Τετάρτη 24 Σεπτεμβρίου 2025

Μπορεί αλήθεια ο Μητσοτάκης να ακούσει το ΠΑΣΟΚ;

Είναι ένα από τα βασικά αξιώματα στην πολιτική: με την πάροδο του χρόνου, οποιαδήποτε κυβέρνηση και οποιοσδήποτε πρωθυπουργός, παύουν να γοητεύουν. Είτε επειδή στραβοπατούν, είτε λόγω λαθών και παραλείψεων, είτε ακόμη και λόγω πλήξης των πολιτών, οι μακρόβιες κυβερνήσεις γίνονται θύματα της όποιας επιτυχίας τους, αδυνατούν να καλλιεργήσουν νέες προσδοκίες και – σε μία δημοκρατικά υγιή συνθήκη – νικώνται κάποια στιγμή από μία φαινομενικά αξιόπιστη και πιο «φρέσκια» αντιπολίτευση. Επειτα ανοίγει ο κύκλος φθοράς και της επόμενης κυβέρνησης και η ζωή συνεχίζεται. Με αυτά ως δεδομένα, η λεγόμενη «ελληνική ιδιαιτερότητα» των τελευταίων ετών δεν θα έπρεπε να εκπλήσσει. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης και η ΝΔ εξελέγησαν το 2019 δίχως υψηλές προσδοκίες, ήταν όμως αυτό μία απολύτως λογική και αναμενόμενη κατάληξη της περιόδου που

προηγήθηκε. Το πολιτικό σύστημα της μεταδικτατορικής εποχής σχεδόν κατέρρευσε την περίοδο 2010-2019, το ΠΑΣΟΚ ως ένας από τους βασικούς του πυλώνες, περιέπεσε σε σχεδόν πλήρη ανυποληψία, ο ΣΥΡΙΖΑ ως φορέας της αντιμνημονιακής πλάνης, εκφυλίστηκε, η ΝΔ ως το κόμμα που για οποιονδήποτε λόγο άντεξε σε αυτές τις δοκιμασίες, επανήλθε στην εξουσία. Για κάποιο διάστημα η σύγκριση με τα όσα προηγήθηκαν ήταν συντριπτική – και δικαίως. Η μοναδικότητα της «επιλογής Μητσοτάκη», δύσκολα μπορούσε να αμφισβητηθεί βάσιμα και αποτελεσματικά. Remaining Time-0:00 Fullscreen Mute Γνωστά είναι όλα αυτά. Σήμερα, δίχως να έχουν ανατραπεί τα πράγματα στους αριθμητικούς συσχετισμούς, η κυρίαρχη αίσθηση είναι πολύ διαφορετική. Φαίνεται στα ποιοτικά στοιχεία των εγχώριων μετρήσεων, διαπιστώνεται και σε πιο διεξοδικές διεθνείς έρευνες: σχεδόν παντού στον σημερινό κόσμο αναζητείται μία πολιτική αλλαγή. Στην περίπτωση της Ελλάδας όμως, το προς το παρόν άναρθρο αυτό αίτημα συνοδεύεται από μία σχεδόν σαρωτική απαξίωση του πολιτικού συστήματος εν γένει και εν συνόλω και από μία αίσθηση ματαιότητας. Δεν συμβαίνουν αυτά δίχως λόγο και αιτία, ούτε φυσικά εν κενώ. Υπό όρους και προϋποθέσεις, αυτές οι διαπιστώσεις μπορεί και να είναι οι πρώτες ενδείξεις, ηχηρές πάντως, για κάτι επικίνδυνο. Μία στροφή σε μηδενιστικές λογικές και πρακτικές και μία αναζήτηση «περιπετειωδών» ή και «εκδικητικών» πολιτικών επιλογών. Μία απροθυμία για προσχώρηση σε πολιτικές, κοινωνικές ή και οικονομικές συμβάσεις που διαμόρφωσαν το περιβάλλον των τελευταίων δεκαετιών και ένα ξεχαρβάλωμα, που αργά ή γρήγορα, θα μπορούσε να έχει και θεσμική επίπτωση. Οποιος διαγιγνώσκει αυτά τα στοιχεία στις μετρήσεις ή και στις συμπεριφορές που εκδηλώνονται, έχει και ευθύνη για την αποτροπή των χειρότερων εξελίξεων. Στην ελληνική περίπτωση γίνεται ήδη ορατό ότι η πολιτική αντιπαράθεση έχει εκτραπεί από τα όρια του πολιτικού διαλόγου και εξελίσσεται σε μία σύγκρουση μεταξύ δήθεν συστημισμού και επίπλαστου αντισυστημισμού, τυφλής αντίδρασης, δηλαδή, σε οτιδήποτε. Τι θα μπορούσε να αλλάξει τα πράγματα και να ανακόψει την πορεία προς τον τοίχο; Σίγουρα χρειάζεται κάποιος αιφνιδιασμός και, προφανώς, ορισμένες υπερβάσεις. Τουλάχιστον εκ μέρους όσων θέλουν να συγκαταλέγονται στις δυνάμεις της πολιτικής υπευθυνότητας. Πώς θα μπορούσαν, σε μία άκρως υποθετική περίπτωση, να σχηματοποιηθούν αυτά; Οι πρόσφατες παρουσίες Μητσοτάκη και Ανδρουλάκη στη ΔΕΘ προσφέρουν αφορμές που θα μπορούσαν να είναι χρήσιμες. Για τους υπόλοιπους δεν χωρεί και πολλή συζήτηση, τουλάχιστον σε επίπεδο προτάσεων. Πολλά από αυτά που ακούστηκαν από την κυβέρνηση έχουν την αξία τους, άλλα είναι συζητήσιμα, άλλα πιθανώς και αναποτελεσματικά. Αυτή έχει και το μαχαίρι και το καρπούζι, θα φανεί τι μπορεί να κάνει και πόσο αυτό θα μετρήσει, κατ’ αρχάς δημοσκοπικά στη συνέχεια πολιτικά και εκλογικά. Διατυπώθηκαν όμως και ορισμένες ενδιαφέρουσες ιδέες και προτάσεις από την αξιωματική αντιπολίτευση. Παρά τις έντονες λαϊκιστικές πινελιές ή το άκυρο/άκαιρο αίτημα για εκλογές, η κεντρική ιδέα των όσων είπε ο Ανδρουλάκης για την περιφερειακή ανάπτυξη με γνώμονα τις τοπικές ιδιαιτερότητες της Ελλάδας, η διασύνδεση αυτής της διάστασης με το δημογραφικό πρόβλημα και, προπάντων, η αγωνιώδης, προειδοποιητική και εποικοδομητική παρέμβαση του Τάσου Γιαννίτση λίγες ημέρες νωρίτερα, αποτελούν ίσως την πιο προωθητική συμβολή στην πολιτική συζήτηση των τελευταίων ετών. Την  ίδια στιγμή, οι εξελίξεις στο πεδίο της αξιοποίησης των πλουτοπαραγωγικών πληγών της χώρας και η κάπως αμήχανη συζήτηση για την αναμόρφωση του παρασιτικού και αναχρονιστικού εκπαιδευτικού συστήματος της χώρας, φωτίζουν πεδία στα οποία απαιτούνται πολιτικές υπερβάσεις και άλλου τύπου προσεγγίσεις. Αυτά τα στοιχεία, στην παρούσα κρίσιμη συγκυρία και με το φάσμα της αβεβαιότητας να προβάλλει, όσο ένα σημαντικό τμήμα της ελληνικής κοινωνίας είναι επιρρεπές  στην ακρότητα και την (πολιτική) ανωμαλία, δείχνουν και την διέξοδο. Εν ολίγοις, η κυβέρνηση, η ηγεσία της δηλαδή, θα όφειλε να βγει από τον λήθαργο της προσωρινής πολιτικής της κυριαρχίας και να κάνει την έκπληξη. Θα μπορούσε κάλλιστα, έως και θα όφειλε, να ακούσει κάποιες από τις προτάσεις της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Θα μπορούσε και να τις υιοθετήσει και στη συνέχεια να τις υλοποιήσει. Θα κατηγορούνταν τότε για κλοπή (πολιτικής) πνευματικής ιδιοκτησίας; Οχι αν τηρούσε και κάποιους στοιχειώδεις κανόνες πολιτικού fair play. Ή μήπως θα θεωρούσε ότι με αυτόν τον τρόπο «ανεβάζει» το ΠΑΣΟΚ; Δεν αποκλείεται, αλλά δεν είναι και το χειρότερο που θα μπορούσε να συμβεί. Υπό τις σημερινές συνθήκες, κάτι τέτοιο ακούγεται φυσικά σαν μία τουλάχιστον αφελής προσδοκία. Καλώς ή κακώς όμως,  αυτό χρειάζεται η χώρα και μόνο έτσι θα μπορούσε να ανακοπεί η πορεία, που σήμερα μοιάζει προδιαγεγραμμένη προς το άγνωστο. 

https://www.protagon.gr/apopseis/borei-alitheia-o-mitsotakis-na-akousei-to-pasok-44343223093

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΠΑΣΟΚ για Αλέξη Τσίπρα: «Το rebranding αποδείχτηκε rewriting της μεγάλης εξαπάτησης του ελληνικού λαού»

Το κόμμα σχολίασε ότι ο Τσίπρας επέλεξε να μιλήσει για «ιδιοτέλειες», την ώρα που –όπως αναφέρει– ο ίδιος διέλυσε το κόμμα του και συκοφάντη...