Σάββατο 16 Μαρτίου 2024

Φταίμε εμείς που δεν εμπιστευόμαστε τη Δικαιοσύνη;

Πριν από λίγο καιρό, στο Οσλο, είχα μια συζήτηση με έναν νορβηγό συνάδελφο του NRK, που είναι η ΕΡΤ τους. «Είναι πολύ απλό», μου είπε. «Για εμάς, η σχέση μας με το κράτος, είναι σχέση αμοιβαίας εμπιστοσύνης. Στις κυβερνήσεις απλώς αναθέτουμε, υπό όρους, τη διαχείριση της λειτουργίας του κράτους: “Σε ψηφίζω και εμπιστεύομαι ότι θα κάνεις αυτά που λες, ότι θα είσαι τίμιος και συνεπής”. Οσο αυτά ισχύουν ακολουθούμε. Εάν δεν τα κάνει, σπάει το συμβόλαιο και πάει σπίτι του για να περάσει ο επόμενος. Το κράτος παραμένει». Δεν είναι, ενδεχομένως, πολύ εύστοχο να συγκρίνεις την Ελλάδα με τη Νορβηγία, αλλά τελικά γιατί όχι; Επειδή έχουμε μάθει να συγκρινόμαστε με κράτη όχι του πολιτισμένου, αλλά του αναπτυσσόμενου -στην καλύτερη περίπτωση- κόσμου. Κράτη τα οποία πάσχουν από τις ίδιες παθογένειες με το δικό μας, και κυρίως από την τεράστια κρίση εμπιστοσύνης προς τους κάθε είδους θεσμούς που διέπουν την εύρυθμη λειτουργία μιας

χώρας. Οπως πολύ σωστά είπε με ελάχιστες λέξεις ο νορβηγός συνάδελφος, η εμπιστοσύνη βασίζεται στην τιμιότητα και τη συνέπεια. Δεν περιέρχονται σε μαζική παράνοια οι λαοί και ξαφνικά σταματάνε να εμπιστεύονται τα κράτη τους· τα κράτη τους ευθύνονται κυρίως για αυτό. Η εισήγηση της εισαγγελέως για την υπόθεση της 12χρονης στον Κολωνό, κατέδειξε στο μέγιστο βαθμό αυτήν την κρίση εμπιστοσύνης. Δεν θα μπω στην περιπτωσιολογία, εάν ήταν «σωστή» ως εισήγηση ή όχι, αυτό είναι θέμα για άλλο κείμενο. Η Δικαιοσύνη κρίνεται, εξάλλου, όπως και κάθε εξουσία. Και δεν χρειάζεται να είσαι νομικός για να την κρίνεις. Οπως κι εσείς δεν είστε δημοσιογράφοι, αλλά κρίνετε τον Τύπο και όλοι μαζί δεν είμαστε πολιτικοί, αλλά κρίνουμε τους πολιτικούς. Εδώ, όμως, δεν είχαμε απλή κριτική στην εισήγηση, αλλά πυρ ομαδόν εναντίον της ελληνικής Δικαιοσύνης. Η οποία είναι «αναξιόπιστη», δεν είναι «ανεξάρτητη ως οφείλει», «υπηρετεί πολιτικά συμφέροντα», «δεν κάνει τη δουλειά της», είναι «αναποτελεσματική», «ξεπλένει» και ούτω καθ’ εξής. Η κρίση εμπιστοσύνης προς τη Δικαιοσύνη και τους άλλους θεσμούς δεν είναι καινούργιο φαινόμενο. Σταδιακά, τα τελευταία χρόνια, οι δημοσκοπήσεις απεικόνισαν την αυξανόμενη δυσπιστία των πολιτών προς τη λειτουργία του κράτους, η οποία δυσπιστία το Νοέμβριο του 2023 κατέγραψε ένα θεαματικό και εξόχως ανησυχητικό 78% σε μεγάλη δημοσκόπηση της Metron Analysis, την τελευταία που έθεσε σχετικό ερώτημα. Προφανώς όλοι αυτοί δεν είναι αντιπολίτευση, αν ήταν δεν θα κυβερνούσε η Νέα Δημοκρατία. Η δυσπιστία αυτή δεν είναι καθόλου αβάσιμη και οι λόγοι της είναι αρκετοί: η πάγια πελατειακή νοοτροπία του ελληνικού κράτους και της ελληνικής πολιτικής, που μας έχει κάνει να βλέπουμε «σκοτεινές συναλλαγές» ακόμη και στον ύπνο μας· η έλλειψη διαφάνειας από τον δαιδαλώδη κρατικό μηχανισμό, τις κυβερνήσεις και τους ίδιους τους θεσμούς· και βέβαια η αναποτελεσματικότητα, η οποία τεκμαίρεται εκ του αποτελέσματος. Ζούμε σε μια χώρα στην οποία τα προβλήματα φτάνουν μέχρι το στάδιο της διαπίστωσης, ενίοτε με τραγικούς τρόπους. Η επίλυση μάς είναι σχετικά άγνωστη λέξη. Οι θεσμοί δεν ανήκουν στην (κάθε) κυβέρνηση, όμως. Ανήκουν στο κράτος, σε όλους μας δηλαδή. Και το κράτος έχει –ή θα έπρεπε να έχει– μια συνέχεια. Και οι θεσμοί θα έπρεπε να μπορούν να λειτουργούν ανεξάρτητα από πολιτικές παρεμβολές. Να ελέγχουν τις κυβερνήσεις, όχι να τις εξυπηρετούν. Εμάς πρέπει να εξυπηρετούν, ανεξαρτήτως του εκάστοτε διαχειριστή της εξουσίας. Κάθε κυβέρνηση υπόσχεται να το κάνει και κάθε κυβέρνηση αποτυγχάνει όλο και περισσότερο, διότι το έλλειμμα εμπιστοσύνης είναι αμφίδρομο. Η «σχέση εμπιστοσύνης» που περιέγραψε ο νορβηγός συνάδελφος, πολύ απλά στην Ελλάδα δεν καλλιεργήθηκε ποτέ. Η δημοκρατία είναι δύσκολο σπορ. Ιδιαίτερα στην εποχή μας. Το πρόβλημα της ανεξαρτησίας των θεσμών δεν είναι μόνο ελληνικό, τα λέει και τα ξαναλέει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, αλλά όταν ανησυχεί για την ελληνική Δικαιοσύνη συγκεκριμένα, ο Αρειος Πάγος συνεδριάζει και αποφαίνεται ότι δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα, όλα καλά. Γιάννης κερνάει, Γιάννης πίνει. Στο μεταξύ, με κάθε περίπτωση που προκύπτει, από τα Τέμπη ως τον Κολωνό, η δυσπιστία αυξάνεται. Ο Ελληνας δεν πιστεύει τα ΜΜΕ, δεν εμπιστεύεται τα δικαστήρια, δεν ξέρει αν τον παρακολουθούν ή όχι, βλέπει παντού συνωμοσίες και διαπλοκές, αυτή η ιδιότυπη ταύτιση του κράτους με τις κυβερνήσεις τον έχει κάνει κανονικά παρανοϊκό. Μονοκομματισμός, δε, με υπερσυγκέντρωση ελέγχου των θεσμών, δεν είναι και πολύ φιλελεύθερη κατάσταση. Η ανάγκη για ανεξαρτησία των θεσμών φάνηκε πεντακάθαρα στην «μεγαλύτερη δημοκρατία» του κόσμου, τις ΗΠΑ. Και από την καλή και από την ανάποδη: όταν ο Τραμπ επεχείρησε να πάρει πραξικοπηματικά την εξουσία, ήταν οι διακριτοί θεσμοί που έσωσαν την Αμερική και ενδεχομένως τον πλανήτη. Λίγο αργότερα, όμως, και παρότι είχε θεωρητικά βγει απο τη μέση, οι -διορισμένοι από τον ίδιον- πολιτικά υπερσυντηρητικοί δικαστές έκαναν τη χώρα μαντάρα με την ανατροπή του νόμου για τις αμβλώσεις. Ηταν πολιτική κίνηση αυτή, δεν είχε καμία σχέση με το δίκαιο. Αναρωτιόμαστε συχνά τι φταίει στην Ελλάδα και δείχνουμε κολλημένοι σε τριτοκοσμικό στάδιο σε συγκεκριμένες εκφάνσεις του δημόσιου βίου μας. Φταίει και αυτό. Ή, καλύτερα, αυτό απεικονίζει όλες τις παθογένειες: όταν κράτος και πολίτες είναι εχθροί μεταξύ τους, δύσκολο να προχωρήσει κάποιο από τα δύο. 

https://www.protagon.gr/apopseis/ftaime-emeis-pou-den-ebistevomaste-ti-dikaiosyni-44342901088

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου