατεστραμμένων ζωών, γίνεται ριγκ ενός μάταιου αγώνα επιβίωσης.
Ο Τάσος Ιορδανίδης στον Πατέρα, αναδεικνύεται σε ερμηνευτή πρώτης γραμμής, η Μαρίνα Ασλάνογλου πείθει απόλυτα για το ρόλο της σύγχρονης τσακισμένης νέας γυναίκας, με μόνη παρατήρηση ότι θεωρώ πως ξεκινά από πολύ ψηλές νότες που δεν μπορούν άλλο να κλιμακωθούν όταν το δράμα κορυφώνεται, η γριά μητέρα της Γιάννας Σταυράκη ενσωματώνει στην ερμηνεία της όλες «τις μάνες, μητέρες, μαμάδες» του μεταπολιτευτικού μας θεάτρου σε μια έξοχη ερμηνεία, ενώ ο Ιωσήφ Ιωσηφίδης ισορρόπησε εξαιρετικά στο ρόλο του αδερφού και συνεταίρου. Η νεαρά Νικολέτα Χαρατζόγλου δικαιώνει την εμφάνισή της στην τελική σκηνή και αυτό ήταν μια ευχάριστη εξέλιξη μιας ερμηνείας που κάποιες στιγμές έμοιαζε αμήχανη.
Γερή λοιπόν παράσταση, δυναμική και ευθύβολη στους στόχους και τους σκοπούς της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου