21312images
Του Σπύρου Μαρκέτου
Η ανάσχεση του αντιβασιλικού φασισμού, το καθεστώς Πάγκαλου
Ο Πάγκαλος είχε πολιτική ισχύ από την επαύριο της Μικρασιατικής Καταστροφής, όταν απέκτησε νευραλγική Θέση στο στράτευμα. Αναλαμβάνοντας την αναδιοργάνωση της Στρατιάς του Έβρου, δημιούργησε μια αυτόνομη βάση εξουσίας, κυρίως με στρατιωτικούς αλλά και με τα παραστρατιωτικά σώματα που έφτιαξε στη Βόρεια Ελλάδα Εμπνεόταν από ακραίες σοβινιστικές και αυταρχικές ιδέες, και Θαύμαζε κι αυτός τον Μουσσολίνι, αλλά δεν Θα μπορούσε ακριβώς να χαρακτηριστεί φασίστας, παρά τις φασιστικές του τάσεις, για τους λόγους που Θα δούμε αμέσως. Το 1924, μόλις πήρε το υπουργείο Δημόσιας Τάξης στην κυβέρνηση Παπαναστασίου, κήρυξε τον στρατιωτικό νόμο
στις Νέες Χώρες, και ακόμη και σε τμήματα της Θεσσαλίας και της Στερεάς, με πρόσχημα την καταπολέμηση της ληστείας, κι εφάρμοσε πολιτική πυγμής. Από τότε υποστήριζε, όχι όμως δημόσια, ότι η Ελλάδα μπορούσε να διοικηθεί μόνο δικτατορικά και ότι ο λαός ήταν αμελητέα ποσότητα.
Όταν διαπίστωσε τη φθορά της κυβέρνησης Μιχαλακόπουλου, το καλοκαίρι του 1925, ο Πάγκαλος οργάνωσε μαζί με τον Χατζηκυριάκο ένα στρατιωτικό κίνημα που, απροσδόκητα, πέτυχε. Διέθετε μικρές δυνάμεις, αλλά τον εννοούσαν οι εσωτερικοί παράγοντες που αναφέραμε στην προηγούμενη ενότητα, κι επίσης οι δυσκολίες της εξωτερικής πολιτικής: η κυβέρνηση Μιχαλακοπούλου αγωνιούσε ν’ αποφύγει τις ευθύνες της μετά την αποτυχία των παρατεταμένων διαπραγματεύσεων με τη Γιουγκοσλαβία για την ανανέωση της συνθήκης συμμαχίας μεταξύ των δύο χωρών. Οπωσδήποτε, ο φόβος των εξωτερικών περιπλοκών συντέλεσε στην προθυμία της Φιλελεύθερης ηγεσίας ν’ αφήσει την κυβέρνηση στον στρατηγό.
Αν ο Μιχαλακόπουλος βιαζόταν να εγκαταλείψει την εξουσία, ο κορμός των Φιλελευθέρων και της αριστεράς ευνόησε επίσης τα σχέδια του Πάγκαλου. Πρώτα πρώτα, τα ενίσχυσε έμμεσα αλλά ουσιαστικά η στάση του Καφαντάρη: το πράσινο φως για το πραξικόπημα δόθηκε όταν ο τελευταίος αρνήθηκε να σχηματίσει κυβέρνηση, ή έστω να συμμετάσχει σε μια κυβέρνηση συνασπισμού ώστε να εκτονωθούν οι κοινωνικές εντάσεις που δημιούργησε η πολιτική του Μιχαλακόπουλου. Η Δημοκρατική Ένωση κατηγορήθηκε επίσης για συνεργία με τον Πάγκαλο κατά την έκρηξη του κινήματος. Τέλος, ο στρατηγός φρόντισε να εξασφαλίσει την υποστήριξη και του Κομμουνιστικού Κόμματος. Το τελευταίο όφειλε τη διαπραγματευτική του ισχύ -και το 1922 και ο Μεταξάς είχε επιζητήσει να συνεργαστεί μαζί του, όπως θα έκαναν και άλλοι κινηματίες αργότερα- ακριβώς στο ότι ήταν ένα οργανωμένο μαζικό κόμμα, το οποίο αποτελούσε τη μοναδική πολιτική δύναμη εκείνη την εποχή, έξω από τον κρατικό μηχανισμό και την εκκλησία, ικανή να κινητοποιήσει μάζες άμεσα και σε πανελλαδική κλίμακα Διέθετε μάλιστα οργανωμένους οπαδούς σε νευραλγικούς χώρους, όπως ήταν οι επικοινωνίες, οι σιδηρόδρομοι, τα αστικά κέντρα και οι μεγάλες παραγωγικές μονάδες. Είχε μικρή δύναμη στον στρατό, παρά την ύπαρξη ομάδων αριστερών αξιωματικών και φαντάρων, αλλά η επιρροή που είχε αποκτήσει στους εφέδρους, μέσω των Παλαιών Πολεμιστών, το έκανε υπολογίσιμο παράγοντα και από στρατιωτική άποψη.
Όταν απέσπασε την υποστήριξη και του προέδρου Κουντουριώτη ορκίστηκε η πρώτη κυβέρνηση Πάγκαλου, η οποία αποτελούνταν σχεδόν αποκλειστικά από κοινοβουλευτικά στελέχη. Έπειτα παρουσιάστηκε στην εθνοσυνέλευση για να λάβει τον «κοινοβουλευτικό μανδύα»: εκμεταλλευόμενος αυτή την ανάγκη νομιμοποίησης του Πάγκαλου, ο Παπαναστασίου κατόρθωσε να του επιβάλει ορισμένους όρους:
Αρχικά ο Στρατηγός Πάγκαλος σκεφτόταν ν’ αντικαταστήσει τον Ναύαρχο Κουντουριώτη με τον Πλοίαρχο Χατζηκυριάκο· έπειτα δέχτηκε να διατηρηθεί ως Πρόεδρο της Δημοκρατίας τον Ναύαρχο Κουντουριώτη και ν αναθέσει την Πρωθυπουργία στον κ. Παπαναστασίου. Έπειτα υπαναχώρησε. Ο κ. Παπαναστασίου, ερεθισμένος από αυτήν τη μεταχείριση, σκλήρυνε τη στάση τον και του παρουσίασε έναν αριθμό όρων, οι οποίοι θα έπρεπε να εκπληρωθούν για να συνεργαστεί με την Επανάσταση [...] ανάγκασε τον Στρατηγό Πάγκαλο να υιοθετήσει ολόκληρο σχεδόν το πρόγραμμα του [...] Οι όροι για το δικαίωμα έκδοσης νομοθετικών διαταγμάτων αντιπροσωπεύουν έναν συμβιβασμό της τελευταίας στιγμής [...] πρακτικά ισοδυναμούν με την παραχώρηση δικτατορικών εξουσιών στον Στρατηγό Πάγκαλο [...] ο’ αυτό το σημείο ο 1 Παπαναστασίου υποχρεώθηκε να υποχωρήσει. Ίσως έκρινε πως η περαιτέρω αντίσταση του απλώς θα ωθούσε τον Πάγκαλο ν’ αναλάβει απροκάλυπτα επαναστατικές εξουσίες. Νομίζω πως πρέπει να παραδεχτούμε ότι ο κ. Παπαναστασίου έκανε ό,τι καλύτερο μπορούσε για τη διατήρηση της συνταγματικής διακυβέρνησης, και ο’ ένα μεγάλο βαθμό το πέτυχε.
Ωστόσο, το κίνημα του Πάγκαλου δεν θα μπορούσε να πετύχει αν έβρισκε απέναντι του δυνάμεις αποφασισμένες να υπερασπιστούν το κοινοβουλευτικό σύστημα, οι οποίες το 1925 δεν υπήρχαν, και πράγματι ανταποκρινόταν σε μια γενικότερη αυταρχική ροπή των αστών, και όχι μόνον αυτών. Η συζήτηση για την παροχή «κοινοβουλευτικού μανδύα» στη δικτατορία, τον Ιούνιο του 1925, έδωσε την ευκαιρία σε πολύ διαφορετικές πολιτικές ομάδες ν’ αρθρώσουν έναν συγκροτημένο λόγο υπέρ της στρατιωτικής διακυβέρνησης κι εναντίον του κοινοβουλευτισμού. Πρώτα πρώτα ο γνωστός μας Φραγκούδης, ρίχνοντας την ευθύνη της δικτατορικής εκτροπής στην «ιδίαν ρουτίναν και την ιδίαν διαφθοράν του ψευδοκοινοβουλευτισμού», παρουσίασε πιο επεξεργασμένη την προηγούμενη του θεωρία: «Η κοινή εξέγερσις, αν δεν προσλαμβάνη εις την Ελλάδα τον χαρακτήρα της Επαναστάσεως διά λόγους ψυχολογικούς, λαμβάνει όμως ενίοτε τον χαρακτήρα των στρατιωτικών κινημάτων». Ο ηγέτης των σοσιαλιστών I. Πασαλίδης («Ημείς οι σοσιαλισταί στεφανώνομεν την πράξιν της ενόπλου δυνάμεως με τας ολίγας λευκάς και ηθικάς ψήφους μας») θεώρησε ότι ο Πάγκαλος, ζητώντας τη θετική ψήφο της βουλής, κινδύνευε να συμβιβαστεί με τον επάρατο κοινοβουλευτισμό. Ο αρχηγός των αγροτιστών Δ. Μαργέτης υπογράμμισε επίσης τη δυσπιστία του απέναντι στον κοινοβουλευτισμό και τάχθηκε υπέρ της «επανάστασης», η οποία πάντως θα ήταν προτιμότερο να είναι λαϊκή και όχι στρατιωτική. Ο πρόσφυγας Σ. Παπαγρηγοριάδης διακήρυξε «το δικαίωμα του Στρατού να αναμειγνύεται εις την πολιτικήν [...] και ο στρατιώτης είναι πολίτης και μετέχει κρίσεως και αρχής». Όλοι αυτοί ψήφισαν ουσιαστικά να δοθούν δικτατορικές εξουσίες στον Πάγκαλο• μαζί, εννοείται, με τον Παπαναστασίου, ο οποίος δεν παρέλειψε να διακρίνει «αγνά ελατήρια» στο κίνημα.
Στις συντομότατες προγραμματικές δηλώσεις του ο Στρατηγός ανέφερε πως «θα ανασύνταξη και οργάνωση τας εθνικάς κατά ξηράν και θάλασσαν δυνάμεις, ώστε να καταστή ταχέως το Έθνος σεβαστόν εις τους εχθρούς ημών και πολύτιμος φίλος διά τους συμμάχους», πως θα ενίσχυε τους πρόσφυγες, την τάξη και τη δημόσια ασφάλεια και θα εξάλειφε «το εθνοκτόνον χάσμα» του Διχασμού. Τις αληθινές προγραμματικές δηλώσεις του, όμως, είχε καταθέσει στη βουλή λίγο προτού επιχειρήσει το πραξικόπημα: «Έχω την πεποίθησιν», δήλωνε τότε, «ότι μετά δυο ή τρεις μήνας, όταν ο Ελληνικός λαός έβλεπε διοίκησιν χρηστήν, την οποίαν δεν θα παρεξέκλινε το κομματικόν συμφέρον, εκ των 800 χιλιάδων αι 700 χιλιάδες θα ήσαν υπέρ της Δημοκρατίας, διότι ο Ελληνικός λαός θέλει διοίκησιν, ισοπολιτείαν, δικαιοσύνην. Θα εβλέπομεν τότε ότι αντί να υπάρχουν ανησυχίαι και δυσφορίαι, αι οποίοι υπάρχουν, αι ψυχικοί εις το στράτευμα, ο στρατός θα εργάζεται όπως και νυν και ακόμη με περισσότερον ζήλον, αι δημόσιαι υπηρεσίαι θα ελειτούργουν κανονικώς και υπό το κράτος της Δημοκρατίας ο πέλεκυς του νόμου θα επέπιπτεν επί παντός». Επιπλέον, ένα τέτοιο χρηστό πολίτευμα θα καταργούσε την «ελευθερία του Τύπου, η οποία βεβαίως είναι απαραίτητος εις τα ελεύθερα πολιτεύματα [αλλά] καταστρέφει ασφαλώς τα έθνη».
Ισχυρό και αυστηρό κράτος, μιλιταρισμός, χρηστή διοίκηση, ισοπολιτεία, δικαιοσύνη: μ’ αυτές τις απλοϊκές ιδέες, και με αρωγό το απέραντο του εγώ, έλπιζε ο Πάγκαλος ν’ αναστυλώσει τη χώρα Αυτές οι αντιλήψεις του βέβαιο δεν ήταν δημοκρατικές, αλλά ούτε και θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν φασιστικές. Παρά τον στρατοκρατικό τους αυταρχισμό, και μολονότι ήταν άγνωστο πώς θα εξελίσσονταν αν ο Πάγκαλος έμενε περισσότερο καιρό στην κυβέρνηση, η αδιαφορία του για τη δημιουργία ενός μαζικού κινήματος δείχνει πως, όσο και αν προσπαθούσε να μιμηθεί τον Μουσσολίνι, δεν αντιλαμβανόταν μια αν όχι απαραίτητη πάντως βασική όψη του φασισμού. Ο Πάγκαλος δεν απέδιδε πρωταρχική σημασία στο κόμμα αλλά στον ισχυρό στρατό, και προσπαθούσε να οργανώσει ολόκληρο το κράτος με γνώμονα τη δημιουργία και τη διατήρηση του. Πράγματι κατόρθωσε χάρη ο’ αυτόν ν’ αντιμετωπίσει με επιτυχία τη σερβική επιθετικότητα, αλλά δεν ήξερε ακριβώς εναντίον τίνος ήθελε να τον χρησιμοποιήσει: μέσα στο χρόνο που κυβέρνησε στράφηκε διαδοχικά εναντίον της Γιουγκοσλαβίας, της Βουλγαρίας και της Τουρκίας.
