xrysogonos

Του Κώστα Χρυσόγονου
Η κοινοβουλευτική συζήτηση επί της πρότασης δυσπιστίας που υπέβαλε ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α. μας έδωσε την ευκαιρία να παρακολουθήσουμε μια ακόμα πράξη στο κυβερνητικό θέατρο του παραλόγου. Η επωδός στις αγορεύσεις των στελεχών της κυβέρνησης ήταν να κατηγορούν στην αξιωματική αντιπολίτευση ως «ακραία». Και όμως η κυβέρνηση και προσωπικά ο πρωθυπουργός είναι εκείνοι που επιδεικνύουν ακραία αντικοινοβουλευτική συμπεριφορά.
Ο Αντώνης Σαμαράς είναι ο μοναδικός πρωθυπουργός ο οποίος δεν έχει προσέλθει ούτε μια φορά στη Βουλή για να απαντήσει σε ερωτήσεις στην «ώρα του πρωθυπουργού». Οι εμφανίσεις του στο κοινοβούλιο είναι μετρημένες στα δάχτυλα του ενός χεριού και μόνο στα απολύτως
αναγκαία (ψήφος εμπιστοσύνης ή δυσπιστίας, προϋπολογισμός). Η «εξήγηση» που έδωσε στην πρόσφατη συζήτηση της πρότασης μομφής ήταν ότι δεν ανέχεται να τον αποκαλούν «μερκελιστή». Δεδομένου ότι πρόκειται για καθαρά πολιτικό και όχι προσωπικό χαρακτηρισμό, εκείνο που υποκρύπτεται είναι η δυσανεξία του πρωθυπουργού στην πολιτική κριτική και μια «ετσιθελική» αντίληψή του για τη λειτουργία των θεσμών. Αντιμετωπίζει τη Βουλή ως να ήταν χώρος προαιρετικού περιπάτου για τον ίδιο και όχι το συνταγματικό forum του δημόσιου διαλόγου, όπου ο εκάστοτε πρωθυπουργός υποχρεούται να δίνει λόγο για τα πεπραγμένα της κυβέρνησής του.
Εξάλλου στην τελευταία αυτή ομιλία του ο ακριβοθώρητος στη Βουλή πρωθυπουργός παραβίασε καταφανώς τον Κανονισμό της. Το άρθρο 142 του τελευταίου προβλέπει ρητά ότι η συζήτηση σχετικά με πρόταση δυσπιστίας ολοκληρώνεται τη 12η νυκτερινή ώρα της τρίτης ημέρας από την έναρξή της. Ωστόσο ο πρωθυπουργός, αντί ως είθισται να λάβει το λόγο μετά τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης, προτίμησε να παρεμβάλει ως οιονεί συνηγόρους του τον αντιπρόεδρο της κυβέρνησης και τον υπουργό Οικονομικών, με αποτέλεσμα η δική του ομιλία να αρχίσει στις 12 παρά 5 και να συνεχισθεί για 40 λεπτά μετά τα μεσάνυκτα. Πρόκειται βέβαια για πταίσμα, σε σχέση με πολύ βαρύτερες παραβιάσεις της συνταγματικής νομιμότητας στις οποίες καθ’ έξη και καθ’ υποτροπή επιδίδεται η μνημονιακή συγκυβέρνηση (π.χ. έκδοση πράξεων νομοθετικού περιεχομένου χωρίς να συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 44 του Συντάγματος, πολιτικές επιστρατεύσεις απεργών χωρίς να συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 22 του Συντάγματος κ.ά.). Πάντως ενώ ο ίδιος ούτε να αγορεύσει δεν μπορεί χωρίς να παρανομήσει, κατά τα άλλα υποδύεται τον ρόλο του «εγγυητή» δήθεν της νομιμότητας (δόγμα «νόμος και τάξη»).
Η κυβερνητική υποκρισία όμως δεν φαίνεται να έχει προοπτική μακράς συνέχειας. Μέσα σε 17 μήνες άσκησης της εξουσίας η μνημονιακή συγκυβέρνηση απώλεσε το ένα από τα τρία κόμματά της και περίπου το ένα έβδομο της κοινοβουλευτικής της υποστήριξης (από τους αρχικούς 179 βουλευτές στους 154 σήμερα). Αν συνεχίσει με τους ρυθμούς αυτούς δεν θα της χρειασθούν περισσότερο από τρεις μήνες για να καταρρεύσει, κάτω από το βάρος της λαϊκής αντίδρασης για την ανάλγητη ταξική πολιτική της που οδηγεί στην εξαθλίωση το μεγαλύτερο μέρος της ελληνικής κοινωνίας. Στην καλύτερη για αυτήν (και χειρότερη για τον τόπο) περίπτωση μπορεί να συρθεί ως τις ευρωεκλογές του Μαΐου, οπότε ο «κοσμάκης» (κατά τη χυδαία, πλην χαρακτηριστική της νοοτροπίας του, έκφραση του πρωθυπουργού μας) θα έχει την ευκαιρία να της εκφράσει την αποδοκιμασία του με τόσο ηχηρό τρόπο ώστε να προκαλέσει την πτώση της.