Το σημείωμα αυτό θα μπορούσε να θεωρηθεί παρουσίαση, ή πάντως σχόλιο πάνω σ’ ένα βιβλίο: «Χρυσή Αυγή και Εκκλησία», του Σταύρου Ζουμπουλάκη (στις Εκδόσεις ΠΟΛΙΣ). Όμως δεν είναι, και τούτο επειδή δεν πρόκειται για ένα βιβλίο – έτσι απλά. Πρόκειται για μια πολιτική στάση, ή μάλλον για μια στάση ηθική.
Τι θέλουμε να πούμε; έτσι όπως – με αυτάρεσκη αμηχανία – η πολιτική μας τάξη και οι σκεπτόμενοι άνθρωποι (χα!) προσεγγίζουν την Χρυσή Αυγή και την ξεθεμελιωτική απειλή που αυτή αποτελεί, έτσι δηλαδή που ο ένας καταδικάζει γενικώς (αλλά συμπράττει στα πλαίσια της κοινοβουλευτικής λειτουργίας), o άλλος επικυρώνει την συμμετοχή ναζιστικών σχημάτων στις εκλογές (με την λαμπρή δικαστική λογική του «Ου μπλέξεις!»), ο τρίτος τίλλεται τας τρίχας της κεφαλής του που μέρη του προσωπικού της Δημόσιας Τάξης συγγενεύουν με την Χρυσαυγή (και … διατάσσει ΕΔΕ, δηλαδή κάνει την κότα), ο παραπέρα χαίρει που οι αντιεξουσιαστές «επαναδιεκδικούν τον δρόμο» τον οποίο οι Χρυσαυγίτες υπόσχονταν/απειλούσαν «να κάνουν δικό τους» (εδώ έχουμε την πολιτική λογική του «Αυτά τα πράγματα είναι για τους άλλους»), το μόνο που μπορεί να σώσει την κατάσταση είναι τι; Η παραγωγή αντίβαρων από μέσα από τις δομές της κοινωνίας.
Προσοχή! Αντίβαρων είπαμε. Όχι «καταδικών» ή «αντιρρήσεων». Στον συντηρητικό, λοιπόν, χώρο – ήδη είναι ένα πρόβλημα ότι ο αμοιβαδοειδής αυτός χώρος δεν δείχνει αληθινή, γνήσια αλλεργία στο πλησιόχωρον της Χρυσαυγής… - η ανάδειξη αντανακλαστικών απώθησης, και μάλιστα αναμέτρησης