Εν τέλει ο Πάγκαλος σχημάτισε κυβέρνηση με την υποστήριξη της Δημοκρατικής Ένωσης, του Κονδύλη και του Γονατά, και την ανοχή του Καφαντάρη και του Μιχαλακόπουλου. Στη συνέχεια προσπάθησε να κρατήσει την εξουσία όχι οργανώνοντας ένα μαζικό κόμμα κατά το φασιστικό πρότυπο, αλλά εξισορροπώντας τις πιέσεις των πολυδιασπασμένων αντιπάλων του. Βάσεις της εξουσίας του ήταν, εκτός από τη προσωπική δημοτικότητα του, η επιρροή του στον στρατό και η επιβολή του σ έναν πειθήνιο κρατικό μηχανισμό. Οι προθέσεις του δεν ταυτίζονταν με κείνες μιας συντηρητικής δικτατορίας, η οποία θα επιδίωκε απλώς την καταστολή και την αποκινητοποίηση των μαζών, αλλά ήταν επηρεασμένες από το φασιστικό παράδειγμα. Ο Πάγκαλος ήθελε να κινητοποιήσει ολόκληρο το έθνος για να προωθήσει το στρατοκρατικό του πρόγραμμα και τα επεκτατικά σχέδια του. Ωστόσο, το χρόνο που κυβέρνησε δεν πρόλαβε να κάνει πολλά πράγματα, καθώς ήταν αναγκασμένος να ελίσσεται διαρκώς ανάμεσα στους αντιπάλους του, μοιράζοντας αριστερά και δεξιά υποσχέσεις και χτίζοντας και γκρεμίζοντας συμμαχίες αδιάκοπα Ξόδεψε το χρόνο και τις δυνάμεις του προσπαθώντας ν’ αντιμετωπίσει μια σειρά από αδιάκοπες κρίσεις – πολιτικές, διπλωματικές και οικονομικές, αρκετές από τις οποίες είχε δημιουργήσει ο ίδιος.
Μόλις πήρε την κυβέρνηση στα χέρια του ο Πάγκαλος δήλωσε πως είχε σκοπό να την κρατήσει μόνιμα, περιόρισε τον τύπο, καταδίωξε το Κομμουνιστικό Κόμμα και άρχισε να κυβερνά με διατάγματα Την ημέρα που υπογράφηκε το δημοκρατικό σύνταγμα διέλυσε την εθνοσυνέλευση, παραλείποντας να προκηρύξει εκλογές για νέα βουλή. Όταν οι Δημοκρατικοί, διακρίνοντας κάπως καθυστερημένα τις αυταρχικές του τάσεις, αλλά και πάλι πρώτοι από τις πολιτικές παρατάξεις, συγκρούστηκαν μαζί του, εκείνος προσέγγισε τους μοναρχικούς. Προσπαθώντας να δώσει την εικόνα μιας ισχυρής και φιλοπόλεμης Ελλάδας, κατά το μουσσολινικό πρότυπο, εισέβαλε στη Βουλγαρία, με αποτέλεσμα να καταδικαστεί από την Κοινωνία των Εθνών. Νωρίτερα είχε προκαλέσει ανησυχίες συζητώντας με τους ιταλούς τη διανομή της Μικρός Ασίας. Ενδεικτική των υπερεθνικιστικών αντιλήψεων της κυβέρνησης του ήταν η σκλήρυνση της στάσης της απέναντι στα ξένα σχολεία. Στις παραγράφους που ακολουθούν θα δούμε πιο αναλυτικά αυτές τις διαδικασίες.
Σπύρος Μαρκέτος, Πώς φίλησα τον Μουσολίνι, τα πρώτα βήματα του ελληνικού φασισμού, Αθήνα, 2006, Βιβλιόραμα, σελ. 218-224
http://eleutheriellada.wordpress.com/